Η μαγνητική τομογραφία σε έμβρυα εφαρμόζεται ευρέως τα τελευταία χρόνια στις περισσότερες χώρες του κόσμου και χαίρει αποδοχής τόσο από τους γυναικολόγους που παρακολουθούν την κύηση όσο και από τις μέλλουσες μητέρες, καθώς αποτελεί καθιερωμένη μέθοδο προγεννητικής απεικόνισης, η οποία συμπληρώνει το υπερηχογράφημα σε κυήσεις υψηλού κινδύνου.
Θεωρείται ασφαλής μέθοδος εφόσον διενεργείται στο δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της κύησης, ενώ μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη και σε μαγνητικούς τομογράφους υψηλού πεδίου.
Πότε εφαρμόζεται;
Σε μαγνητική τομογραφία υποβάλλονται έμβρυα αν υπάρχει κάποιο δυνητικά παθολογικό εύρημα στο υπερηχογράφημα κύησης, συνήθως στο Β΄ επιπέδου, ή αν υπάρχει βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό ή παθολογικό εύρημα σε προηγούμενη κύηση. Η μαγνητική τομογραφία πραγματοποιείται προκειμένου να επιβεβαιωθεί το παθολογικό υπερηχογραφικό εύρημα και κυρίως για να αποκλειστούν συνοδές ανωμαλίες που είναι δυσδιάκριτες στο υπερηχογράφημα.
Διάγνωση
Η μαγνητική τομογραφία έχει θέση προκειμένου να ελεγχθεί με λεπτομέρεια η ανατομική περιοχή του ενδιαφέροντος και να αποκλειστούν συνοδές ανωμαλίες που ίσως είναι δύσκολο να ελεγχθούν με υπερηχογράφημα αλλά επηρεάζουν δυσμενώς την πρόγνωση του εμβρύου. Η κάθε μέθοδος έχει ισχυρά και αδύναμα σημεία ως προς τη διαγνωστική αξία, ωστόσο αμφότερες, το υπερηχογράφημα κύησης και η μαγνητική τομογραφία εμβρύου, αποτελούν συμπληρωματικούς τρόπους απεικονιστικής διερεύνησης των εμβρύων.
Έτσι, η μαγνητική τομογραφία επικεντρώνεται σε συγκεκριμένη ανατομική περιοχή ή σύστημα του εμβρύου και όχι σε ολόκληρο το σώμα όπως το υπερηχογράφημα. Πραγματοποιείται, για παράδειγμα, μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου εμβρύου ή τραχήλου ή θώρακος και κοιλίας ή σπονδυλικής στήλης εμβρύου. Το μυοσκελετικό σύστημα ελέγχεται δυσκολότερα με μαγνητική τομογραφία αφού η μέθοδος είναι λιγότερο ακριβής στην απεικόνιση των οστικών δομών.
Η εξέταση
Η μέλλουσα μητέρα καλείται να προσέλθει στον μαγνητικό τομογράφο μετά από ολιγόωρη νηστεία. Προτείνεται να είναι όσο το δυνατόν ξεκούραστη και ήρεμη, αφού η ψυχολογική της κατάσταση επηρεάζει συχνά τη «συνεργασία» και την κινητικότητα του εμβρύου. Η εξέταση πραγματοποιείται βάση συγκεκριμένων πρωτοκόλλων και με την επίβλεψη παιδοακτινολόγου.
Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή ομάδα δράσης για την απεικόνιση των εμβρύων (European Society of Pediatric Radiology Fetal Task Force) δημοσίευσε σε επιστημονικό άρθρο* τις ενδείξεις μαγνητικής τομογραφίας του κεντρικού νευρικού συστήματος σε έμβρυα, ενώ ακολουθεί ανάλογο άρθρο για τις λοιπές ενδείξεις άλλων εμβρυικών συστημάτων. Μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσε διχογνωμία και σύγχυση μεταξύ των διαφορετικών χωρών λόγω διαφορετικής νομοθεσίας αλλά και διαφορετικής πρακτικής και εφαρμογής των μεθόδων απεικόνισης των εμβρύων. Η έγκαιρη διάγνωση και απεικόνιση των συγγενών ανωμαλιών ή της λοιπής παθολογίας των εμβρύων είναι ουσιώδης αφού καθορίζει την πρόγνωση της εξέλιξης αυτών των παιδιών ενώ συχνά επηρεάζει τη θεραπευτική αντιμετώπισή τους και τη συμβουλευτική της οικογένειας για επόμενες κυήσεις.
Το Τμήμα Παιδιατρικής Ακτινολογίας του ΜΗΤΕΡΑ αντιπροσωπεύει την ελληνική συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ομάδα Δράσης της Παιδοακτινολογικής Κοινότητας ESPR, μέσω της οποίας ανταλλάσσονται και καταγράφονται επιστημονικές πληροφορίες και εμπειρία ενώ επικαιροποιούνται τα δεδομένα και η εφαρμογή της μεθόδου. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο ΜΗΤΕΡΑ πραγματοποιούνται μαγνητικές τομογραφίες εμβρύων για περισσότερο από μια δεκαετία με άριστη συνεργασία ιατρών γυναικολόγων, ειδικών εμβρυικής απεικόνισης και συμβουλευτικής.
* Συγγραφείς της μελέτης στο επιστημονικό περιοδικό Pediatric Radiology, 2021, 51Q2105-2114, doi: 10.1007/s00247-021-05104-w είναι κατά σειρά: Γεωργία Παπαϊωάννου, Willemijn Klein, Marie Cassart και Catherine Garel, όλες μέλη της ομάδας δράσης για την απεικόνιση των εμβρύων της Ευρωπαϊκής Παιδοακτινολογικής Κοινότητας.
Γράφει
η
Γεωργία Παπαϊωάννου
Παιδοακτινολόγος
Διευθύντρια Τμήματος Παιδιατρικής
Ακτινολογίας ΜΗΤΕΡΑ