Σε ένα ακόμη λειψό καλοκαίρι, μια περίοδο που μαύρισε έτι περαιτέρω από τα γεγονότα του Αυγούστου, ένα ταξιδάκι όπως παλιά, με την ανυπομονησία εξερεύνησης του αγνώστου αποτέλεσε κυριολεκτικά την ανάσα που ψάχνει απεγνωσμένα λουόμενος έπειτα από μακροβούτι. Καλώς ήρθατε λοιπόν στη Βουλγαρία!
Στα τέλη του Ιουλίου, έφτιαξα τη βαλίτσα με μπόλικη αμφιβολία για τα ρούχα που πρέπει να έχει μαζί του ο ταξιδιώτης για ένα ταξίδι καλοκαιρινό, στη γειτονική χώρα και ξεκίνησα για το αεροδρόμιο. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε αεροπλάνο μετά τον οδοστρωτήρα που λέγεται κορωνοϊός και επίσης το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό έπειτα από σχεδόν 3 χρόνια.
Πολλά έχουν αλλάξει στα ταξίδια από τότε, αλλά η ανάγκη της ανθρώπινης φύσης να ανακτήσει τις συνήθειες και τις ανέσεις που θεωρούσε δεδομένες είναι πιο δυνατή από τις όποιες οχλήσεις προκαλούν τα μέτρα για την προστασία από την επιδημία.
Με ανατολικό σύνορο τη Μαύρη Θάλασσα, δυτικούς γείτονες τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας και φυσικά την Ελλάδα προς το νότο, η Βουλγαρία, μια χώρα 6,8 εκατομμυρίων πολιτών (ανεπισήμως, οι ντόπιοι με τους οποίους μιλήσαμε έκαναν λόγο για μικρότερο αριθμό και φυσικά εκατομμύρια Βούλγαρους που αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό) μοιάζει με ένα κρυμμένο πολύτιμο πετράδι στα διαρκώς ταραγμένα εδάφη της Βαλκανικής.
Αυτή η μικρή γεωγραφική ανασκόπηση για να τονίσω πως με μαθηματική ακρίβεια, υπάρχουν απίθανα μέρη, εδώ, λίγο έξω από την «αυλή του σπιτιού μας», που δεν τα έχουμε εξερευνήσει ακόμη.
Οι βόλτες στα κεχριμπαρένια βασιλικά πλακόστρωτα της Σόφιας, το «νυφοπάζαρο» στον πολύβουο πεζόδρομο της Φιλιππούπολης, οι πέστροφες στο αγκίστρι του καλαμιού μας στη βουλγαρική εξοχή και η λουλουδιασμένη πλαγιά του χιονοδρομικού όπως δεσπόζει πάνω από το Μπάνσκο, θα πείσουν και τον πιο επιφυλακτικό γι’ αυτό.
Άλλωστε, κάθε προορισμός έχει κάτι να προσφέρει… μία εμπειρία, ένα συναίσθημα, μία συνθήκη που με βεβαιότητα δεν θα τη βιώσεις με τον ίδιο τρόπο, σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, καμία άλλη στιγμή! Γι’ αυτό αξίζει τον κόπο να αντιμετωπίζουμε κάθε ταξίδι σαν την πρώτη εκδρομή με το σχολείο. Όπως μία εμπειρία που δεν τη γνωρίζουμε και είμαστε ανυπόμονοι, σαν παιδιά, με μάτια ανοιχτά και αυτιά «καθαρά», να τη γνωρίσουμε, να τη μάθουμε και το κυριότερο... να τη ζήσουμε.
Η αρχοντική Σόφια
Σε μια κρίση ειλικρίνειας, πρέπει να ομολογήσω πως πριν πατήσω το πόδι μου στην σοφή πόλη, στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, δεν γνώριζα απολύτως τίποτα για την ιστορία της. Υπάρχουν προορισμοί που η φήμη τους προηγείται, όπως η Πράγα, το Βελιγράδι ή ακόμη και η ξακουστή πόλη του φωτός και το Λονδίνο.
Δεδομένης της πρόσφατης κομμουνιστικής ιστορίας της Βουλγαρίας, προετοιμάστηκα για στρατιές τετράγωνων, άχαρων κουτιών, όπως εκείνα που έχω συναντήσει σε άλλες πόλεις του λεγόμενου πρώην «ανατολικού μπλοκ». Δεν με ενοχλούν διόλου, μαρτυρούν κι αυτά ένα μέρος της ιστορίας μιας πόλης, ωστόσο, στη Σόφια συναντά κανείς πολλά περισσότερα.
Περνώντας τη γέφυρα με τους αετούς, ο επισκέπτης γίνεται μάρτυρας μιας πρωτεύουσας πνιγμένης κυριολεκτικά στο πράσινο. Τα αχανή πάρκα ξεκινούν από κάθε σημείο του ορίζοντα, κυκλώνοντας τη Σόφια, ενώ ορισμένα από αυτά ενώνονται με το άγριο τοπίο και δεν τελειώνουν παρά στις κορυφές των γύρω βουνών. Η πόλη αποπνέει αυτόν τον γνώριμο στην ελληνική ματιά ευρωπαϊκό αέρα στα βαριά κτίρια, το έντονο πράσινο και τους μεγάλους δρόμους ακόμη και στο κέντρο της.
Το πρώτο πράγμα που τραβάει το μάτι του επισκέπτη είναι ο πελώριος ορθόδοξος ναός με τον χρυσό τρούλο. Ο καθεδρικός του Αλεξάντερ Νέβσκι φέρει το όνομα μιας από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες στην ιστορία της χώρας.
Οι εκκλησίες στην πόλη πολλές και κάθεμια με τη δική της ιστορία, όπως η Αγία Σοφία, μια από τις παλιότερες στη Σόφια, χτισμένη πάνω από τα ερείπια ρωμαϊκής Νεκρόπολης του 2ου αιώνα μ.Χ. Σήμερα, κάτω από την επιφάνεια της γης λειτουργεί μουσείο με εκθέματα από την αρχαία πόλη Σερντίτσα, της οποίας μέρος αποτελούσε η Νεκρόπολη.
Το κέντρο της Σόφιας παραμυθένιο, ειδικά όσο κανείς περιπλανιέται, ακολουθώντας ως άλλη Ντόροθι τα χρυσαφένια πλακόστρωτα ως την «Σμαραγδένια πόλη».
Μεγάλο μέρος της πόλης είναι στρωμένο με χαρακτηριστικές κίτρινες πλίθες, η ιστορία των οποίων μοιάζει μάλλον συγκεχυμένη. Ο μύθος θέλει τον βασιλιά Φερδινάνδο να ζητά όλη η περιοχή γύρω από το παλάτι να στρωθεί με χρυσές πλάκες, με αφορμή τους γάμους του με την πριγκίπισσα Μαρία Λουίζα.
Στην πόλη ξεχωρίζει και το βασιλικό παλάτι, που σήμερα λειτουργεί ως Εθνική Πινακοθήκη και Εθνογραφικό Μουσείο, αλλά και το πολύπαθο Εθνικό Θέατρο, ένα κτίριο με νεοκλασικά στοιχεία το οποίο αναστηλώθηκε πλήρως το 1976, αφού καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Στο τέλος της οδού Βίτοσα, φανταστείτε την ως την βουλγαρική Ερμού (στο πιο φαρδύ της) γεμάτη καταστήματα, καφέ και εστιατόρια, ξεκινούν τα μεγαλοπρεπή, σχεδόν αυθάδικα κτίρια της κομμουνιστικής περιόδου.
Εκεί φιλοξενούνται ακόμη και σήμερα η βουλή, τα γραφεία της εκάστοτε κυβερνήσεως και ούτω καθεξής, ενώ σε μία είσοδο στέκουν οι Βούλγαροι στρατιώτες (σαν τους δικούς μας τους Εύζωνες), με την παραδοσιακή λευκή στολή και το φτερό στο καπέλο, ενδυμασία που φορούσαν όταν κι εκείνοι πολεμούσαν έναντι στους Οθωμανούς.
Επιστρέφοντας από την πρώτη ξενάγηση στην πόλη, το βλέμμα μου έκλεψε ένας άνδρας. Πλησίασε με το ποδήλατο ένα μνημείο, ξεπέζεψε και άφησε ένα λουλούδι στην τσιμεντένια βάση του, πλάι σε άλλα χρωματιστά άνθη. «Κάποια γιορτή θα είναι» σκέφτηκα!
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο ξεναγός μου τόνισε πως απλά, ο Βούλγαρος εκείνος ήθελε να τιμήσει τον Βασίλ Λέφσκι, τον εθνικό ήρωα της χώρας του προς τιμήν του οποίου είχε ενεγερθή το εν λόγο μνημείο. Χωρίς κάποια συγκεκριμένη αφορμή, δίχως να υπάρχει κάποια κοινωνική σύμβαση που να το επιβάλει.
Τι να δείτε στη Σόφια
- Περπατήστε στην λεωφόρο Βίτοσα και δοκιμάστε οπωσδήποτε το παγωτό «Ράφι», το πιο διάσημο στη χώρα
- Ανακαλύψτε το βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου κλεισμένο από τα κτίρια της κυβέρνησης στο κέντρο της πόλης
- Καταδυθείτε κάτω από την επιφάνεια της γης και χαζέψτε τα ερείπια της ρωμαϊκή πόλης Σερντίτσα η οποία ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του μετρό πριν από 30 χρόνια.
- Περπατήστε στα αμέτρητα πάρκα της πόλης. Αναζητήστε το Νότιο Πάρκο και απολαύστε τις αμέτρητες καταπράσινες γωνιές της Σόφιας, όπως το πάρκο Πούσκιν στο κέντρο της πόλης, τον βασιλικό κήπο και το πάρκο των Κρυστάλλων.
Σκι στην καταπράσινη πλαγιά του Μπάνσκο
Αφήσαμε πίσω μας τη Σόφια με προορισμό το πιο ξακουστό χωριό, τουλάχιστον για εμάς του Έλληνες. Το μικρό, γραφικό Μπάνσκο έχει γίνει συνώνυμο των χειμερινών εξορμήσεων για χιλιάδες Έλληνες τα τελευταία χρόνια.
Φυσικά, μέσα στο καλοκαίρι τη θέση του κατάλευκου χαλιού από χιόνι είχε πάρει στην πλαγιά στις άκρες του χωριού, μια καταπράσινη πλαγιά λουσμένη στο φως ως την κορυφή του βουνού.
Τα γυαλιστερά μπλε βαγονάκια του τελεφερίκ εξακολουθούσαν άοκνα το σισύφειο έργο τους, να ανεβαίνουν ως το πιο ψηλό σημείο, μόνο και μόνο για να πάρουν δευτερόλεπτα αργότερα τον δρόμο του γυρισμού. Όπως μάθαμε, ακόμη και την καλοκαιρινή περίοδο στην κορυφή του βουνού μπορεί κανείς να επιδοθεί σε διάφορα σπορ, εκτός βέβαια του σκι!!
Το Μπάνσκο εντυπωσιάζει για την πάστρα του, τα πέτρινα πλακόστρωτα που φαίνονται ολοκαίνουργια κι όμως, με κάποιον τρόπο θυμίζουν παραδοσιακό χωριό. Γύρω, τριγύρω από αυτά χαμηλά σπίτια με σκούρες κεραμοσκεπές.
Πολλά από αυτά λειτουργούν ως ταβέρνες. Μπήκαμε σε κάμποσες από αυτές και χαζέψαμε το ρουστίκ βουλγάρικο στιλ με τα ξύλινα πακάκια στα σχεδόν μεσαιωνικά τραπέζια, στρωμένα με φλοκάτες σε ολόλευκο χρώμα.
Πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, μέσα από τη βουλγαρική εξοχή. Η μορφολογία της Βουλγαρίας θυμίζει Βαλκάνια. Τόποι μικροί, ακανόνιστοι, λιγότερες ισιάδες και περισσότερες ανηφοριές και δρόμοι φιδάκια ανάμεσα σε δέντρα και ρεματιές. Όπου πιάναμε βουνό, μας ακολουθούσε πάντοτε κάποιο ποτάμι, μια διακλάδωση του, ένα ρέμα, όλα τους να κατεβάζουν νερά ορμητικά, δεδομένου ότι βρισκόμασταν στην καρδιά του καλοκαιριού.
Νερά που ευνοούν την καλλιέργεια πέστροφας, ένα ψάρι που συναντήσαμε πολύ στη βουλγαρική εξοχή. Σε μια ερημιά, μια ταβέρνα είχε στήσει τις ξύλινες εξέδρες της περιμετρικά γύρω από μια τεχνητή λίμνη που γέμιζε νερό από τα ποτάμια της περιοχής.
Εκεί, σχεδόν μέσα στο νερό δοκιμάσαμε πέστροφα (μία από τις φορές που βρέθηκε στο πιάτο μας), ενώ ο πολυμήχανος ιδιοκτήτης της έδινε τη δυνατότητα στους πελάτες του να ψαρέψουν μόνοι τους το… φαγητό τους. Δυο καλάμια στην άκρη της λίμνης ανέμεναν τους πιο περιπετειώδεις να δοκιμάσουν την τύχη τους στο ψάρεμα.
Όταν πάλι πιάναμε πεδιάδα, εδώ κι εκεί, συναντούσαμε συχνά εκτάσεις με χρυσοκίτρινες καλλιέργειες. Η Βουλγαρία είναι μάλλον πολύ βόρεια για να την τιμήσει το δέντρο της ελιάς κι έτσι οι καλλιέργειες ηλιοτρόπιων είναι πολλές, με τα μεγάλα άνθη που λυγίζουν από το βάρος τους μίσχους τους να βάφουν το τοπίο κίτρινο.
Επίσκεψη στους επτά λόφους της Φιλιππούπολης
Επόμενος προορισμός, η φημισμένη Φιλιππούπολη ή Πλόβντιβ όπως είναι το όνομά της στα βουλγάρικα. Ίσως η πόλη με την πιο βαριά ιστορία, ιστορία που «φωνάζει» σε κάθε της σοκάκι.
Ο Επτάλοφος (δεν μετρήσαμε παρά τρεις λόγους σήμερα), το μέρος που οι Ρωμαίοι επέλεξαν πριν από αιώνες για μια ακόμη πόλη της αυτοκρατορίας που καταλάμβανε ολόκληρο τον γνωστό κόσμο, είναι γεμάτος ερεθίσματα. Μπορεί κανείς να περπατά ώρες στα ακανόνιστα και κάποιες φορές τραχιά πλίθινα σοκάκια της, περιτριγυρισμένα από υπεραιωνόβια σπίτια με περίτεχνη αρχιτεκτονική.
Οικίες που έχουν τη δική τους ιστορία – ναι βρήκαμε και εντυπωσιακά αρχοντικά στα οποία ζούσαν κάποτε Έλληνες. Σπίτια με δεκάδες παράθυρα να σε θωρούν καθώς περπατάς μπροστά τους.
Δωμάτια που θαρρείς πως η περιέργεια των ενοίκων τους τα έβγαζε σαν κύβους από τον τοίχο, πάνω από το πλακόστρωτο, ώστε να έχουν καλύτερη θέα στην περατζάδα του δρόμου. Μάθαμε πως κάποτε, δείγμα πλούτου και ισχύος στην Φιλιππούπολη ήταν ο αριθμός των παραθύρων σε κάθε σπίτι, τόσο, που οι εύποροι φρόντιζαν να ανοίγουν μερικά, ακόμη και στο εσωτερικό του.
Στη μια κορυφή της παλιάς πόλης το κάστρο ή μάλλον μερικά ερείπια αυτού, να στέκουν ακόμη εκεί για να χωρίζουν την ιστορία σε κεφάλαια: πρώτα οι ακανόνιστες πέτρες κι ύστερα τα πυροκόκκινα τούβλα που πλησίαζαν τη βυζαντινή εποχή και ένα δυο βέβηλα γκράφιτι για να προσγειωθεί κανείς στο σήμερα.
Από εκεί ψηλά μπορεί κανείς να δει με τον ίδιο τρόπο και όλους τους αιώνες της Φιλιππούπολης σε μια πανοραμική ματιά. Το υδραγωγείο των Ρωμαίων, αμέτρητες χριστιανικές εκκλησίες και στο βάθος σαν παιδικά παιχνίδια παραταγμένα και γεωμετρικά αψεγάδιαστα, τα κτίρια της κομμουνιστικής περιόδου.
Μια γαλάζια γραμμή, πλαισιωμένη από καταπράσινο τοπίο φαινόταν προς τα δεξιά. Η Φιλιππούπολη διατρέχεται, όπως κάθε πόλη που σέβεται τον ευρωπαϊκό εαυτό της από ποτάμι. Ήρεμο και γαλήνιο δεν θυμίζει σε τίποτα την σχεδόν τρομακτική όψη που παίρνει λίγο παρακάτω, στα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία.
Ναι, μιλάμε για τον Έβρο, ο οποίος καθώς ανηφορίζει προς τη βουλγαρική επικράτεια ξαναβαφτίζεται. Οι Βούλγαροι τον γνωρίζουν ως Μαρίτσα και πραγματικά αυτή η ονομασία μοιάζει να ταιριάζει πιότερο στην ήρεμη όψη που έχει ο ποταμός όσο κυλά μέσα από τη Φιλιππούπολη.
Παίρνοντας να κατηφορίσουμε από την κορυφή της παλιά πόλης, ο πέτρινος δρόμος τελείωνε σε ένα ιδιότυπο μπαλκόνι, κάτω από το οποίο έστεκε μεγαλοπρεπές το αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο.
Τα μάρμαρά του γυαλίζουν ακόμη, παρότι για αιώνες έμεναν θαμμένα στη λήθη. Βρέθηκαν τυχαία κατά τη διάρκεια εργασιών και έτσι ανασυστήθηκε στην παλιά του μορφή πάνω από μια σήραγγα που επιτρέπει στον σύγχρονο δρόμο να διέρχεται κάτω του.
Ακόμη και η πιο σύγχρονη πλευρά της πόλης όμως η βόλτα είναι το λιγότερο αγχολυτική. Από τον κήπο του Τσάρου Σιμεών, κινήσαμε ως το μεγαλοπρεπές κτίριο τηλεπικοινωνιών και από εκεί μπήκαμε στον πολύβουο πεζόδρομο της οδού Αλεξάνδρου του Μπάττενμπεργκ. Εκεί τα απογεύματα ντόπιοι και επισκέπτες κάνουν τη βόλτα τους και απολαμβάνουν το καφέ ή το φαγητό τους σε ένα από τα δεκάδες μαγαζάκια που είναι παραταγμένα δεξιά κι αριστερά του δρόμου.
Τι να δείτε στη Φιλιππούπολη
- Περπατήστε στην παλιά πόλη και επισκεφτείτε το Εθνικό λαογραφικό μουσείο όπου μπορείτε να μάθετε περισσότερα για την ιστορία και τις παραδόσεις της περιοχής, ενώ θαυμάζετε παράλληλα και το εσωτερικό ενός από τα πιο περίτεχνα σπίτια.
- Το αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο, στο Ταξίμ Τεπέ, προσφέρει παράλληλα μια υπέροχη θέα στα βουνά της Ροδόπης που υψώνονται πίσω από την πόλη.
- Βγείτε για ποτό στην Καπάνα, τη γειτονιά με τα δεκάδες μπαράκια που σφύζει από ζωή μέρα νύχτα στο κέντρο της πόλης
- Δοκιμάστε μπακλαβά και τούρκικο καφέ στο Baklava House, πλάι στο μεγαλοπρεπές τζαμί που στέκει στο κέντρο της πόλης.
Θα συναντηθούμε ξανά!
Η αίσθηση που αφήνει ένα ταξίδι στη Βουλγαρία είναι πως το ραντεβού με τη γειτονική χώρα δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια απλή γνωριμία. Τα μέρη που μπορεί κανείς να επισκεφτεί – μόλις 1 ώρα από την Αθήνα με αεροπλάνο για τη Σόφια – αμέτρητα. Οι ντόπιοι ζεστοί και φιλόξενοι, αν και μάλλον άμαθοι στον τουρισμό ακόμη, τις περισσότερες φορές θα σας μιλήσουν στη γλώσσα μας!
Το μόνο στοιχείο που δεν θα έβαζα στη λίστα είναι το φαγητό, που τουλάχιστον από τη δική μου εμπειρία δεν προσέφερε κάτι το ιδιαίτερο. Μια γεύση που να σε κάνει να θες να την ξαναβρείς, να την αποζητήσεις.
Μοναδική εξαίρεση, η σαλάτα: κατέφθανε πάντα ως πρώτο πιάτο και όχι ρεφενέ στη μέση, όπως έχουμε μάθει στην Ελλάδα και όπου και αν τη δοκιμάσαμε μας ξύπνησε το άρωμα και η έντονη γεύση της ντομάτας που έμοιαζε σαν να είχε κοπεί μόλις από μποστάνι. Πότε συνοδευόμενη από μελιτζανοσαλάτα και πότε από κάποια άλλη σάλτσα – δοκιμάσαμε και με πέστο – και λευκό τυρί (σαν τη φέτα δεν είναι!) ήταν η ευχάριστη γευστική εκκίνηση για κάθε γεύμα.