Μια νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι οι περιορισμοί από την πανδημία COVID-19 φαίνεται να είχαν θετικό αντίκτυπο στα νεογέννητα μωρά.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Ιατρικής και Επιστημών Υγείας RCSI της Ιρλανδίας αποκαλύπτουν ότι τα νεογέννητα κατά τη διάρκεια του λοκντάουν εμφάνισαν αξιοσημείωτα διαφορετικό μικροβίωμα του εντέρου σε σύγκριση με εκείνα που γεννήθηκαν πριν από την πανδημία, παράλληλα με χαμηλότερα ποσοστά αυτοάνοσων παθήσεων όπως οι τροφικές αλλεργίες.
Το μικροβίωμα του εντέρου αποτελείται από μια πολύπλοκη κοινότητα μικροβίων που κατοικούν στον πεπτικό μας σωλήνα, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη συνολική μας υγεία. Αυτή η επαναστατική μελέτη εμβαθύνει στον τρόπο με τον οποίο η πανδημία επηρέασε την υγεία του εντέρου των νεογέννητων, αποκαλύπτοντας ότι οι μοναδικές συνθήκες της περιόδου της πανδημίας ενδεχομένως να προώθησαν ένα πιο ευεργετικό μικροβιακό περιβάλλον για αυτά τα βρέφη.
Τα «μωρά της πανδημίας»
Τα οφέλη που παρατηρήθηκαν στα «μωρά πανδημίας» αποδίδονται σε διάφορους παράγοντες που σχετίζονται με το περιβάλλον εγκλεισμού. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε μείωση των λοιμώξεων και της επακόλουθης χρήσης αντιβιοτικών, παράλληλα με την αύξηση της διάρκειας του θηλασμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα νεογέννητα να αποκτούν περισσότερα ωφέλιμα μικρόβια από τις μητέρες τους μετά τη γέννηση, τα οποία πιστεύεται ότι προστατεύουν από αλλεργικές ασθένειες.
«Η μελέτη αυτή προσφέρει μια νέα προοπτική για τον αντίκτυπο της κοινωνικής απομόνωσης στην πρώιμη ζωή στο μικροβίωμα του εντέρου. Ειδικότερα, τα χαμηλότερα ποσοστά αλλεργιών μεταξύ των νεογέννητων κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού θα μπορούσαν να αναδείξουν την επίδραση του τρόπου ζωής και των περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η συχνή χρήση αντιβιοτικών, στην αύξηση των αλλεργικών ασθενειών», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Dr. Jonathan Hourihane, πρόεδρος του Τμήματος Παιδιατρικής στο RCSI και σύμβουλος παιδίατρος στο Children's Health Ireland Temple Street, σε ανακοίνωση του πανεπιστημίου.
«Ελπίζουμε να επανεξετάσουμε αυτά τα παιδιά όταν γίνουν 5 ετών για να δούμε αν υπάρχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των ενδιαφέρουσων αλλαγών στο πρώιμο μικροβίωμα του εντέρου».
Ο εγκλεισμός βοήθησε τους επιστήμονες
Λόγω του εγκλεισμού που έφερε ο COVID, οι ερευνητές βρήκαν την ευκαιρία να μελετήσουν την ανάπτυξη του μικροβιώματος στα βρέφη. Τα lockdowns απλοποίησαν τις εκθέσεις των βρεφών στις αρχές της ζωής τους, επιτρέποντας μια σαφέστερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο διάφοροι περιβαλλοντικοί και διατροφικοί παράγοντες διαμορφώνουν το μικροβίωμα του εντέρου από νεαρή ηλικία.
«Πριν από αυτή τη μελέτη ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί πλήρως η σχετική συμβολή αυτών των πολλαπλών περιβαλλοντικών εκθέσεων και διατροφικών παραγόντων στην ανάπτυξη του μικροβιώματος στην πρώιμη ζωή», σημειώνει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Liam O'Mahony, κύριος ερευνητής του APC Microbiome Ireland και καθηγητής ανοσολογίας στο University College Cork.
Είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο το 17% των βρεφών χρειάστηκαν αντιβιοτικά μέχρι τα πρώτα τους γενέθλια, γεγονός που συσχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα ωφέλιμων βακτηρίων όπως τα Μπιφιδοβακτήρια.
Ελπίδα για νέα βήματα στην αντιμετώπιση αλλεργιών και αυτοάνοσων
Η μελέτη, μέρος του προγράμματος CORAL, περιελάμβανε την ανάλυση δειγμάτων κοπράνων από 351 μωρά που γεννήθηκαν κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, συγκρίνοντάς τα με μωρά που γεννήθηκαν πριν από την πανδημία. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω διαδικτυακών ερωτηματολογίων που κάλυπταν τη διατροφή, το οικιακό περιβάλλον και την υγεία, ενώ δείγματα κοπράνων και τεστ αλλεργίας πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα στάδια μέχρι και τους 24 μήνες.
Τα ευρήματα αυτής της μελέτης προσφέρουν μια νέα προοπτική για τον αντίκτυπο της κοινωνικής απομόνωσης και των αλλαγών στον τρόπο ζωής κατά τη διάρκεια της πρώιμης ζωής στην υγεία του εντέρου. Καθώς ο κόσμος συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα επακόλουθα της πανδημίας, οι γνώσεις αυτές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καλύτερη κατανόηση του τρόπου καλλιέργειας ενός υγιούς μικροβιώματος από τη γέννηση, προσφέροντας ενδεχομένως προστασία από αλλεργικές και αυτοάνοσες καταστάσεις.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Allergy.