Τα ζευγάρια που γίνονται για πρώτη φορά γονείς συχνά μιλούν για μία από τις πιο χαρούμενες, ξεχωριστές, και παράλληλα, πιο εξαντλητικές και αγχωτικές εμπειρίες της ζωής τους.
Κοινωνικά, θα λέγαμε πως η γέννηση ενός παιδιού αποτελεί την αναμενόμενη ολοκλήρωση ενός κύκλου κατά τον οποίο ένα ζευγάρι έρχεται κοντά, ερωτεύεται και αποφασίζει ενσυνείδητα να φέρει στον κόσμο ένα τέκνο. Παράλληλα όμως, δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο γονεϊκός ρόλος επιφέρει μεγάλες αλλαγές σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας ενός ζευγαριού και δεν επενδύεται αποκλειστικά με θετικά συναισθήματα. Τί έχει σημασία, λοιπόν, να έχουν υπόψη οι νέοι γονείς;
Οι πρώτες αλλαγές
Οι ρόλοι της μητέρας και του πατέρα αποτελούν τους πιο υπεύθυνους ρόλους που θα κληθούν ποτέ να αναλάβουν ένας άνδρας και μία γυναίκα. Αδιαμφισβήτητα, ο ερχομός ενός παιδιού τις περισσότερες φορές συνιστά ένα πολύ χαρούμενο γεγονός. Ωστόσο, οφείλουμε να έχουμε κατά νου πως οι γονείς, και ιδιαίτερα η μητέρα, δικαιούται μια περίοδο προσαρμογής στις πρωτόγνωρες συνθήκες, όπως δικαιούται να νιώσει και συναισθήματα πέραν της χαράς και του ενθουσιασμού. Η εξάντληση, η κούραση και η συναισθηματική ευαισθησία είναι συνήθη χαρακτηριστικά της νέας μητέρας. Η ίδια, τις περισσότερες φορές, διανύει μια περίοδο συναισθηματικής ευαλωτότητας και χρειάζεται τη συμπαράσταση του συζύγου της και του οικείου περιβάλλοντος. Χρειάζεται να βρει χρόνο για την ατομική της φροντίδα και χαλάρωση.
Το να γίνεται κανείς γονιός για πρώτη φορά μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο στη ψυχολογία του, τόσο όσον αφορά στο άγχος που βιώνει, όσο και σε σχέση με τις αλλαγές που επιφέρει στη συζυγική ικανοποίηση και τη συναισθηματική ευημερία. Οι νέοι γονείς μπορούν να αναφέρουν σημαντικό άγχος για διαφορετικούς λόγους. Παραδείγματος χάριν, μαζί με την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση ενός νέου παιδιού, η μητέρα και ο πατέρας συχνά βιώνουν σημαντική σύγκρουση μεταξύ της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής και συνειδητοποιούν ότι η ανατροφή ενός παιδιού συνεπάγεται την ανάληψη μιας δια βίου ευθύνης.
Ερχόμενοι αντιμέτωποι με αυτές τις σκέψεις, οι νέοι γονείς είναι σημαντικό να θυμούνται πως ο προβληματισμός και η ανησυχία αποτελούν φυσιολογικές και λειτουργικές αντιδράσεις σε μια διεργασία προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα. Σταδιακά, το ζευγάρι θα βρει τα «πατήματά» του και θα εξασφαλίσει χρόνο και για τις προσωπικές του στιγμές.
Η φροντίδα του βρέφους
Μια από τις πιο απαιτητικές προκλήσεις που συνοδεύουν τον γονεϊκό ρόλο είναι η συμφωνία για τα καθήκοντα φροντίδας του παιδιού. Αυτό περιλαμβάνει το τάισμα κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, την αλλαγή της πάνας και όλες τις άλλες εργασίες που συνδυάζονται με ένα νέο βρέφος. Αν και οι νέοι γονείς μπορεί να έχουν κάποια προηγούμενη έκθεση σε αυτές τις δουλειές, είτε μέσω προγεννητικών μαθημάτων, είτε μέσω εμπειρίας με άλλα βρέφη στην οικογένειά τους, αρχικά δυσκολεύονται να αποφασίσουν στο πώς θα οργανώσουν και θα κατανείμουν ομοιόμορφα αυτές τις ευθύνες της παιδικής φροντίδας.
Σε σχέση με τη φροντίδα του βρέφους επομένως, οι γονείς είναι σημαντικό να γνωρίζουν, πρώτα απ’ όλα, ότι ο ρόλος του πατέρα είναι εξίσου σημαντικός με της μητέρας. Αυτό ισχύει τόσο όσον αφορά στις βιολογικές ανάγκες του παιδιού, όπως το τάισμα, όσο και σε σχέση με τις αλληλεπιδράσεις που ξεπερνούν την κάλυψη των βασικών βιολογικών αναγκών και προάγουν τη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του μωρού, όπως το παιχνίδι. Στο πλαίσιο αυτό, συνιστάται τα νέα ζευγάρια να προσπαθούν να αφιερώνουν ισότιμο ποιοτικό χρόνο στη φροντίδα και την ανατροφή του παιδιού τους, στοχεύοντας στη συνεργασία και στον μεταξύ τους συντονισμό. Η επίτευξη των παραπάνω στόχων πρόκειται να ωφελήσει σημαντικά, τόσο το παιδί, όσο και τη σχέση του ζευγαριού. Ακόμα, το πιθανότερο είναι να αποτρέψει την ανάπτυξη αρνητικών συναισθημάτων, όπως το άγχος και η πίεση, αλλά και να προλάβει την αποξένωση που πολλοί νέοι γονείς βιώνουν σε σχέση με τον σύντροφό τους και τον κοινωνικό τους περίγυρο.
Ο θηλασμός
Όπως είναι γνωστό, ο θηλασμός φέρει ποικίλα οφέλη για το βρέφος, προωθώντας την υγιή ανάπτυξή του και θωρακίζοντας τον οργανισμό του. Ποια είναι όμως τα ψυχολογικά οφέλη του θηλασμού; Ο θηλασμός έχει και σημαντικές και εκτεταμένες θετικές επιδράσεις στη γνωστική ανάπτυξη, στη συμπεριφορά και στην ψυχική υγεία του παιδιού και της μητέρας.
Ειδικότερα, ένα μεγάλο σώμα ερευνών συναινεί στο γεγονός ότι υφίσταται μια σχέση μεταξύ της εμπειρίας του θηλασμού και της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού αργότερα στη ζωή. Γίνεται λόγος για βελτιωμένες μνημονικές ικανότητες, ενισχυμένες γλωσσικές δεξιότητες και αυξημένη ευφυΐα. Τα ψυχολογικά οφέλη του θηλασμού όμως δεν σταματούν εκεί. Ο θηλασμός επηρεάζει επίσης την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Η εμπειρία του θηλασμού φαίνεται πως συνδέεται με τη διαμόρφωση της βρεφικής ιδιοσυγκρασίας, με τα βρέφη που θηλάζουν να εκφράζουν περισσότερο θετικά συναισθήματα σε σχέση με τα βρέφη που δεν θηλάζουν. Ακόμα, κάποια δεδομένα αναφέρουν ότι ο θηλασμός κατά τη βρεφική ηλικία συσχετίζεται αρνητικά με την εκδήλωση επιθετικότητας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς στη συνέχεια της ζωής. Σε ορισμένες μελέτες, μάλιστα, υποστηρίζεται ότι παιδιά που έχουν ολοκληρώσει πάνω 6 μήνες αποκλειστικού θηλασμού διαγράφουν τυπική πορεία ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης και εμφανίζουν χαμηλότερη πιθανότητα να διαγνωστούν με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος σε σύγκριση με άλλα παιδιά.
Εν συνεχεία και όσον αφορά τα οφέλη του θηλασμού για τη μητέρα, η διάθεσή της επηρεάζεται θετικά και οι αντιδράσεις της σε στρεσογόνες καταστάσεις γίνονται πιο λειτουργικές. Συγκεκριμένα, οι μητέρες που θηλάζουν αναφέρουν μείωση του άγχους, της αρνητικής διάθεσης και του στρες σε σύγκριση με τις μητέρες που ταΐζουν τα παιδιά τους με φόρμουλα. Άξιο λόγου είναι επίσης ότι η μητέρα που θηλάζει σφυρηλατεί ενεργά μια βαθιά ψυχική σχέση με το βρέφος τους, με την ενσυναίσθηση των βρεφικών αναγκών να ενισχύεται και το ασφαλές ύφος σύναψης δεσμού με το τέκνο να προωθείται.
Αναλογιζόμενοι όλα τα προαναφερθέντα, αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντική είναι η διατροφή μέσω του θηλασμού για τη φυσιολογική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, για τη δημιουργία του δεσμού μητέρας-βρέφους και για την ψυχική ευεξία της ίδιας της μητέρας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι μια μητέρα που δεν είναι σε θέση να θηλάσει για ψυχολογικούς ή λόγους υγείας είναι το ίδιο επαρκής και σημαντική για το παιδί της. Οι σύγχρονες βρεφικές φόρμουλες διατροφής είναι σχεδιασμένες να αναπληρώνουν τις ανάγκες τους μωρού για μητρικό γάλα και ο δεσμός βρέφους-μητέρας μπορεί να χτιστεί μέσω των υπόλοιπων αλληλεπιδράσεών σας που είναι εξίσου σημαντικές.
Τέλος, όσον αφορά την προτεινόμενη διάρκεια θηλασμού, δεν είναι συγκεκριμένη και καθορίζεται από τη συνεκτίμηση ποικίλων ιατρικών και ψυχολογικών συνιστωσών. Σύμφωνα με την επιστήμη της Ψυχολογίας, έπειτα από τον πρώτο χρόνο, προτείνεται το μητρικό γάλα να δίδεται με μπιμπερό ή σε ποτήρι. Ο απογαλακτισμός είναι καλό να γίνεται σύμφωνα με τις ανάγκες του κάθε παιδιού, ώστε να αποτρέψουμε το φαινόμενο της καθήλωσης σε αυτό το ψυχικό στάδιο. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, οι ανάγκες του διαφοροποιούνται και η ανταπόκριση σε αυτές πρέπει να είναι συνεπής, ενώ παράλληλα θέτει ξεκάθαρα όρια. Η μητέρα δεν εξυπηρετεί τις αναπτυξιακές ανάγκες του παιδιού της με το να παρατείνει το θηλασμό και να είναι «πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα». Με αυτόν τον τρόπο, το καθηλώνει σε αυτό που ο Sigmund Freud ονόμασε στοματικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης και δεν αφήνει στο παιδί της τον χώρο να εξελιχθεί ανεξάρτητα και να αποκτήσει ψυχική ανθεκτικότητα. Η προσφορά του μητρικού στήθους σε οποιαδήποτε δυσφορία του παιδιού, το εκπαιδεύει στη συνέχεια της ζωής του, να αναζητά στην τροφή, στο ποτό, στο κάπνισμα την αδιαφοροποίητη ικανοποίηση, ιδίως όταν στρεσάρεται.
Η μητέρα που κρίνει πως πρέπει να διακόψει τον θηλασμό είναι σημαντικό να το κάνει σταδιακά. Αρχικά, να μειώσει τις φορές που προσφέρει τον μαστό της και να αντικαθιστά το γεύμα με άλλες τροφές. Παράλληλα, συστήνεται να αφιερώνει χρόνο στο παιδί της και να ασχολείται μαζί του, ώστε το ίδιο να μην εισπράξει την διακοπή του θηλασμού ως τιμωρία, αλλά ως μία φυσιολογική διαδικασία της ανάπτυξής του.
Η επικοινωνία με το βρέφος
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης το βρέφος έχει μια συμβιωτική σχέση με το σώμα της μητέρας. Το σώμα της εγκύου λειτουργεί ως καταφύγιο, αλλά και ως πλαίσιο βίωσης των πρώτων προγεννητικών εμπειριών. Οι εμπειρίες αυτές αποδεικνύονται καθοριστικές για την ανάπτυξη του ανθρώπου, η οποία αποτελεί ένα αδιάσπαστο συνεχές από τη σύλληψη και μετά. Τα καλύτερα θεμέλια για τη θωράκιση της υγείας, για την καλή εγκεφαλική ανάπτυξη και τη συναισθηματική ευφυΐα του ανθρώπου αρχίζουν ήδη να χτίζονται πριν από τη σύλληψη (π.χ. ωορρηξία), στην εγκυμοσύνη, στον τοκετό και φυσικά στα πρώτα χρόνια της ζωής. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Προγεννητική Ψυχολογία, το παιδί κατά την προγεννητική περίοδο διαθέτει ευφυία, ενεργή συμμετοχή, γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες που το καθιστούν ιδιαίτερα ευαίσθητο στην ποιότητα του διαλόγου, της φροντίδας και των εμπειριών που του προσφέρει κατ’ αρχήν η μητέρα και, κατ’ επέκταση ο πατέρας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ήδη κατά την κυοφορία του βρέφους, η μητέρα, με τη βοήθεια του πατέρα και της ευρύτερης οικογένειας, είναι σημαντικό να φροντίζει για τη διατήρηση ενός υγιούς πλαισίου προγεννητικής φροντίδας. Η σύνδεση και η ποιοτική ανταπόκριση στο αγέννητο παιδί που συνεχώς επικοινωνεί και αποζητά σύνδεση με την μητέρα, τον πατέρα και τον κόσμο είναι απαραίτητες και προωθούν την ολόπλευρη ανάπτυξή του. Η καλή ψυχολογία της μητέρας, η πρόθεσή της για ανάπτυξη ψυχικού δεσμού με το παιδί της και η διασφάλιση ενός προβλέψιμου και ήρεμου περιβάλλοντος συνιστούν παράγοντες που προάγουν μια υγιή και εποικοδομητική προγεννητική εμπειρία.
Όπως συνεπάγεται από τα παραπάνω, το βρέφος έρχεται στον κόσμο έτοιμο να επικοινωνήσει. Από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο τα πρόσωπα, τα αντικείμενα και τις καταστάσεις του περιβάλλοντος, είναι ικανό ακόμα και να χωροθετήσει ήχους και εικόνες. Επικοινωνεί κλαίγοντας. Έτσι, ενημερώνει τους φροντιστές του ότι πεινάει, αισθάνεται άβολα, πονάει ή χρειάζεται παρηγοριά. Κατά τους πρώτους 3 μήνες, αρχίζει να χρησιμοποιεί τη φωνή και το σώμα του για να επικοινωνήσει. Για παράδειγμα, χαμογελά, γελάει, κάνει ήχους βουητού και κινεί τα χέρια και τα πόδια του όταν ενδιαφέρεται ή ενθουσιάζεται από κάτι.
Σε αυτές τις πρώτες προσπάθειες του βρέφους για επικοινωνία, είναι σημαντικό οι γονείς να ανταποκρίνονται με συνέπεια. Η συστηματική λεκτική (λόγος) και μη λεκτική επικοινωνία των γονέων (μηνύματα του σώματος, άγγιγμα, χάδι, χαμόγελο, βλεμματική επαφή) με το βρέφος είναι φορέας μηνυμάτων συναισθηματικής φύσεως, πηγή ασφάλειας και ψυχικής ηρεμίας και για τα δύο μέλη της σχέσης. Εξάλλου, η αγαπημένη «μουσική» του βρέφους, ακόμα και κατά την περίοδο της κύησης, είναι η ομιλία της μητέρας και του πατέρα.
Πέραν της ψυχολογικής σημασίας της συνεπούς ανταπόκρισης βέβαια, η επικοινωνία γονέα-βρέφους αποτελεί και τη βάση για την ανάπτυξη και την ομαλή λειτουργία της γλώσσας και της ομιλίας του παιδιού. Από περίπου 3 μηνών, οι γονείς θα παρατηρήσουν ότι η ομιλία του μωρού αρχίζει να αναπτύσσεται. Αυτό συμβαίνει όταν οι ίδιοι και το παιδί διατηρούν οπτική επαφή, αλληλοεπιδρούν και εναλλάσσονται, σχεδόν σαν να κάνουν μια συζήτηση. Το παιδί μαθαίνει να μιλά όταν οι γονείς και οι φροντιστές του μιλούν πολύ. Δεν χρειάζεται να αφιερωθεί ιδιαίτερος χρόνος ειδικά για συζήτηση. Κάθε κουβέντα είναι ωφέλιμη για το αναπτυσσόμενο παιδί. Για εσάς τους νέους γονείς, αυτή η κουβέντα μπορεί να περιλαμβάνει απλώς το να μιλάτε ενώ ντύνετε ή κάνετε μπάνιο το μωρό σας, να μιλάτε ενώ παίζετε, να του τραγουδάτε τραγούδια ή να του διαβάζετε παραμύθια. Όταν τα παιδιά ακούν πολλές διαφορετικές λέξεις, είναι πιθανότερο να μάθουν, να κατανοούν και αργότερα να χρησιμοποιούν πολλές διαφορετικές λέξεις.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του ζητήματος της επικοινωνίας των νέων γονέων με το βρέφος τους, αξίζει να υπογραμμίσουμε τη σημασία που έχει οι ίδιοι να δίνουν προσοχή στις ενδείξεις που τους παρέχει το ίδιο με τη συμπεριφορά του. Μερικές φορές, όντες νέοι και άπειροι, μπορεί να διαπιστώσετε ότι το παιδί σας δεν ανταποκρίνεται, ακόμη και όταν αφήνετε ένα κενό αφού έχετε πει κάτι. Το γεγονός αυτό δεν χρειάζεται να σας θορυβήσει, γιατί στα μωρά και στα νήπια αρέσουν και οι ήσυχες στιγμές. Εάν δώσετε προσοχή στο παιδί σας, το ενδιαφέρον και οι απαντήσεις του παιδιού σας θα καθοδηγήσουν την επικοινωνία σας. Για παράδειγμα, εάν το παιδί σας αρχίζει να φαίνεται κουρασμένο, ανήσυχο ή γκρινιάρικο, κάντε ένα διάλειμμα από την κουβέντα. Μπορείτε να προσπαθήσετε ξανά άλλη φορά. Η ιδιοσυγκρασία του παιδιού σας μπορεί επίσης να επηρεάσει το πόσο και πόσο συχνά θέλει να επικοινωνεί μαζί σας. Μερικά παιδιά είναι φυσικά πιο εξωστρεφή και άλλα είναι πιο ήσυχα. Είναι σημαντικό να μάθετε να καταλαβαίνετε αυτές τις ενδείξεις και να σέβεστε τις επιθυμίες του παιδιού σας που σταδιακά θα αρχίσει να διαχωρίζει τον εαυτό του από τους σημαντικούς «άλλους» και να διαμορφώνει τη δική του αίσθηση αυθυπαρξίας.
Γράφει η
Γκίκα Ελένη
Ψυχολόγος, Εκπαιδεύτρια Διαβήτη
Διευθύντρια, Τμήματος Ψυχικής Υγείας & Ψυχολογικής Υποστήριξης ΜΗΤΕΡΑ