Oι καρδιοπάθειες στους ενήλικες είναι συνήθως επίκτητες (στεφανιαία νόσος, εκφυλιστικές βαλβιδοπάθειες κ.λπ.), ενώ σε ένα ποσοστό ενηλίκων η καρδιοπάθεια προϋπάρχει από τη γέννηση (π.χ. µεσοκολπική επικοινωνία, στένωση αορτής, τετραλογία Fallot κ.λπ.). Οι εκ γενετής καρδιοπάθειες ονομάζονται συγγενείς καρδιοπάθειες και ανιχνεύονται στη γέννηση σε 8 ανά 1.000 νεογνά.
Η δυνατότητα χειρουργικής διόρθωσης σε μικρές ηλικίες, καθώς και η βελτίωση των καρδιοχειρουργικών τεχνικών και μεθόδων καρδιακής προστασίας κατά τη διάρκεια της επέμβασης έχουν οδηγήσει στη διαρκή αύξηση των καρδιοπαθών παιδιών που ενηλικιώνονται και που στις περισσότερες περιπτώσεις διάγουν µια φυσιολογική ζωή. Αναμένεται έτσι ότι τα επόμενα χρόνια ο αριθμός των ενηλίκων µε συγγενή καρδιοπάθεια παγκοσμίως θα ξεπεράσει τον αντίστοιχο παιδιατρικό πληθυσμό.
«Η επιτυχής έκβαση ενός χειρουργείου καρδιάς στην παιδική ηλικία πρέπει, εν τούτοις, να συνοδεύεται από παρακολούθηση διά βίου, έστω και σε αραιά χρονικά διαστήµατα», εξηγεί η δρ Αφροδίτη Τζίφα, Παιδοκαρδιολόγος - Καρδιολόγος Συγγενών Καρδιοπαθειών Ενηλίκων, Δ/ντρια Κλινικής Παιδοκαρδιολογίας και Συγγενών Καρδιοπαθειών Ενηλίκων, Επιστ. Συνεργάτης ΥΓΕΙΑ και ΛΗΤΩ.
Ασθενείς για παράδειγμα µε χειρουργημένες ενδοκαρδιακές επικοινωνίες, όπως µεσοκολπική και µεσοκοιλιακή επικοινωνία, πρέπει να παρακολουθούνται για τυχόν ανάπτυξη όψιμων καρδιακών αρρυθμιών, αυτοί που έχουν χειρουργηθεί για στένωση ισθµού αορτής ενδέχεται να αναπτύξουν υπέρταση ή επαναστένωση του αγγείου και να χρήζουν κάποιας παρέμβασης και ασθενείς µε επιτυχή διόρθωση τετραλογίας Fallot μπορεί να αναπτύξουν διαφυγή της πνευµονικής βαλβίδας και καρδιοµεγαλία.
Ως εκ τούτου, οι ενήλικες ασθενείς µε συγγενή καρδιοπάθεια χρήζουν παρακολούθησης σε ειδικά κέντρα, καθώς και ειδικών εξετάσεων, όπως µαγνητικής και αξονικής τοµογραφίας καρδιάς, διαγνωστικών ή επεµβατικών καθετηριασµών, καθώς και ολοκληρωµένου αρρυθµιολογικού ελέγχου.
«Στη χώρα µας, µε τις σημαντικές γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και τις απομακρυσμένες ή δύσβατες περιοχές, είναι συχνό φαινόμενο ο πλησιέστερος Καρδιολόγος Ενηλίκων να επικοινωνεί µε το Κέντρο Συγγενών Καρδιοπαθειών, ούτως ώστε να συν-αποφασίζεται η βέλτιστη αντιμετώπιση κάθε ασθενούς. Σε περίπτωση αναγκαιότητας επανεπεµβάσεων, αυτές µπορούν να γίνουν µε περισσότερη ευκολία στις µέρες µας µέσω καρδιακού καθετηριασµού, προς αποφυγή επανεγχείρησης. Η φαρµακευτική αντιμετώπιση, καθώς και οι αρρυθµιολογικές επεµβάσεις πρέπει επίσης να γίνονται σε συνεννόηση µε το ειδικό κέντρο, καθώς τα πρωτόκολλα που αφορούν τους ασθενείς µε συγγενείς καρδιοπάθειες είναι συχνά πολύ διαφορετικά από εκείνα που αφορούν τους ενήλικες µε επίκτητες καρδιοπάθειες» διευκρινίζει η δρ Αφροδίτη Τζίφα.
Η πρόσβαση στο ειδικό κέντρο για συμβουλή ή επείγουσα αντιμετώπιση πρέπει να είναι εύκολη και διαρκής, και η συμβουλευτική να είναι ολοκληρωμένη. Πέραν των τυχόν υπολειπόµενων ανατομικών προβλημάτων που δύνανται να αντιμετωπιστούν διακαθετηριακά ή χειρουργικά, πρέπει να υπάρχει µια πολυδιάστατη αντιμετώπιση ακόμα και της ψυχολογίας του ασθενούς και της οικογένειάς του. Τέλος, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ενηλίκων µε συγγενή καρδιοπάθεια αφορά σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, η συμβουλευτική για δυνατότητα τεκνοποίησης πρέπει να γίνεται στα ειδικά ιατρεία, το έμβρυο της καρδιοπαθούς μητέρας να ελέγχεται από Παιδοκαρδιολόγο και ο τοκετός να πραγματοποιείται σε μαιευτήριο όπου υπάρχει ομάδα Καρδιολόγων Συγγενών Καρδιοπαθειών όταν πρόκειται για κυήσεις υψηλού κινδύνου.