Η διαγνωστική στεφανιογραφία αποτελεί την συνηθέστερη επεμβατική διαγνωστική μέθοδο ελέγχου της βατότητας του αυλού των στεφανιαίων αρτηριών.
Η διαγνωστική προσπέλαση σήμερα διενεργείται από την κερκιδική αρτηρία του καρπού, όπου με ελάχιστη δόση τοπικής αναισθησίας ο επεμβατικός καρδιολόγος τοποθετεί έναν εύκαμπτο εισαγωγέα (θηκάρι). Η νέα τεχνική προσπέλασης διευκολύνει την γρήγορη κινητοποίηση και την έξοδο από το νοσοκομείο του ασθενούς σε περίπου 3 ώρες και αποτελεί την προτιμητέα μέθοδο προσπέλασης από τους ασθενείς καθώς είναι σχετικά ανώδυνη.
Το στέλεχος αποτελεί την κεντρική στεφανιαία αρτηρία από όπου εκφύονται οι δύο σημαντικότεροι κλάδοι του αριστερού στεφανιαίου δικτύου (πρόσθιος κατιόντας και περισπώμενη αρτηρία) και αιματώνει περίπου το 80-90% της αριστερής κοιλίας. Η νόσος αυτή, δηλαδή η στένωση του αυλού του αγγείου από αθηρωματικές αλλοιώσεις, κυμαίνεται περί το 5-8% στους ασθενείς που υποβάλλονται σε διαγνωστική στεφανιογραφία στο επεμβατικό εργαστήριο. Η κατανομή δε της αθηρωμάτικής πλάκας εντοπίζεται κατά 80% στο άπω τμήμα του στελέχους επεκτεινόμενη στα γειτονικά εγγύς τμήματα του προσθίου κατιόντα κλάδου και της περισπωμένης αρτηρίας.
Αν και η αορτοστεφανιαία παράκαμψη (CABG) αποτελεί για πολλές δεκαετίες την θεραπεία εκλογής για τη νόσο στελέχους, πρόσφατα δεδομένα από τυχαιοποιημένες μελέτες σε συνδυασμό με εντυπωσιακές εξελίξεις στα stents, την φαρμακοθεραπεία και νέες τεχνικές προσπέλασης συνοδευόμενες από την ενδοστεφανιαία απεικόνιση έχουν καταστήσει την προσπέλαση της νόσου του στελέχους διαδερμικά ως έναλλακτική επιλογή έναντι της χειρουργικής θεραπείας. Πράγματι, οι Ευρωπαϊκές και Αμερικάνικες κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν την διαδερμική παρέμβαση σε ασθενέις με χαμηλού και μετρίου βαθμού ανατομική πολυπλοκότητα, ως ασφαλή εναλλακτική θεραπέια έναντι της αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (CABG).
H αγγειοπλαστική της νόσου στελέχους είναι μία σύμπλοκη επέμβαση η οποία θα πρέπει να πραγματοποιείται από εξειδικευμέμη ομάδα επεμβατικών καρδιολόγων οι οποίοι έχουν ικανό αριθμό παρόμοιων επεμβάσεων ετησίως (τουλάχιστον 25 / χρόνο) και οι οποίοι έχουν εξειδικευθεί στην χρήση ενδοαγγειακής απεικόνισης είτε ενδοστεφανιαίου υπερηχογραφήματος (IVUS) ή οπτικής συνεκτικής τομογραφίας (OCT). Ο συνδυασμός αυτών των δύο κριτηρίων 1) ικανού όγκου περιστατικών και 2) χρήσης απεικόνισης έχει αποδειχθεί από μεγάλες μελέτες ότι οδηγούν μακροχρόνια σε ιδανικά κλινικά αποτελέσματα με χαμηλά ποσοστά επαναστένωσης στο σημέιο που τοποθετήθηκε το stent.
Το μεγαλύτερο ποσοστό βλαβών του στελέχους θεραπεύονται διακερκιδικά με τεχνική τοποθέτησης ενός stent (1 DES cross over) στο κύριο αγγείο (συνήθως πρόσθιος κατιόντας) και προστασία του άλλου κλάδου (συνήθως περισπώμενη αρτηρία) με οδηγό σύρμα. Τα κριτήρια θεραπείας της άπω νόσου στελέχους είναι είτε αγγειογραφικά (angiographic diameter stenosis < 50%) ή πιο ειδικά με τη χρησιμοποίηση ενδοστεφανιαίας απεικόνισης IVUS (MLA < 6.0 mm2) και ενδοστεφανιαίας εφεδρείας ροής (FFR < 0.80). (Fig 1)Στην περίπτωση που ο κύριος κλάδος έχει υποστεί διαχωρισμό ή έχει επηρεαστεί η ροή αίματος (< ΤΙΜΙ ΙΙ) τότε χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε εξελιγμένες τεχνικές τοποθέτησης 2 stents.
Συμπερασματικά, η νόσος στελέχους είναι μια σύμπλοκη ανατομική βλάβη που διαχειρίζεται άριστα από τους επεμβατικούς καρδιολόγους μέσω της ελάχιστα επεμβατικής διακερκιδικής προσπέλασης και προσφέρει άριστα κλινικά αποτελέσματα συγκρίσιμα με τα της αορτοστεφανιαίας παράκαμψης.
Γράφει ο Τομέας Καρδιάς του Metropolitan General:Ιωάννης Καλικάζαρος, Βασίλης Δ. Γκόγκας, Κωνσταντίνος Κοντός, Κωνσταντίνος Εγγλεζόπουλος, Ιωάννης Βασιλειάδης, Στέφανος Γρ. Φούσας