Καθώς ο πλανήτης δίνει μάχη με την παραλλαγή Δέλτα του κορωνοϊού, μια άλλη, λιγότερο γνωστή μετάλλαξη, είναι αυτή που προκαλεί ανησυχία στους ειδικούς.
Η μετάλλαξη Λάμδα, γνωστή και ως παραλλαγή C37, εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Περού τον Αύγουστο του 2020 κι έκτοτε εξαπλώθηκε σε άλλες 30 χώρες, κυρίως στη Νότια Αμερική. Αν και η έρευνα για το νέο στέλεχος βρίσκεται ακόμη στα πρώτα στάδιά της, τα μέχρι τώρα στοιχεία υποδεικνύουν δύο σημαντικά χαρακτηριστικά που έχουν ανησυχήσει τους ειδικούς.
Όπως και η Δέλτα, η μετάλλαξη Λάμδα είναι λίαν μεταδοτική και ίσως είναι ικανή να ξεπερνά τις άμυνες των εμβολίων. Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας του Περού η μετάλλαξη αυτή ευθύνεται για πάνω από το 80% του συνόλου των κρουσμάτων της Covid-19 στη χώρα με τον δρα Μοριακής Μικροβιολογίας Πάμπλο Τσουκαγιάμα του Πανεπιστημίου Cayetano Heredia στη Λίμα, να σημειώνει ότι σύμφωνα με τις ενδείξεις είναι πιο λοιμογόνος. «Όταν την ανακαλύψαμε, δεν προσέλκυσε ιδιαίτερα την προσοχή μας. Αλλά μέχρι τον περασμένο Μάρτιο εντοπιζόταν στα μισά κρούσματα στη Λίμα και τον Απρίλιο στο 80% σ’ ολόκληρο το Περού. Αυτό το άλμα από το 1% στο 50% είναι ένας πρώιμος δείκτης μιας πιο μεταδοτικής μετάλλαξης», δήλωσε.
Τα χαρακτηριστικά της Λάμδα που προκαλούν ανησυχία
Τον Ιούνιο η μετάλλαξη Λάμδα προστέθηκε από τον ΠΟΥ στον κατάλογο των παραλλαγών «ενδιαφέροντος», δηλαδή εκείνων που οι γενετικές αλλαγές τους επηρεάζουν τη μεταδοτικότητα, τη σοβαρότητα νόσησης και την ικανότητα διαφυγής του ανοσιακού συστήματος και έχει δείξει ότι ευθύνεται για σημαντική μετάδοση στην κοινότητα σε αρκετές χώρες. Μέχρι στιγμής η Λάμδα έχει εξαπλωθεί σε 29 κράτη ανά την υφήλιο.
Σε άρθρο του στο The Conversation, Ο δρ Άνταμ Τέιλορ του Ινστιτούτου Υγείας Menzies του Πανεπιστημίου Γκρίφιθ του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, σημειώνει ότι προς το παρόν παραμένει άγνωστο το μέγεθος της απειλής από τη συγκεκριμένη μετάλλαξη. «Σ’ αυτό το στάδιο απαιτείται περισσότερη έρευνα για να πούμε σίγουρα πώς οι μεταλλάξεις της επηρεάζουν τη μεταδοτικότητα, την ικανότητά της να διαφεύγει την προστασία που παρέχουν τα εμβόλια και τη σοβαρότητα της νόσησης», τονίζει. «Προκαταρκτικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι η μετάλλαξη Λάμβδα μολύνει ευκολώτερα τα κύτταρά μας και τα καταφέρνει λίγο καλύτερα να αποφεύγει την άμυνα των ανοσοποιητικών συστημάτων μας. Αλλά τα εμβόλια θα πρέπει να παραμένουν αρκετά αποτελεσματικά απέναντί της». Κι είναι αυτό, το τελευταίο σημείο, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των ειδικών διεθνώς. Σύμφωνα με τον Tέιλορ, η Λάμδα έχει μερικές καθοριστικές μεταλλάξεις στην πρωτεΐνη ακίδας. Μία μετάλλαξη σχετίζεται με μειωμένη ευαισθησία σε αντισώματα που δημιουργούνται από ιούς. «Αυτό σημαίνει ότι τα αντισώματα που δημιουργούνται από τη μόλυνση με το αρχικό στέλεχος της Ουχάν του Sars-CoV-2 δεν είναι τόσο αποτελεσματικά στην εξουδετέρωση της Λάμδα», επισημαίνει.
Μια άλλη μετάλλαξη της είναι παρόμοια με την παραλλαγή Δέλτα. «Αυτή η μετάλλαξη στη Δέλτα όχι μόνο αυξάνει την ικανότητα του ιού να μολύνει τα κύτταρα, αλλά επίσης προάγει την ανοσολογική διαφυγή, πράγμα που σημαίνει ότι τα αντισώματα που παράγουν τα εμβόλια είναι λιγότερο πιθανό να το αναγνωρίσουν», τονίζει ο Τέιλορ. Είναι αυτή η μετάλλαξη, σύμφωνα με τον ιολόγο Δρα Ρικάρντο Σότο-Ρίφο του Ινστιτούτου Βιοϊατρικών Επιστημών της Χιλής, που μπορεί να είναι ο λόγος για το υψηλό ποσοστό μολυσματικότητας του στελέχους. Σε έρευνα που δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από ομοτίμους, ο Σότο-Ρίφο αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα του κινεζικού εμβολίου CoronaVac στη Λάμδα. Η έρευνά του έδειξε ότι η μετάλλαξη θα μπορούσε να εξουδετερώσει τα αντισώματα που δημιουργούνται από το εμβόλιο. «Αυτά τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα», δήλωσε ο Σότο-Ρίφο στο Al Jazeera. «Ο ιός έχει αλλάξει και αυτό μπορεί να κάνει το εμβόλιο όχι τόσο αποτελεσματικό όσο με τον αρχικό ιό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το εμβόλιο δεν λειτουργεί πλέον».
Υψηλή μολυσματικότητα και αντοχή στα εμβόλια
Σε μια άλλη έρευνα, που επίσης δεν έχει αξιολογηθεί από ομοτίμους, ο μικροβιολόγος δρ Ναθάνιαελ Λάνταου της Ιατρικής Σχολής Grossman του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, έδειξε ότι ένας κατασκευασμένος σαν τη Λάμδα ιός σε εργαστήριο ήταν δύο φορές μολυσματικότερος από τον αρχικό SARS-CoV-2. Αλλά παρά τα αποτελέσματα, επιμένει στην αναγκαιότητα των εμβολιασμών.
«Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι οι μεταλλάξεις αυτές [Δέλτα και Λάμδα] είναι αμφότερες λίαν λοιμογόνες. Αλλά αν εμβολιαστεί κάποιος, πιθανότατα θα προστατεύεται. Και το ποσοστό των λοιμώξεων μ’ αυτά τα στελέχη θα μειωθεί σε περιοχές που οι άνθρωποι κάνουν το εμβόλιο», λέει στο National Geographic. «Πιστεύουμε ότι τουλάχιστον όσον αφορά στα εμβόλια τεχνολογίας mRNA – Moderna και Pfizer – θα παρέχουν πολύ καλή προστασία κατά της μετάλλαξης Λάμδα, με τον ίδιο τρόπο που προστατεύουν έναντι της Δέλτα. Ακόμη κι αν ορισμένα από τα αντισώματα δεν αποδίδουν πλέον κατά των παραλλαγών, αρκεί ότι θα πολεμήσουν τον ιό και θα τον ξεφορτωθούν αρκετά άνετα», λέει.