Εάν θέλουμε να μειώσουμε τον αντίκτυπο των τροφίμων και των ζώων στην υπερθέρμανση του πλανήτη, θα πρέπει να μεταμορφώσουμε το περιεχόμενο των πιάτων μας και τις μεθόδους παραγωγής μας.
Θα πρέπει όμως επίσης να υποστηρίξουμε και τους αγρότες σε αυτή τη δύσκολη μετάβαση και αναθεώρηση των δημοσίων πολιτικών μας.
Με εκτενές άρθρο της, την 1 Ιουνίου η γαλλική Le Monde αναλύει χωρίς ταμπού ένα ζήτημα που χρόνια μας απασχολεί κι ας επιμένουμε να αποφεύγουμε τη συζήτησή του: ο ρυθμός με τον οποίον καταναλώνουμε κρέας δεν είναι πλέον βιώσιμος.
Ακολουθεί η ελαφρώς διασκευασμένη μετάφραση του άρθρου που υπογράφει η Mathilde Gérard:
«Στη φάρμα του στο Hillion [στη Βρετάνη της βόρειας Γαλλίας], ο Dominique Madec εκτρέφει 55 αγελάδες γαλακτοπαραγωγής σε 450 στρέμματα, μία μάλλον μέτριου μεγέθους φάρμα της οποίας το βιολογικό γάλα συλλέγεται από ένα κέντρο και πωλείται σε μεγάλο κύκλωμα. «Εκτρέφουμε τις αγελάδες μας κυρίως στο γρασίδι, καλλιεργούμε λίγο καλαμπόκι και δημητριακά που τρώμε μόνοι μας. Αυτή η αυτονομία, αυτή η νηφαλιότητα, είναι η βάση του συστήματός μας», εξηγεί ο 44χρονος αγρότης. «Νηφαλιότητα». Στην καρδιά της Βρετάνης, της γης της εντατικής καλλιέργειας, αυτός ο όρος δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής.
Ο Ντομινίκ είναι ωστόσο πεπεισμένος ότι ο αριθμός των ζώων που εκτρέφονται στη Γαλλία δεν είναι βιώσιμος. Εγκατεστημένος στο κάτω μέρος του κόλπου του Saint-Brieuc, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του φαινομένου των πράσινων φυκιών. «Η πίεση που ασκεί η κτηνοτροφία στα οικοσυστήματα είναι πλέον πολύ ορατή στη Βρετάνη», επισημαίνει.
Η νηφαλιότητα, εφαρμοσμένη ως φιλοσοφία στη διατροφή έχει δύο πτυχές: την παραγωγή και την κατανάλωση. Ωστόσο, ο όρος σπάνια συνδέεται με αυτόν του φαγητού και μπορεί ακόμη και να φαίνεται αντιφατικός. «Στη Γαλλία, οι αξίες που βρίσκονται στο επίκεντρο των διατροφικών μας συνηθειών είναι η γεύση και η ευχαρίστηση, δύο έννοιες οι οποίες δεν συμβαδίζουν πολύ καλά με τη νηφαλιότητα», σημειώνει ο Mathias Ginet, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος και συντάκτης μιας έκθεσης διατροφικής κυριαρχίας για την Terra Nova.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Christian Couturier, γενικό διευθυντή της ένωσης Solagro, η οποία παρέχει προβλέψεις και υποστήριξη για τη γεωργική μετάβαση, «η νηφαλιότητα δεν είναι περιορισμός, είναι ένας φειδωλός τρόπος ζωής. Το να περιορίζει κανείς τον εαυτό του σημαίνει να στερείται απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες, ενώ εδώ έχουμε να κάνουμε με τη συνειδητή επιλογή χρήσιμων και ευχάριστων αγαθών και υπηρεσιών. Επιπλέον, συνεχίζει ο κ. Couturier, η νηφαλιότητα δεν είναι μόνο θέμα ατομικής συμπεριφοράς. «Πρόκειται για συλλογικές επιλογές δημόσιας πολιτικής που πρέπει να μεταφραστούν σε αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών», επιμένει.
Κοινοί στόχοι
Ωστόσο, η έρευνα προτιμά τον όρο «βιώσιμη διατροφή» από τον όρο «νηφάλια διατροφή». «Εστιάζουμε στο κλίμα, αλλά όταν μιλάμε για τη γεωργία και τα τρόφιμα, οι στόχοι δεν μπορούν να είναι απλώς ο περιορισμός των αερίων του θερμοκηπίου», σημειώνει η Lucile Rogissart, υπεύθυνη έργου γεωργίας και τροφίμων στο Institute for Climate Economics (I4CE)
Εστιάζοντας μόνο στο κλίμα, ο κίνδυνος θα ήταν η προώθηση πολύ εντατικών μεθόδων παραγωγής, όπως η μεγάλης κλίμακας εκτροφεία κοτόπουλου σε κλειστά κτίρια η οποία θα βλάπτει τη βιοποικιλότητα και την καλή διαβίωση των ζώων.
Για τον Mathieu Saujot, ερευνητή στο Ινστιτούτο Βιώσιμης Ανάπτυξης και Διεθνών Σχέσεων (IDDRI), η όλη πρόκληση της μετάβασης συνίσταται στον συλλογικό καθορισμό κοινών στόχων: «Ένας επιστήμονας θα πει ότι βιώσιμη τροφή σημαίνει κατανάλωση λιγότερης ζωικής πρωτεΐνης. Άλλοι θα πουν ότι είναι σημαντικό να τρώμε "τοπικά". Κι άλλοι πάλι ότι δε θέλουν προϊόντα με πλαστική συσκευασία», εξηγεί. «Πρέπει να επιλέξουμε που θα προσανατολιστούμε, είναι μια πολιτική ευκαιρία».
Με την πολύ ευρεία του έννοια, τα βιώσιμα τρόφιμα είναι αυτά που προστατεύουν την υγεία, σέβονται τους αγρότες και προφυλάσσουν τη γη. Λόγω του μεγάλου περιβαλλοντικού της αποτυπώματος, η κτηνοτροφία βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων. Μόνο και μόνο αυτή προκαλεί ήδη το 14,5% των συνολικών εκπομπών αερίου ανθρωπογενούς προέλευσης. Παρόλο που δεν υπάρχει ενιαία διατροφική λύση για ολόκληρο τον πλανήτη, οι επιστήμονες συμφωνούν πως η μείωση της κατανάλωσης κρέατος στις ανεπτυγμένες χώρες είναι απαραίτητη.
Ένας Ευρωπαίος ή Βορειοαμερικανός καταναλώνει κατά μέσο όρο έξι έως δέκα φορές περισσότερο κρέας από έναν Αφρικανό και δύο φορές περισσότερο από έναν Ασιάτη. Μια συλλογική επιτροπή, που σχηματίστηκε από το ιατρικό περιοδικό The Lancet εκτίμησε το 2019 ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να μειώσουν την κατανάλωση κόκκινου κρέατος κατά 77% προκειμένου να θεωρηθεί πως σέβονται τα όρια του πλανήτη και την υγεία τους και να διπλασιάσουν την κατανάλωση των φρούτων, των λαχανικών, των ξηρών καρπών και των οσπρίων.
Τρώτε λιγότερο κρέας, επομένως, και φροντίστε αυτό που καταναλώνεται να παράγεται σε πιο βιώσιμα συστήματα.
Θέμα ταμπού
Παρά την επιστημονική αυτή συναίνεση, οι πολιτικοί ηγέτες δύσκολα τολμούν να πουν δημόσια ότι ο αριθμός των ζώων που εκτρέφονται πρέπει να μειωθεί. Το θέμα είναι πολύ διχαστικό. «Είναι ταμπού», παρατηρεί ο Christian Couturier. «Μόλις το αγγίξουμε μας κολλούν αμέσως ταμπέλες υπέρ η κατά της κτηνοτροφίας. Γνωρίζουμε καλά όμως ότι αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε».
Ωστόσο, η τάση έχει ήδη ξεκινήσει στη Γαλλία. Μεταξύ 2000 και 2019, ο συνολικός αριθμός των γαλακτοπαραγωγών και θηλαζουσών αγελάδων μειώθηκε κατά 8%, σύμφωνα με το Livestock Institute (Idele). Παρομοίως και ο αριθμός των προβάτων, ο οποίος μειώθηκε κατά 8,3% από το 2011 έως το 2020, ενώ ο αριθμός των χοίρων μειώθηκε κατά 19% σε δέκα χρόνια.
Για τον Christian Couturier, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να τεθεί η συζήτηση με ορθολογικό τρόπο, καθώς η κοινωνική κατάρρευση είναι ήδη εδώ: «Ο αριθμός των αγροτών μειώνεται κατακόρυφα, το εισόδημα δεν έχει βελτιωθεί, υπάρχουν περιοχές όπου δεν βρίσκουμε πλέον κτηνιάτρους και η Γαλλία εισάγει ολοένα και περισσότερο κρέας. Σήμερα η κατάσταση δεν είναι καθόλου ανθηρή».
Είναι δύσκολο, σ' αυτό το πλαίσιο, να οραματιστούμε το μέλλον, ενώ αντίθετα θα ήταν απαραίτητο να τεθούν οι βάσεις για να γίνει αυτό βιώσιμο. «Όλοι λένε ότι πρέπει να κάνουμε την οικολογική μετάβαση στη γεωργία, αλλά κανείς δεν λέει πολιτικά τι σημαίνει αυτό», λέει με πίκρα ο Ματιάς Ζινέ. «Η μετάβαση πρέπει να προγραμματιστεί και να οργανωθεί εάν θέλουμε να πραγματοποιηθεί μακροπρόθεσμα. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και διαφανείς σχετικά με το τι σημαίνει αυτό, συμπεριλαμβανομένων των βραχυπρόθεσμων αρνητικών πτυχών».
Αυτοί που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αναλαμβάνουν δράση
Οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι παίρνουν το προβάδισμα, διαφοροποιούνται, μειώνουν τα φορτία τους, μειώνουν την αγορά αλεύρων και ζωοτροφών και τα αντικαθιστούν με προσωρινά βοσκοτόπια.
«Βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της υπερθέρμανσης του πλανήτη και αναλαμβάνουν δράση», σημειώνει ο Christian Couturier. «Αλλά όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις το πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, τόσο λιγότερο ανοιχτός είναι διάλογος γύρω από αυτά τα ερωτήματα».
Παρόλα αυτά, η μετάβαση στο πεδίο της διατροφής δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη από αυτή της παραγωγής. Πώς να ζητάμε μια πιο υγιεινή διατροφή, όταν οι περιορισμοί που επιβαρύνουν τα νοικοκυριά – από την τιμή των τροφίμων έως τον χρόνο που απαιτείται για την προετοιμασία των γευμάτων – ενθαρρύνουν τη επιλογή σε λιγότερο ακριβά και επεξεργασμένα τρόφιμα; Η ρύθμιση της διαφήμισης, η επίβλεψη των σχολικών κυλικείων, αυτά είναι μέτρα που μας επιτρέπουν να φτάσουμε εκεί.
Το φαγητό, μια πηγή ευχαρίστησης, μπορεί επίσης να είναι ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο θέμα. Όλο και περισσότερες διατροφικές επιλογές επικρίνονται, η εμφάνιση όλων εκείνων των «άνευ» (γλουτένη, λακτόζη, κρέας κ.λπ.) μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και ως εμπόδιο. Για τον Mathieu Saujot, από την IDDRI, αυτή η απαίτηση για φαγητά «άνευ», «είναι μία πλάνη: Έχουμε εν μέρει ελευθερία επιλογής, αλλά μας περιορίζει η προσφορά του σούπερ μάρκετ και της καντίνας, οι πληροφορίες που λαμβάνουμε, το γεγονός ότι ορισμένα προϊόντα επιδοτούνται και άλλα όχι».
Η αναγνώριση ότι οι επιλογές μας είναι εν μέρει περιορισμένες και ότι έχουν συλλογικό αντίκτυπο, αποτελεί ουσιαστικό βήμα. Στη συνέχεια, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τι υποκινεί αυτές τις αποφάσεις (πληροφορίες, τιμή, κ.λπ.) και να αποφασίσουμε μέσα μας για ποιο λόγο θέλουμε αυτές οι αποφάσεις να αλλάξουν.
«Στις δίαιτες, το πρώτο κίνητρο για αλλαγή είναι πρωτίστως η υγεία, σημείωσε ο Pascale Hébel, πρώην διευθυντής του τμήματος κατανάλωσης και επιχειρήσεων του Ερευνητικού Κέντρου για τη Μελέτη και την Παρατήρηση των Συνθηκών Διαβίωσης. Αν μειώσαμε την κατανάλωση κρέατος παγκοσμίως ήταν προκειμένου να τρώμε λιγότερο λίπος. Στη συνέχεια ήρθαν τα ζητήματα της κατάστασης των ζώων και οι επιπτώσεις στο κλίμα. Για τα βιολογικά, ισχύει το ίδιο: θέλουμε να τρώμε βιολογικά πρώτα για την υγεία μας».
Για να πετύχει η μετάβαση είναι απαραίτητο να ελεγχθούν οι τιμές
Σήμερα, το ένα τέταρτο του γαλλικού πληθυσμού δηλώνει "ευέλικτης διατροφής" (με ένα ποσοστό σταθερά χορτοφάγων 2,2%). Όμως, η αλλαγή έρχεται αντιμέτωπη με πολλά εμπόδια, μεγαλύτερο από τα οποία είναι η αγοραστική δύναμη.
Οι μισοί Γάλλοι δεν τρώνε ό,τι θέλουν για οικονομικούς λόγους και το ποσοστό εκείνων που αναζητούν επισιτιστική βοήθεια [7 έως 8 εκατομμύρια Γάλλοι] αυξάνεται. Η εξίσωση είναι πολύπλοκη: η κατανάλωση λιγότερου κρέατος κοστίζει λιγότερο, αλλά η κατανάλωση περισσότερων φρούτων και λαχανικών κοστίζει περισσότερο. Εκτός από τα χρήματα, τίθεται και το ζήτημα της γεωγραφικής πρόσβασης στην προσφορά και του διαθέσιμου χρόνου.
Όλα αυτά είναι θέματα για τα οποία εργάζεται η ένωση VRAC (Προς ένα κοινό δίκτυο αγορών), η οποία οργανώνει παντοπωλεία «σε τιμή κόστους» σε γειτονιές προτεραιότητας σε δώδεκα μεγάλες πόλεις. Τον Φεβρουάριο, η ένωση άνοιξε μια νέα τοποθεσία διανομής στο Floirac, κοντά στο Μπορντό. «Υπήρχε ένα Lidl στην περιοχή Dravemont που έκλεισε για ένα χρόνο προκειμένου να ανακαινιστεί. Οι κάτοικοι βρέθηκαν χωρίς λύσεις, εξηγεί ο Boris Tavernier, γενικός εκπρόσωπος του VRAC. Νοικιάσαμε έναν χώρο. Αλλά ακόμη και τα προϊόντα μας σε τιμή κόστους παρέμειναν πιο ακριβά από αυτά της Lidl. Είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα ταμείο προσαρμογής που θα εξισορροπεί τις τιμές».