Πόσες περιπτώσεις κρουσμάτων COVID-19 δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί; Και μήπως όσοι είχαν ήπια συμπτώματα της λοίμωξης- ίσως τόσο ήπια που την θεώρησαν απλό κρυολόγημα ή αλλεργία – έχουν ήδη ανοσία στο COVID-19; Αν ναι, τότε θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την εξάπλωση του κορωνοϊού SARS-CoV-2.
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση της σημερινής πανδημίας και την πρόβλεψη της πορείας της. Αλλά οι απαντήσεις δεν θα προκύψουν από τα μοριακά διαγνωστικά τεστ PCR που πλέον χρησιμοποιούνται και ανιχνεύουν μια ενεργό λοίμωξη αλλά από τις εξετάσεις ανίχνευσης αντισωμάτων έναντι στον νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2. Τέτοιες εξετάσεις έχουν τη δυνατότητα να ανιχνεύσουν τις ενεργές λοιμώξεις, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι μπορούν να διακρίνουν εάν ένα άτομο έχει μολυνθεί στο παρελθόν, δεδομένου ότι το σώμα μας διατηρεί, συχνά για καιρό, αντισώματα κατά των παθογόνων που έχει υπερνικήσει.
Οι ταχείες δοκιμές ανίχνευσης αντισωμάτων SARS-COV-2 είναι ποιοτικές ή ημιποσοτικές in vitro διαγνωστικές (IVD), οι οποίες περιλαμβάνουν μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες και έχουν σχεδιαστεί για να δώσουν ένα γρήγορο αποτέλεσμα. Για τον COVID-19, οι ταχείες εξετάσεις που διατίθενται διαρκούν περίπου 10-30 λεπτά μέχρι να δώσουν ένα αποτέλεσμα είναι σχετικά απλές στην εκτέλεση και ερμηνεία και επομένως απαιτούν περιορισμένη εκπαίδευση του χειριστή. Ωστόσο, από τα ταχεία τεστ που κυκλοφορούν στην αγορά θα πρέπει να επιλέγονται μόνο όσα φέρουν σήμανση CE, που εξασφαλίζει ότι συμμορφώνονται με τη σχετική νομοθεσία της ΕΕ, την οδηγία 98/79/EC στα IVDs.
Δεν θα πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε και τα ποσοστά των διασταυρούμενων αντιδράσεων που παρατηρούνται στην κατηγορία αυτών τεστ, όπου εμφανίζεται ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα γιατί το άτομο έχει αναπτύξει στο παρελθόν αντισώματα από λοιμώξεις που οφείλονται στους γνωστούς ενδημικούς κορωνοϊούς που προϋπήρχαν του νέου στελέχους. Το φαινόμενο αυτό που παρατηρείται συχνά σε τέτοιου τύπου ορολογικές εξετάσεις έχει και περαιτέρω προεκτάσεις. Ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις, όπως ο δάγκειος πυρετός, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρότερα συμπτώματα εάν ένα άτομο έχει εκτεθεί στο παρελθόν σε ένα παρόμοιο στέλεχος του ιού και έχει ήδη αναπτύξει μερική ανοσία. Τα αντισώματα που έχουν παραχθεί είναι πιθανόν να αντιδράσουν στον γνώριμο εισβολέα και να προκαλέσουν μια επικίνδυνη και υπερβολική αμυντική αντίδραση, ένα φαινόμενο γνωστό ως ενίσχυση εξαρτώμενη από αντισώματα (ADE antibody-dependent enhancement). Ορισμένοι ερευνητές προτείνουν ότι το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο ιός COVID-19 είναι πιο θανατηφόρος στους ηλικιωμένους και λιγότερο στα παιδιά, που λόγω ηλικίας δεν έχουν ακόμα εκτεθεί σε άλλους κορωνοϊούς.
Στα Διαγνωστικά Εργαστήρια του Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center χρησιμοποιούμε αυτά τα διαγνωστικά τεστ ώστε για να κατανοήσουμε καλύτερα πόσο γρήγορα οι ασθενείς COVID-19 αρχίζουν να αναπτύσσουν αντισώματα στον ιό.
Μια άλλη βασική εφαρμογή θα ήταν να εντοπιστούν άτομα από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που έχουν αναπτύξει ανοσία στον ιό ώστε να είναι σε θέση να θεραπεύσουν τους ασθενείς με ασφάλεια ή να αναλάβουν άλλες εργασίες πρώτης γραμμής κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Οι δοκιμές αντισωμάτων στον ευρύ πληθυσμό μπορούν επίσης να παράσχουν σημαντικά στοιχεία για την μελλοντική εξέλιξη της πορείας της πανδημίας. Οι τρέχουσες προβλέψεις ποικίλλουν τόσο πολύ ώστε να προκαλούν ορισμένους επιστήμονες να αμφισβητούν την ανάγκη για καραντίνα. Με τον προσδιορισμό του ποσοστού ανοσίας του πληθυσμού που θα συμπεριλαμβάνει και όσους εμφάνισαν ήπια συμπτωματολογία και παρέμειναν αδιάγνωστοι, οι έλεγχοι αντισωμάτων θα προσφέρουν μια σημαντική γνώση για το πόσο γρήγορα ο ιός θα συνεχίσει να εξαπλώνεται.
Αυτά τα στοιχεία μπορούν επίσης να δώσουν λύσεις σε πρακτικά ζητήματα όπως το πότε και πώς θα ανοίξουν ξανά τα κλειστά σχολεία. Σχετικά λίγες περιπτώσεις COVID-19 έχουν διαγνωσθεί μεταξύ των παιδιών, όμως δεν είναι πλήρως διευκρινισμένο αν αυτό συμβαίνει επειδή δεν μολύνονται ή επειδή οι λοιμώξεις τους είναι γενικά τόσο ήπιες ώστε να περνούν απαρατήρητες. Η δοκιμή για αντισώματα SARS-CoV-2 στα παιδιά θα μπορούσε να επιλύσει και το θέμα αυτό.
Οι δοκιμές αντισωμάτων που θα διενεργούνται σε πολλά διαδοχικά δείγματα του ίδιου ασθενούς, για μακρό χρονικό διάστημα θα βοηθήσουν τους ερευνητές να καταλάβουν πόσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ανοσία στον ιό, ένα βασικό ζήτημα για τον σχεδιασμό μελλοντικού εμβολίου.
Εκτός των παραπάνω εφαρμογών που αφορούν κυρίως επιδημιολογικούς σκοπούς οι δοκιμές για έλεγχο αντισωμάτων συνιστώνται και κατά τη διάρκεια της ενεργού λοίμωξης COVID-19 στις παρακάτω περιπτώσεις:
- Ως συμπληρωματικές με την μοριακή μέθοδο (PCR) ώστε να αυξηθεί η πιθανότητα ορθής διάγνωσης.
- Όταν η PCR είναι αρνητική ενώ η συμπτωματολογία είναι ισχυρά ύποπτη για COVID.
- Όταν η PCR είναι θετική και χρειάζεται να διευκρινιστεί το στάδιο της λοίμωξης (έναρξη ή αποδρομή της).
- Στην όψιμη φάση της λοίμωξης (>15 ημέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων) συχνά το ιικό φορτίο μειώνεται σημαντικά στο ανώτερο αναπνευστικό ενώ ανιχνεύεται σε αλλά κλινικά δείγματα όπως κόπρανα, αίμα, εμετός κλπ. με αποτέλεσμα τα ποσοστά ψευδώς αρνητικής PCR να μεγαλώνουν σημαντικά. Στη φάση αυτή ο έλεγχος αντισωμάτων είναι ιδιαίτερα βοηθητικός.
της Βασιλικής Πιτυρίγκα, Ιατρού Βιοπαθολόγου, Διευθύντριας Διαγνωστικών Εργαστηρίων Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center