Η Ελλάδα είναι μια μοναδικά όμορφη χώρα. Και σε αυτό συμβάλλει καταλυτικά, όχι απλά ο ήλιος και η θάλασσα, αλλά η ποικιλλία του φυσικού τοπίου. Και φυσικά τα νησιά της.
Ακόμη και στα νησιά, που αποτελούν την κορωνίδα του ελληνικού τουρισμού, το τοπίο και οι αντιθέσεις μεταξύ τους είναι κάτι παραπάνω από έντονες. Οι Κυκλάδες από τη μια και οι... Σποράδες, τα Δωδεκάνησα, τα νησιά του Ιονίου, του Αργοσαρωνικού από την άλλη, αλλά και η Ρόδος, η Κέρκυρα, η Κρήτη «βασίλισσσες» στα ελληνικά πελάγη, νησιά μεγάλα με πλήθος αντιθέσεων και ποικιλία εικόνων ακόμη και στο εσωτερικό τους. Οι βράχοι, τα ηφαιστειακά πετρώματα τα οποία δένουν μοναδικά με το γαλάζιο του Αιγαίου και από την άλλη τα πεύκα που ακουμπούν στη θάλασσα, δημιουργώντας τοπία βγαλμένα από πίνακες ζωγραφικής. Και επίσης τα λευκά γραφικά σπίτια των Κυκλάδων από τη μια και τα υπέροχα νεοκλασικά σε άλλα νησιά, ή τα σπιτάκια στα παραδοσιακά ψαροχώρια... Πλούτος εικόνων σε μια χώρα που τα νησιά της μοιάζουν να συγκερνούν ομορφιές που μπορεί να συναντήσει κανείς σε 4 διαφορετικές γωνιές της γης.
Ανάμεσα στις διαφορετικές εικόνες του τοπίου ξεχωρίζει σίγουρα και αυτή η εικόνα που πρωτο-αντικρίζεις προσερχόμενος στη Λευκάδα.
Το νησάκι του Σικελιανού, η Αγιος Νικόλαος όπως επίσης είναι γνωστό, μοιάζει βγαλμένο από κάποιο εξωτικό τοπίο του Ειρηνικού Ωκεανού.
Ενα επίπεδο νησί από άμμο, έναν τόπο παραδεισένιο, με ρηχά τιρκουάζ νερά, προστατευμένο από τους ισχυρούς ανέμους. Ενα νησί, μια απέραντη παραλία ουσιαστικά.
Αυτόν τον παραδεισένιο τόπο λάτρεψε η Εύα, γυναίκα του ποιητή Άγγελου Σικελιανού και ήθελε να το αγοράσει, χωρίς επιτυχία. Πάνω σ’ αυτόν τον εξωτικό προορισμό με τους ευωδιαστούς «κρίνους της Εύας» έζησαν ο Άγγελος Σικελιανός, η γυναίκα του και το παιδί τους Γλαύκος, με μόνη παρέα τους φίλους τους, τους ψαράδες, με τους οποίους άρεσε στον Άγγελο Σικελιανό να συζητά και να μοιράζεται εμπειρίες.
Σ' αυτό το νησάκι, ο Άγγελος Σικελιανός, κάτω από το γαλήνιο βλέμμα του Αγίου Νικολάου, εμπνεύστηκε και συνέγραψε με ασυγκράτητη έμπνευση τις μεγάλες του ποιητικές συλλογές.
Το μοναδικό κτίσμα που υπάρχει πάνω στο νησί είναι το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.
Για τη ζωή του ποιητή και της Εύας στο νησάκι, έγραψε ο Τ. Μαμαλούκας το 1951 (έτος που πέθανε ο Σικελιανός) στην τοπική εφημερίδα «Λευκάς»:
«Ο Σικελιανός με τη γυναίκα του ζούσαν χειμώνα καλοκαίρι σε μια σκηνή μια ζωή ροβινσώνων. Μια ανιψιά του Σικελιανού, μια υπηρέτρια, 3-4 ψαράδες – ιπποκόμοι και ένας μαύρος ήταν η συντροφιά και το προσωπικό τους. Ψάρεμα με τα δύο μονόξυλα, κυνήγι στην απέναντι Ακαρνανία και έφιπποι περίπατοι πάλι στην Ακαρνανία με τα δυο ταχύτατα Σέρβικα άλογά τους.
Η Εύα δεινή αμαζόνα, αληθινή της εποχής εκείνης αμαζόνα με τη χλαμύδα της που κυμάτιζε στον αέρα. Γιατί η Εύα ζούσε σαν αρχαία Ελληνίδα και έτσι ντυνότανε. Χλαμύδα που κρατούσε μια πόρπη στη μέση, σανδάλια και τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της συγκρατούσε μια ταινία με μαιάνδρους. Ο κόσμος τους αγαπούσε και τους σέβονταν, μα όταν περνούσε η Εύα η περιέργεια κατανικούσε το σεβασμό και τρέχανε όλοι να την δουν. «Τρεχάτε η «ζόρκα» (γυμνή)».
Ο Σικελιανός έζησε τα καλύτερά του χρόνια στο ερημικό αυτό νησάκι. Ξαπλωμένος πολλές φορές μέσα στη ρηχή θάλασσα, και με τα χέρια ακουμπισμένα στη ξηρά, σ’ ένα σανίδι-πινακίδα έγραφε τα ποιήματά του. Τις βροχερές μέρες και τα ατελείωτα βράδια του χειμώνα στη σκηνή του κλεισμένος με την Εύα, διάβαζε και έγραφε πάντα.
Εκεί στον Άϊ-Νικόλα γεννήθηκε και το μοναδικό τους παιδί. Ο Γλαύκος. Ολίγων μηνών, πριν μάθει να περπατά, έμαθε κολύμπι. Γι’ αυτό δεν το δυσκόλεψαν ποτέ τα ρούχα του γιατί ήταν πάντα ολόγυμνο. Μια μικρά αποικία ερημιτών ζούσε τη ξεχωριστή ζωή της. Βασιλιάς στο μικρό του βασίλειο, ο Σικελιανός, δε δέχθηκε ποτέ επισκέψεις, εκτός από ελάχιστους συγγενείς του και ζούσε με τις ιδέες του, την αγάπη της Εύας και τη λατρεία του προσωπικού του, που σαγήνευε με την καλοσύνη της ψυχής του και υποχρέωνε με τη γενναιοδωρία του.
Μα ήτο και καμιά φορά και ….τιμωρός. Η ανιψιά του για κάποια απειθαρχία της τιμωρήθηκε σκληρά. Κοπέλα 17 χρονών με μια κατάμαυρη πλούσια κόμη που της άρεσε να ανεμίζει σαν χαίτη. Ένα μεσημέρι που κοιμόταν αληθινά ναρκωμένη στου καλοκαιριού τη λάβα, ο ποιητής της έκοψε τα άφθονα μαλλιά της. Η Σάσα ξύπνησε και κατά τη συνήθεια της θέλησε ν’ ανεμίσει τα όμορφα μαλλιά της. Μα το κεφάλι κινήθηκε γυμνό! Ύστερα από έξι μήνες, όταν μεγάλωσαν πάλι τα μαλλιά της, η τιμωρημένη έφευγε για Αλεξάνδρεια».