Ο ώμος είναι η άρθρωση με το μεγαλύτερο εύρος κίνησης από κάθε άλλη άρθρωση και γι’ αυτό, είναι περισσότερο ευάλωτος σε τραυματισμούς. Το εξάρθρημα είναι ένας τραυματισμός του ώμου κατά τον οποίο η κεφαλή του βραχιονίου οστού απομακρύνεται από την ωμογλήνη στην ωμοπλάτη που είναι η φυσιολογική της θέση.
Ο ώμος μπορεί να βγει (μετακινηθεί) εντελώς έξω από την άρθρωση (εξάρθρημα ή εξάρθρωση) ή να βγει μερικώς έξω από αυτήν και να επιστρέψει στη φυσιολογική του θέση (υπεξάρθρημα), εξηγεί οΑναστάσιος Δεληγεώργης MD, MSc, Aναπλ. Διευθυντής Γ’ Ορθοπαιδικής Κλινικής νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ, Εξειδικευμένος Ορθοπαιδικός Χειρουργός ώμου, γόνατος & ισχίου.
Ο πάσχων πρέπει να απευθυνθεί άμεσα σε ορθοπαιδικό χειρουργό για να βάλει πάλι τον ώμο στη θέση του με ειδικούς χειρισμούς (ανάταξη), εφόσον χρειάζεται, και να διαγνωστούν οι βλάβες.
Εξάρθρημα και αίτια
Συνήθως, το εξάρθρημα είναι αποτέλεσμα τραυματισμού μεγάλης βίας και πιο συχνά, κατά τη διάρκεια αθλητικών δραστηριοτήτων. Μερικές όμως φορές μπορεί να συμβεί και με τραυματισμούς ήπιας μορφής σε ασθενείς που παρουσιάζουν χαλαρό συνδετικό ιστό (υπερελαστικότητα) και υπερκινητικότητα της άρθρωσης του ώμου.
Ποτέ το εξάρθρημα οδηγεί σε αστάθεια ώμου
Όταν εξαρθρώνεται η κεφαλή του βραχιονίου, είναι σίγουρο ότι ορισμένα ανατομικά στοιχεία του ώμου έχουν υποστεί σημαντικές βλάβες.
Αν οι βλάβες δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και σωστά μετά το πρώτο επεισόδιο, τότε είναι πιθανή η υποτροπή (επανάληψη) του εξαρθρήματος. Το πρόβλημα μπορεί να γίνει χρόνιο, προκαλώντας αστάθεια στην άρθρωση του ώμου (τάση του ώμου να εξαρθρώνεται). Δυσχεραίνει όχι μόνο τις αθλητικές αλλά και τις καθημερινές δραστηριότητες του πάσχοντα, ο οποίος είναι σε διαρκή επαγρύπνηση και μπορεί να περιορίσει πολύ τις δραστηριότητές του από το φόβο ενός νέου εξαρθρήματος.
Κάθε νέο εξάρθρημα αυξάνει τον κίνδυνο περαιτέρω βλαβών στον ώμο, ακόμα και οστικών καταγμάτων. Τα κατάγματα (ρήξεις) που προκληθούν στο μπροστινό μέρος της ωμογλήνης (bony Bankart) ή και στην κεφαλή του βραχιονίου (βλάβη Hill Sachs) μπορεί να δημιουργήσουν οστικά ελλείμματα που φέρνουν ακόμα μεγαλύτερη αστάθεια, αυξάνοντας τα επεισόδια των υποτροπών. Επιπλέον, όλες οι ανωτέρω βλάβες αυξάνουν μελλοντικά την πιθανότητα εμφάνισης αρθρίτιδας (καταστροφή της άρθρωσης).
Συμπτώματα
Τα συνήθη συμπτώματα της εξάρθρωσης ώμου είναι:
- Έντονος πόνος
- Αδυναμία κίνησης της άρθρωσης
- Ένας εμφανώς παραμορφωμένος ώμος
Επιπλέον, σε χρόνια αστάθεια ώμου:
- Πόνος σε ορισμένες κινήσεις και σπανιότερα σε ηρεμία ή τη νύχτα όταν ο ασθενής προσπαθεί να κοιμηθεί πάνω στον πάσχοντα ώμο
- Υποτροπές του εξαρθρήματος, ακόμα και την ώρα του ύπνου
Διάγνωση
Η διάγνωση του εξαρθρήματος γίνεται από:
- το ιστορικό της κάκωσης
- τα συμπτώματα του ασθενούς
- την κλινική εξέταση
- την ακτινογραφία
Μετά την ανάταξη του εξαρθρήματος, γίνεται διάγνωση των βλαβών με τη μαγνητική τομογραφία, το αξονικό ή μαγνητικό αρθρογράφημα.
Τρόποι θεραπείας
Μετά την ανάταξη, αποφασίζεται η μέθοδος αντιμετώπισης, συντηρητική ή ελάχιστα επεμβατική (αρθροσκόπηση), που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ενδεικτικά, αναφέρονται:
- οι υπάρχουσες βλάβες
- η ύπαρξη οστικών κακώσεων και το μέγεθος αυτών
- η ηλικία του πάσχοντα κατά το πρώτο εξάρθρημα
- ο αριθμός των εξαρθρημάτων
- οι αθλητικές δραστηριότητες του πάσχοντα
Αυτό που έχει παρατηρηθεί διεθνώς είναι ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία στην οποία γίνεται το πρώτο εξάρθρημα και όσο μεγαλύτερο το επίπεδο της δραστηριότητας του ασθενούς, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να υποστεί ένα 2ο εξάρθρημα στο μέλλον.
Έτσι, για έναν ασθενή 20 ετών με αθλητικές δραστηριότητες, η πιθανότητα να υποστεί ένα δεύτερο εξάρθρημα, ανεξάρτητα από τη συντηρητική θεραπεία που ακολούθησε στο πρώτο, πλησιάζει σχεδόν το 100%!
Συντηρητική αντιμετώπιση
Συνήθως, η συντηρητική αντιμετώπιση έχει καλά αποτελέσματα σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας, με χαμηλό επίπεδο αθλητικής δραστηριότητας και χωρίς συνοδές βλάβες στον ώμο. Περιλαμβάνει :
- Αποφυγή δραστηριοτήτων που ενισχύουν τα συμπτώματα
- Ακινητοποίηση του ώμου σε νάρθηκα για χρονικό διάστημα λίγων εβδομάδων μέχρι να υποχωρήσει ο πόνος
- Λήψη παυσιπόνων και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων
- Φυσικοθεραπεία με κινησιοθεραπεία και ασκήσεις ενδυνάμωσης των μυών της ωμικής ζώνης
Όταν η συντηρητική αντιμετώπιση δεν φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα καθώς και σε νέους ασθενείς με έντονη αθλητική δραστηριότητα ή με σημαντικές βλάβες, η θεραπεία εκλογής είναι η αρθροσκόπηση, ακόμα και μετά το πρώτο επεισόδιο εξαρθρήματος.
Αρθροσκόπηση–Οριστική Θεραπεία, χωρίς νοσηλεία
Οι νεότερες αρθροσκοπικές τεχνικές προσφέρουν οριστική σταθεροποίηση του ώμου με άριστα λειτουργικά αποτελέσματα. Με τη βοήθεια μια μικροσκοπικής κάμερας και ειδικών μικροεργαλείων, μέσα από οπές χιλιοστών (3-8χιλ.) και χωρίς να ανοίγεται η άρθρωση, ο εξειδικευμένος Ορθοπαιδικός Χειρουργός μπορεί να επανακαθηλώσει (επανατοποθετήσει) τους τραυματισμένους ιστούς στη σωστή ανατομική τους θέση και να συρράψει τους τένοντες που πιθανώς έχουν υποστεί ρήξη.
Σε μεγάλες οστικές βλάβες και ειδικά, σε αθλητές που συμμετέχουν σε αθλήματα σωματικής επαφής, γίνονται επεμβάσεις με οστικά μοσχεύματα τα οποία τοποθετούνται με ειδικές αρθροσκοπικές τεχνικές στα οστικά ελλείματα.Τα μοσχεύματα είναι είτε από τον ίδιο τον ασθενή και λαμβάνονται από το οστό της λεκάνης ή από την κορακοειδή απόφυση (ένα οστό δίπλα στην άρθρωση του ώμου) είτε αλλομοσχεύματα (μόσχευμα που προέρχεται από άλλο ασθενή μετά από ειδική επεξεργασία).
Ο ασθενής δεν χρειάζεται να νοσηλευτεί και επιστρέφει σπίτι του την ίδια ημέρα, μετά από λίγες ώρες.
Αποκατάσταση
Μετά την επέμβαση, ο ώμος ακινητοποιείται σε ένα νάρθηκα που θα περιορίσει μερικώς και το χέρι, για 3-4 εβδομάδες. Ο ασθενής όμως θα μπορεί να χρησιμοποιήσει άμεσα το χέρι του για απλές, καθημερινές δραστηριότητες που γίνονται μπροστά στο σώμα.
Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα αποκατάστασης και φυσικοθεραπείας προκειμένου να επανέλθει σύντομα στο παλιό επίπεδο δραστηριοτήτων. Ο χρόνος αποκατάστασης ποικίλει ανάλογα με τη σοβαρότητα της βλάβης, τη συμμόρφωση του ασθενούς στους περιορισμούς και τις λειτουργικές του απαιτήσεις. Η πλήρης κινητικότητα του ώμου επανέρχεται στους 3 μήνες περίπου ενώ η πλήρης αθλητική δραστηριότητα μετά από 6 μήνες, αυξανόμενη προοδευτικά.