H έλευση της μετάλλαξης Omicron τον περασμένο Νοέμβριο, ανησύχησε τους ειδικούς καθώς το γονιδίωμα της εμφανίζει πολλές μεταλλάξεις – περισσότερες από 30 – στην περιοχή που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη-ακίδα του ιού.
Αυτή η περιοχή του ιού χρησιμοποιείται στα εμβόλια έναντι της COVID-19, που σημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα των αντισωμάτων που έχουν αναπτυχθεί μετά από εμβολιασμό ή και μετά από μόλυνση με προηγούμενες παραλλαγές του ιού μπορεί να είναι ελαττωμένη.
Ερευνητές στο πεδίο της ανοσολογίας είχαν μελετήσει προηγούμενες παραλλαγές του ιού και βρήκαν ότι, αν και οι αναδυόμενες παραλλαγές του κορονοϊού εμφάνιζαν σχετική αντίσταση έναντι των αντισωμάτων, ένας άλλος βραχίονας του ανοσοποιητικού συστήματος – με τη μεσολάβηση εξειδικευμένων κυττάρων που ονομάζονται Τ λεμφοκύτταρα – μπορούσε να αναγνωρίσει και τις νέες παραλλαγές. ‘Ομως η Omicron είχε μεταλλαχθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη παραλλαγή που είχαν μελετήσει πριν. Έτσι είναι κρίσιμο να κατανοηθεί πώς θα μπορούσαν αυτές οι μεταλλάξεις να επηρεάσουν την ανοσία μετά από εμβολιασμούς αλλά και προηγούμενη λοίμωξη.
Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν δεδομένα που έρχονται από λίγα αλλά ειδικευμένα και έμπειρα εργαστήρια σε όλο τον κόσμο συγκλίνουν στο ίδιο περίπου συμπέρασμα: οι νέες παραλλαγές, περιλαμβανόμενής και της Omicron, παραμένουν ευαίσθητες σε αποκρίσεις των Τ-λεμφοκυττάρων.
Τα αντισώματα βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής για την εκτίμηση της ανοσίας απέναντι στον SARS-CoV-2. Οι ερευνητές παρακολουθούν τα επίπεδα των αντισωμάτων, ιδιαίτερα των «εξουδετερωτικών αντισωμάτων» που εμποδίζουν άμεσα την αναπαραγωγή του ιού: σημαντική πτώση στα επίπεδα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο συμπτωματικής λοίμωξης. Τα αντισώματα είναι πιο εύκολο να μελετηθούν σε σύγκριση με την μελέτη της απόκριση των ειδικών Τ λεμφοκυττάρων. Έτσι η παρακολούθηση των αντισωμάτων που αναπτύσσονται, των επιπέδων τους και της εξουδετερωτικής τους ικανότητας, καθιστά ευκολότερη την ανάλυσή τους σε μεγάλη κλίμακα όπως στις κλινικές μελέτες των εμβολίων.
Όμως η έλευση των παραλλαγών του κορωνοϊού έχει δείξει ότι η ανοσία που βασίζεται μόνο σε αντισώματα μπορεί να είναι σχετικά εύθραυστη και ασταθής απέναντι σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο ιό. Τα εξουδετερωτικά αντισώματα συνδέονται σε σχετικά περιορισμένη περιοχή της πρωτεΐνης-ακίδας του SARS-CoV-2, και η οποία που χρησιμοποιείται ως το πρότυπο για το σχεδιασμό πολλών εμβολίων για την COVID-19. Μεταλλάξεις σε αυτές τις θέσεις μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα της εξασθένηση της προστασίας από αυτά τα αντισώματα.