Αυτή τη φορά η αναζήτηση και το ταξίδι της ομάδας Up'Drones για την ανάδειξη της πατρίδας μας ως την ομορφότερη χώρα του κόσμου μας οδηγεί στις Αλυκές Μεσολογγίου και στο γειτονικό Αιτωλικό που έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως η «Βενετία της Ελλάδας».
Οι Αλυκές Μεσολογγίου
Περνώντας κανείς απο την παλαιά Εθνική οδό Μεσολογγίου – Αιτωλικού θα αντικρύσει ένα σπάνιο θέαμα: τεράστιοι λόφοι απο αλάτι, ύψους έως και 15 μέτρων απλώνονται στις εγκαταστάσεις των αλυκών Μεσολογγίου. Πρόκειται για την μεγαλύτερη αλυκή της Ελλάδας, την αλυκή Μεσολογγίου (γνωστή στους ντόπιους και ως “Άσπρη” αλυκή) ικανή να παράγει το 50-80% (αναλόγως της χρονιάς) του αλατιού που παράγεται στην Ελλάδα. Οι αλυκές Μεσολογγίου ανήκουν στην κρατική εταιρία Ελληνικές Αλυκές Α.Ε. Έχουν έκταση 11.500 στρεμμάτων και η παραγωγή φτάνει τους 120.000 τόννους ετησίως. Στο Μεσολόγγι υπάρχει και μια δεύτερη αλυκή, στο νησί Τουρλίδα, η επονομαζόμενη και “Μαύρη” αλυκή, με έκταση 2.500 στρεμμάτων και παραγωγή 15.000 τόννων.
Στην περιοχή του Μεσολογγίου η αλατοποιία έχει ιστορία εκατονταετιών, καθώς τα ρηχά και ζεστά νερά της λιμνοθάλασσας αποτελούν ένα ιδανικό πεδίο για την παραγωγή ενός αλατιού που θεωρείται τόσο σε γεύση όσο και σε ποιότητα από τα καλύτερα του κόσμου.
Η παραγωγή του αλατιού στις αλυκές Μεσολογγίου γίνεται με μια απλή, πανάρχαια μέθοδο: απο την εξάτμιση της θάλασσας με την βοήθεια του ήλιου και του ανέμου. Στης αλυκές δημιουργούνται τεχνητές “λεκάνες”, δηλαδή απομονώνονται περιοχές στην θάλασσα που επικοινωνούν μεταξύ τους με στενά ανοίγματα, τις “μπούκες”. Η παραγωγή αρχίζει τον Μάρτιο-Απρίλιο. Τότε το νερό εισέρχεται στις λεκάνες αυτές και ξεκινά η εξάτμιση του. Καθώς το νερό της θάλασσας εξατμίζεται και η πυκνότητα του αυξάνει, αρχίζει να αποθέτει στον πυθμένα διάφορα άλατα και γύψο. Όταν λοιπόν το νερό ξεπεράσει συγκεκριμένες τιμές πυκνότητας, μεταφέρεται σε διπλανές λεκάνες, ώστε διαδοχικά να απομακρύνεται η γύψος και τα αδιάλυτα υλικά. Τελικά το θαλασσινό νερό θα καταλήξει στα αλοπήγια (γνωστά στην περιοχή μας και ώς “τηγάνια”).
Το πρώτο προϊόν που συλλέγεται είναι η αφρίνα. Στην συνέχεια, δηλαδή κατά τον Σεπτέμβρη, θα ξεκινήσει η συγκομιδή του αλατιού. Το αλάτι συλλέγεται με αυτοκινούμενα μηχανήματα συγκομιδής και μέσω ταινιών μεταφοράς θα οδηγηθεί στην μονάδα πλύσης. Εκεί το αλάτι θα “πλυθεί” με την χρήση άλμης (θαλασσινού νερού κορεσμένου σε αλάτι) ώστε να απομακρυνθούν οι γαιώδεις προσμίξεις (πχ άλατα ασβεστίου ή μαγνησίου) αλλά να διατηρηθεί η ποσότητα και η ποιότητα του αλατιού. Το τελικό προϊόν, δηλαδή το καθαρό, αγνό αλάτι, θα αποτεθεί σε εντυπωσιακούς “λόφους” ύψους 10-15 μέτρων!
Η συνολική διαδικασία, παρά τον εκσυγχρονισμό της με μηχανήματα, βασίζεται στις ίδιες, πανάρχαιες τεχνικές. Σήμερα, για την αύξηση της παραγωγής αλλά και της ποιότητας, οι αλυκές Μεσολογγίου χρησιμοποιούν συστήματα και μεθόδους πιστοποιημένες με ISO 9001 απο την TUV Hellas. Καθώς η παραγωγή του αλατιού εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό απο τις καιρικές συνθήκες, στις αλυκές υπάρχει μετεορολογικός σταθμός που συλλέγει συνεχώς κλιματολογικά δεδομένα. Επίσης στο χημικό εργαστήριο γίνονται συνεχώς ποιοτικοί έλεγχοι των συστατικών και της κοκκομετρίας του προϊόντος. Αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικό προϊόν, πασίγνωστο σε όλη την Ελλάδα, με ιδανικές αναλογίες για τον ανθρώπινο οργανισμό αλλά και ικανό να αναδείξει τις γεύσεις κάθε είδους φαγητού.
Αιτωλικό: Η Βενετία της Ελλάδας
Λουσμένη από τα ρηχά, καταγάλανα νερά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, η “μικρή Βενετία” της Ελλάδας βρίσκεται μια νησίδα γης στον νομό Αιτωλοακαρνανίας που περιβάλλεται από νερά δημιουργώντας εκπληκτικές εικόνες για τον επισκέπτη. Ακούει στο όνομα Αιτωλικό. Ένας προορισμός-στολίδι καταμεσής της λιμνοθάλασσας Αιτωλικού – Μεσολογγίου. Την αποκαλούν και «νερένια πόλη» γιατί είναι ανεπτυγμένη σ’ ένα μικρό νησάκι στο νερό.
Το Αιτωλικό ξεκίνησε ως ένα μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα στη μέση της λιμνοθάλασσας, όπου οι ψαράδες ένωσαν τις ακτές τους με ξύλινα γεφυράκια. Σιγά-σιγά αυτά τα νησάκια ενώθηκαν δημιουργώντας το πρώτο ενιαίο νησί
Η πόλη του Αιτωλικού συνδέεται ανατολικά και δυτικά με την ξηρά με δύο πέτρινα τοξοτά γεφύρια αρχικού μήκους περίπου 300 μέτρων το καθένα.