Δεν ανήκει στα πλέον κοσμοπολίτικα νησιά, ούτε διαθέτει την αίγλη τους. Ομως η Κίμωλος στις Δυτικές Κυκλάδες, νησί δίπλα στη Μήλο, μαγεύει και καθηλώνει τον επισκέπτη.
Το νησί έδωσε το όνομά του στο λευκό πέτρωμα, τη γνωστή από τους μαυροπίνακες, κιμωλία
Οι Ενετοί την ονόμαζαν Αρζιαντιέρα ή Αρζεντιέρα, λόγω των ασημόχρωμων βράχων της (αρτζέντο σημαίνει ασήμι στα λατινικά).
Η Κίμωλος από τα αρχαία χρόνια ήταν «μονόπολις». Έτσι και σήμερα έχει ένα μόνο Χωριό (και όχι Χώρα, όπως επιμένουν κάποιοι να το ονομάζουν, επηρεασμένοι από άλλα νησιά ).
Μικρότεροι οικισμοί που κατοικούνται κυρίως το καλοκαίρι, ενώ το χειμώνα έχουν ελάχιστους κατοίκους, είναι η Ψάθη (λιμάνι), η Γούπα, του Καρά, τα Πράσα, η Αλυκή, η Μπονάτσα και της Δέκας.
Αρκετοί από τους μόνιμους κατοίκους είναι συνταξιούχοι, που γυρίζουν στο νησί τους, ελεύθεροι από υποχρεώσεις για να ξανανιώσουν στο μικρό παράδεισό τους, ασχολούμενοι με τη γεωργία, την κτηνοτροφία ή το ψάρεμα.
Η Κίμωλος είναι νησί με πλούσιες ιστορικές καταγραφές. Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος μυθικός οικιστής της υπήρξε ο Κίμωλος, σύζυγος της Σίδης, κόρης του Ταύρου, στον οποίο οφείλει το όνομά της. Ήταν επίσης γνωστή και σαν Εχινούσα, πιθανόν λόγω της κιμωλίας έχιδνας (οχιάς) που ακόμη και σήμερα αφθονεί στο νησί.
Κατά την αρχαιότητα, η Κίμωλος είχε δύο θαυμάσιους λιμένες των οποίων τα λείψανα υπάρχουν στη θέση «Ελληνικά», ενώ στο λιμάνι της Ψάθης υπάρχουν λαξευτά νεωλκεία (όμοια με εκείνα της Αίγινας στη θέση «Στρατηγού») που οι ντόπιοι αποκαλούν «σύρματα».
Η Κίμωλος συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία (425 - 424 π.Χ.) κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και υπήρξε πεδίο μαχών των Αθηναίων, που τη κυρίευσαν, αφού προηγουμένως τη λεηλάτησαν, όταν οι Σπαρτιάτες, είχαν υποτάξει τη γειτονική Μήλο. Μάλιστα, όπως προκύπτει ιστορικά υποχρεώθηκε στη καταβολή στους Αθηναίους φόρο υποτέλειας χιλίων δραχμών.
Το Μεσαίωνα και μέχρι τους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ονομαζόταν Αρζιαντιέρα ή Αρζεντιέρα, λέξη ενετικής προέλευσης, λόγω των ασημόχρωμων βράχων της στα νότια, (αρτζέντο = ασήμι στα λατινικά).
Επί Φραγκοκρατίας (13ος αιώνας) τη νήσο κατέλαβε ο Μάρκος Σανούδος την οποία και προσάρτησε στο Δουκάτο της Νάξου, μέχρι το 1537 που την κατέλαβε για λίγο ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα όπου και την επανέκτησε ο Αντζιελότο Γκοζαδίνο κατόπιν φόρου υποτελείας προς τον Σουλτάνο.
Από το 1383 και μετά από την κατάληψή του από τους Οθωμανούς (1537) το νησί διοικήθηκε από την οικογένεια Κρίσπι ως δούκες της Νάξου και του Αρχιπελάγους (duci di Nasso e dell' Archipelago).
Από το 1566 έως το 1579 ο Σουλτάνος Σελίμ Β' παραχώρησε τη διοίκηση της Κιμώλου και άλλων νησιών των Κυκλάδων στον Ισπανό Εβραίο ευνοούμενό του Ιωσήφ Νάζη τον οποίο ονόμασε Βασιλέα της Νάξου και Δωδεκανήσου (=έτσι ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τις Κυκλάδες)
Συχνά όμως τη νήσο επισκέπτονταν πειρατές τους οποίους φοβούνταν και οι Τούρκοι. Το 1638 η Κίμωλος καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε από τους πειρατές, οπότε οι κάτοικοι κατέφυγαν στη Σίφνο, εναπομείναντες μόνο 200 στη νήσο.
Φαίνεται όμως πως οι Κιμώλιοι αδυνατώντας να αντιμετωπίζουν μόνοι τους κάθε φορά τους πειρατές αναγκάσθηκαν να συμφιλιωθούν με αυτούς και να τους παρέχουν ακόμη και υπηρεσίες.
Σε αυτό οφείλεται και η μεγάλη ναυτική εμπειρία τους που είχε εκτιμηθεί τα χρόνια εκείνα και από τους Γάλλους αλλά και από τον Σουλτάνο τον οποίο και θεωρούσαν μέγα προστάτη, ενώ έσπευδαν να πληρώσουν τον φόρο υποτέλειας, 1.400 γρόσια ετησίως, και μάλιστα με ιδιαίτερη σπουδή στον Καπουδάν Πασά που επισκέπτονταν τη Κίμωλο μια φορά το χρόνο.
Από το 1678 στη Κίμωλο εγκαταστάθηκαν διπλωματικοί αντιπρόσωποι, Ολλανδός υποπρόξενος καθώς και Γάλλος το 1727, οι οποίοι κάλυπταν τους καθολικούς νησιώτες. Μάλιστα ανήγειραν και καθολική εκκλησία της "Μαντόνα ντι Ροζάριο" ερείπια της οποίας υφίστανται και σήμερα. Από τους καθολικούς εκείνους μόνο μια οικογένεια ευγενών ζούσε στο νησί το 1778, στη μεγάλη θαλάσσια πειρατεία που είχε συμβεί το έτος εκείνο, κατά περιγραφή του περιηγητή Σοννίνι, που και αυτή η οικογένεια των Μπρεστ, το 1795 εγκαταστάθηκε στη Μήλο.
Στην περίοδο των Ορλωφικών και των Ρωσοτουρκικών Πολέμων (1770 - 1774) υποτάχθηκαν στους Ρώσους οι οποίοι εντόπισαν ποσότητες αργυρούχου βαρυτίνης στη περιοχή αυτή προσπάθησαν ανεπιτυχώς να την εκμεταλλευτούν, τότε ήδη η νήσος λεγόταν Αρζιαντιέρα, οπότε και άρχισε η εξαγωγή της μοναδικής στο είδος της, κιμώλιας γης, με συνέπεια το νησί να καταστεί και εμπορικός κόμβος.
Η Κίμωλος προσαρτήθηκε μαζί με όλες τις Κυκλάδες στην υπόλοιπη Ελλάδα το 1830, όταν αναγνωρίστηκε ανεξάρτητο κράτος ως «Βασίλειο της Ελλάδος».
Τόπος εξορίας επί Μεταξά
Κατά τη δικτατορία Μεταξά, από το 1936, η Κίμωλος κατέστη τόπος εξορίας αντιφρονούντων. Αποτέλεσε μάλιστα τον τόπο όπου εκτοπίζονταν κυρίως γυναίκες ανάμεσα στις οποίες και σημαντικές διανοούμενες της εποχής όπως η Φούλα Χατζιδάκη.
Η έκταση του νησιού είναι 36 τετρ. χιλιόμετρα και το μήκος της ακτογραμμής 38 χιλιόμετρα με πολλούς κόλπους, νησίδες, αμμουδερές και βραχώδεις ακτές και πλήθος θαλασσινών σπηλιών. Το σχήμα του νησιού είναι σχεδόν κανονικό πεντάγωνο.
Το ανάγλυφο είναι λοφώδες με υψηλότερη κορυφή το Παλιόκαστρο (365 μ.). Έχει περίπου 600 μόνιμους κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους μένουν στο Χωριό.
Στην Κίμωλο υπάρχουν και λειτουργούν αγροτικό ιατρείο με δύο γιατρούς και ασθενοφόρο όχημα, φαρμακείο, ελικοδρόμιο, από τα ασφαλέστερα των Κυκλάδων, βιολογικός καθαρισμός λυμάτων, χώρος υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ), αστυνομικός σταθμός, Ταχυδρομείο (ΕΛΤΑ) και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, δύο μηχανήματα ανάληψης χρημάτων (ΑΤΜ), λεωφορείο, ταξί, θαλάσσιο ταξί, βενζινάδικο, ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα-δωμάτια και καταστήματα.