Ο Αργύρης Σφουντούρης ήταν μικρό παιδάκι όταν οι γερμανοί μπήκαν στο χωριό. Ο πατέρας του και οι αδελφές του, του είπαν να μείνει σπίτι και αυτός κάθησε στο παράθυρο για να βλέπει.
Είδε να εκτελούν τους πρώτους χωρικούς και βοσκούς που είχαν βρεί οι ναζί στα χωράφια και είχαν συλλάβει μπαίνοντας στο χωριό.. Αν και πολύ μικρός κατάλαβε ότι κάτι πολύ τραγικό θα συμβεί στο Δίστομο.
Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί, έψαξε να βρεί τον πατέρα του.. «Θυμάμαι τον νεκρό πατέρα μου, έξω από το σπίτι. Τον είδα να κείτεται νεκρός πάνω στην βρύση, στο μέρος της κάτω πλατείας. Ηθελα να πάω κοντά αλλά με κράτησαν οι αδελφές μου. Είχε μια κόκκινη πληγή»..
Την μητέρα του επίσης την εκτέλεσαν οι ναζί. «Το άλλο πρωί, φέρανε ένα κάρο, όπου βρισκόταν η μητέρα μου και ένα γειτονικό ανδρόγυνο. Είχαν πάει πρωί πρωί στην Λειβαδιά για να πουλήσουν τοπικό προϊόντα. Συνάντησαν την φάλαγγα που γύριζε απο το χωριό και παρόλο που έπρεπε να είχαν χορτάσει από το αίμα, τους εκτέλεσαν και τους 3. Σκότωσαν και το άλογο και έκλεψαν όλα τα προϊόντα. Φέρανε το κάρο στο χωριό και ειδοποίησαν την γιαγιά μου που μας πήρε από το χέρι και μας πήγε εκεί... Αντίκρισα την μάνα μου πάνω στο κάρο, με κλειστά τα μάτια».
Οι Γερμανοί έμπαιναν στα σπίτια και εκτελούσαν όσους έβρισκαν μέσα. Αλλά όχι όλοι. Αλλοι εκτελούσαν εν ψυχρώ, άλλοι υποκρίνονταν ότι σκότωναν. Πυροβολούσαν στον αέρα, σκότωναν κάποιο σκυλί και έφευγαν.. Ετσι σώθηκε ο Αργύρης Σφουντούρης και οι αδελφές του.
Ενας αξιωματικός μπήκε στο σπίτι και του έκανε νεύμα να κρυφτούν. Ο Αργύρης Σφουντούρης τον έψαξε χρόνια μετά αλλά δεν μπόρεσε να τον βρεί. Εψαξε το όνομα στον τηλεφωνικό κατάλογο του Βερολίνου αλλό όσοι, λίγοι, του απάντησαν, δεν βρήκε άκρη.
«Αν τον συναντούσαν σήμερα, θα του έλεγα την σκηνή, πιστεύω ότι αμέσως θα το θυμόταν...Οτι βρίσκονταν μερικά παιδιά εκεί τα οποία θα μπορούσε ο καθένας να τα είχε εκτελέσει. Τα του έλεγα ότι εγώ ήμουν το πιό μικρό από εκείνα τα παιδιά και μου σώσατε την ζωή...