Η μύτη είναι πιθανότατα το αρχικό σημείο από το οποίο συνήθως διεισδύει ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 στο σώμα, για να προκαλέσει στη συνέχεια τη λοίμωξη Covid-19, σύμφωνα με Αμερικανούς επιστήμονες.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνα, με επικεφαλής τους Ρίτσαρντ Μπούτσερ και Ραλφ Μπάρικ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Cell», σύμφωνα με το «Nature», ανέλυσαν την ευκολία με την οποία ο νέος ιός μολύνει τα διαφορετικά είδη κυττάρων της αναπνευστικής οδού.
Πώς ο κορωνοϊός εισχωρεί από τη μύτη
Διαπίστωσαν ότι υπάρχει μια διαβάθμιση στην ευκολία εισόδου του ιού στα κύτταρα, η οποία μειώνεται όσο χαμηλότερα βρίσκονται. Αυτά που μολύνονται πιο εύκολα από όλα, βρίσκονται στη ρινική κοιλότητα, ενώ –στο άλλο άκρο- εκείνα τα κύτταρα που μολύνονται πιο δύσκολα, είναι όσα βρίσκονται βαθιά στους πνεύμονες. Μάλιστα αυτή η διαβάθμιση αντιστοιχεί πολύ πιστά στην κατανομή των κυτταρικών υποδοχέων ACE-2 (του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης), μιας πρωτεΐνης που χρησιμοποιεί ο ιός ως πύλη για να «τρυπώσει» στα κύτταρα.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι συνήθως ο ιός πρώτα δημιουργεί «προγεφύρωμα» στη μύτη και μετά κατεβαίνει πιο χαμηλά στην αναπνευστική οδό. Αυτό, όπως επισημαίνουν, δείχνει τη σημασία του να φοράει κανείς μάσκα ως προληπτικό μέτρο, καθώς επίσης να κάνει συχνές πλύσεις της μύτης.
Αποστάσεις και μέτρα για τον κορωνοϊό
Η χρήση της μάσκας, η τήρηση απόστασης τουλάχιστον δύο μέτρων, το πλύσιμο των χεριών και η αποφυγή πολυσύχναστων χώρων έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Ακόμη κι αν κανείς εκτεθεί στον ιό, να μην εκτεθεί πολύ, δηλαδή η «δόση» που θα εισαχθεί στο σώμα του, να είναι μικρή και ελέγξιμη από το ανοσοποιητικό σύστημα του. Αν τα σωματίδια του ιού (το ιικό φορτίο) είναι λίγα, μειώνεται η πιθανότητα να αρρωστήσει κανείς και μάλιστα σοβαρά από την Covid-19. Πάντως οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη σαφή απάντηση στο ερώτημα «πόσος ιός χρειάζεται για να εγκαθιδρυθεί η λοίμωξη», με άλλα λόγια «πόση είναι η ελάχιστη λοιμογόνος δόση του κορωνοϊού».
Η ακριβής απάντηση είναι αδύνατη, επειδή είναι αδύνατο να «πιάσει» κανείς σε πραγματικό χρόνο την ίδια τη στιγμή της λοίμωξης. Πειράματα σε ζώα μπορούν να γίνουν, αλλά είναι ανήθικο να μολυνθούν δοκιμαστικά άνθρωποι με διαφορετικές δόσεις του κορωνοϊού, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα ποιο είναι το «κατώφλι» του ιικού φορτίου, πέρα από το οποίο η λοίμωξη είναι αναπόφευκτη. «Η αλήθεια είναι πως πραγματικά δεν ξέρουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από μια καλή εικασία», δήλωσε η ιολόγος Άντζελα Ρασμούσεν του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με τους «Τimes» της Νέας Υόρκης.
Στην περίπτωση του κορωνοϊού της νόσου SARS, η εκτιμώμενη λοιμογόνος δόση είναι μόνο μερικά εκατοντάδες σωματίδια, ενώ στον άλλο κορωνοϊό της νόσου MERS η λοιμογόνος δόση εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγαλύτερη, μερικά χιλιάδες ιικά σωματίδια. Δεδομένου ότι ο νέος ιός είναι συγγενικός του ιού που προκάλεσε το SARS, η λοιμογόνος δόση του SARS-CoV-2 πιστεύεται ότι μάλλον θα είναι μερικές εκατοντάδες σωματίδια, σύμφωνα με τη δρ Ρασμούσεν. Αυτό εξηγεί γιατί η νόσος είναι εύκολα μεταδοτική, σε συνδυασμό με το ότι οι ασθενείς με κορωνοϊό είναι πιο μεταδοτικοί δύο έως τρεις μέρες πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων τους.
Επιπλέον, γίνεται πλέον ολοένα πιο αντιληπτό ότι μερικοί υπερμεταδοτικοί άνθρωποι (superspreaders) έχουν το «χάρισμα» να μεταδίδουν εύκολα το νέο ιό, είτε λόγω των ειδικών βιολογικών χαρακτηριστικών τους είτε της πολύ κοινωνικής συμπεριφοράς τους, ενώ αντίθετα άλλοι άνθρωποι τον μεταδίδουν πολύ πιο δύσκολα. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ακόμη και ανατομικά χαρακτηριστικά, όπως το σχήμα των ρουθουνιών ή η ποσότητα τριχών στη μύτη, παίζουν ρόλο πόσο εύκολα ο ιός μπορεί να εισδύσει στο σώμα από τη μύτη.
Τελικά, η τύχη παίζει μεγάλο ρόλο στο αν θα κολλήσει κάποιος τον κορωνοϊό. Αν π.χ. ένας άνθρωπος, χωρίς να φορά μάσκα, βρεθεί κοντά σε κάποιο ασυμπτωματικό ασθενή, ιδίως αν ο τελευταίος ανήκει στην «ελίτ» των υπερμεταδοτικών, ή αν ο αέρας φυσάει έτσι ώστε τα μολυσμένα σταγονίδια του αέρα να διασταυρωθούν με τον άτυχο άνθρωπο ή αν κάποιος μπει σε ένα στενό κλειστό χώρο (π.χ. τουαλέτα χωρίς παράθυρο) όπου λίγο πριν είχε μπει κάποιος άρρωστος με Covid-19 και είχε αφήσει με την αναπνοή του σταγονίδια στον αέρα.