Με τον κορωνοϊό να συνεχίζει να εξαπλώνεται, πολλές κυβερνήσεις στον κόσμο έχουν ήδη εξελίξει ή ετοιμάζουν εφαρμογές που χρησιμοποιούν σε έξυπνα κινητά τηλέφωνα πολιτών και θα διευκολύνουν τις υγειονομικές αρχές.
Πρόκειται για εφαρμογές που χρησιμοποιούν τεχνολογίες με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί το λεγόμενο digital contact tracing, δηλαδή η «ψηφιακή ιχνηλάτηση» των επαφών των κρουσμάτων. Το τελευταίο διάστημα κι ενώ απασχολεί ιδιαίτερα τους ειδικούς αν μια τέτοια λύση είναι αποτελεσματική είτε για την αποφυγή επιβολής καραντίνας, είτε για το διάστημα μετά την περίοδο εγκλεισμού, οι δύο μεγαλύτεροι τεχνολογικοί κολοσσοί στον κόσμο ανακοίνωσαν μια δική τους τεχνολογία ψηφιακής ιχνηλάτησης των κρουσμάτων που δεν θα έχει σύνορα.
Ταυτόχρονα, το Ισραήλ, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα «τεστάρουν» ήδη τέτοιες τεχνολογίες στις κοινωνίες τους, τη στιγμή που το περιοδικό Science γράφει πως η ταχύτητα εξάπλωσης της πανδημίας είναι τόσο μεγάλη που δεν επαρκεί η χειροκίνητη ιχνηλάτηση.
«Πρώτη φορά, η Σιγκαπούρη εφάρμοσε το συγκεκριμένο σύστημα πριν από μερικές εβδομάδες στην εφαρμογή Trace Together, ενώ κάτι παρόμοιο έχει ετοιμάσει το Ισραήλ με την εφαρμογή Shield. Όποιος φτάνει στο Χονγκ Κονγκ, επιβάλλεται να χρησιμοποιεί την εφαρμογή Stay Home Safe. Υπάρχει όμως πια και η ιδέα που λανσάρουν Apple και Google με βάση ακριβώς το ίδιο μοντέλο λειτουργίας», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός σε θέματα Δεδομένων Μεγάλου Όγκου (Big Data) Παναγιώτης Τζαμτζής.
Η συγκεκριμένη πρόταση, που έγινε στις 10 Απριλίου, ενσωματώνει τη χρήση τεχνολογίας Bluetooth (σ.σ Βluetooth proximity tracking). Με αυτήν «εγγράφεται» η συνάντηση δύο ατόμων όταν πλησιάζει το ένα στο άλλο, χωρίς όμως να φανερώνεται η ταυτότητα και η τοποθεσία τους. Οι δύο εταιρείες υποσχέθηκαν, δε, πως θα δημιουργήσουν λογισμικό που θα επιτρέπει στα κινητά να εκπέμπουν μοναδικούς, «κρυπτογραφικά δημιουργημένους κωδικούς», μέσω της σύνδεσης Bluetooth, κωδικούς που θα καθιστούν αδύνατο το να μάθεις ποιος είναι ο άλλος, με τον οποίο έγινε η ανταλλαγή της πληροφορίας υγείας.
Ερευνητές πάντως από το αμερικανικό MIT, το Πανεπιστήμιο του Toρόντο, του McGill αλλά και του Harvard έχουν προτείνει συστήματα για την ψηφιακή ιχνηλάτηση ατόμων με βάση το GPS, τα οποία όμως φαίνεται πως χάνουν στη «μάχη» από τις apps που βασίζονται στο Βluetooth.
Πώς θα δουλεύει το σύστημα των Google/Apple
Οπως γράφει το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων οι πληροφορίες που αφορούν αυτή τη συνεργασία είναι -μέχρι στιγμής- οι εξής: αρχικά, στα μέσα Μαΐου, οι εταιρείες θα προσθέσουν στα iPhones και Android smartphones τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν ασύρματα πληροφορίες μέσα από apps, που θα διαχειρίζονται οι υγειονομικές υπηρεσίες της κάθε χώρας.
Συνεπώς, αν ένας χρήστης εξακριβωθεί πως είναι θετικός στην COVID-19 και στη συνέχεια προσθέσει αυτά τα δεδομένα στην app δημόσιας υγείας της χώρας του, όλοι οι χρήστες αυτής της εφαρμογής με τους οποίους βρέθηκε κοντά πριν από το θετικό αποτέλεσμα θα ενημερώνονται για την επαφή τους με το διαγνωσθέν άτομο κατά τις προηγούμενες 14 ημέρες, ή στο διάστημα που θα ορίζουν οι υπηρεσίες υγείας της κάθε χώρας.
Επισημαίνεται ότι χρησιμοποιείται μόνο τεχνολογία Bluetooth, δεν συλλέγονται δεδομένα τοποθεσίας από τους χρήστες π.χ του κινητού, ενώ η τεχνολογία δεν συλλέγει απολύτως κανένα δεδομένο από όποιον δεν έχει θετική διάγνωση COVID-19. Πρόσβαση, δε, στην «καρδιά» του λογισμικού (το application programming interface, API) θα έχουν μόνο οι υγειονομικές αρχές κάθε χώρας.
Το άλλο βήμα του σχεδίου των δύο κολοσσών της τεχνολογίας είναι οι εταιρείες να ενσωματώσουν τη συγκεκριμένη τεχνολογία ψηφιακής ιχνηλάτησης -το contact tracing λογισμικό- απευθείας στα ίδια λειτουργικά συστήματα που βάζουν στα κινητά ώστε να μην χρειάζεται κανείς να «κατεβάσει» και να εγκαταστήσει μια εφαρμογή (app). Αυτό δεν θα είναι υποχρεωτικό, άρα οι χρήστες θα μπορούν να μην το δεχτούν (σ.σ «opt out»).
«Η σημαντική διαφορά είναι ότι αυτό το σύστημα θα μπορεί να λειτουργεί σε παγκόσμιο επίπεδο, αντί σε εθνικό σαν αυτό της Σιγκαπούρης ή των άλλων χωρών. Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα ασφαλείας, δεν υπάρχουν ακόμα αρκετά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί για να καταλάβουμε κατά πόσο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και με πιο παρεμβατικούς τρόπους», αναφέρει ο κ. Τζαμτζής, που εξηγεί πως «σίγουρα ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος μπορεί να παράγει ευαίσθητα δεδομένα».
Η «επιπέδωση της καμπύλης» και η ιδιωτικότητα
Σήμερα, τα λειτουργικά Apple iOS και Google Android υπολογίζεται πως αθροίζουν τρία δισεκατομμύρια χρήστες και έτσι ήταν αναμενόμενο η συνεργασία Apple και Google να έχει πυροδοτήσει συζητήσεις παγκοσμίως.
«Οι εφαρμογές ψηφιακής ιχνηλάτησης, με διάφορες παραλλαγές, περισσότερο ή λιγότερο φιλικές προς την προστασία της ιδιωτικής ζωής, φαίνεται ότι είναι ένα ακόμη "εργαλείο" στη μάχη για τον περιορισμό της πανδημίας. Πέρα από τις διαβεβαιώσεις που δίδονται για την αναγκαιότητα του εγχειρήματος, υπάρχει προβληματισμός, αφενός μεν αν μπορεί πράγματι να επιτευχθεί ο αυστηρός περιορισμός της χρήσης των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται από αυτές τις εφαρμογές και μόνο για αυτούς τους σκοπούς και εντός των ορίων της συγκατάθεσης του χρήστη, αφετέρου δε με ποιες εγγυήσεις γίνεται η σχετική επεξεργασία», τονίζει η Αθηνά Κοντογιάννη, διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταναλωτή Ελλάδας, για τις εφαρμογές ψηφιακής ιχνηλάτησης.
Σύμφωνα με την κ. Κοντογιάννη, τα ζητήματα που προκύπτουν, αφορούν στο αν πράγματι τηρείται η ανωνυμία των επαφών που ιχνηλατούνται, ενώ κρίσιμο στοιχείο είναι επίσης, οι όροι σύμφωνα με τους οποίους γίνεται οριστική διαγραφή των δεδομένων που συλλέχθηκαν, «είτε όταν αρθούν οι έκτακτες συνθήκες, είτε όταν ο χρήστης αποφασίσει να απεγκαταστήσει την εφαρμογή από το κινητό του».
Η ακρίβεια και η εμπιστοσύνη των πολιτών
«Είναι μια αρκετά πρωτόγνωρη ιδέα. Δεν νομίζω ότι έχουν χρησιμοποιηθεί κινητά για τη συλλογή τόσο ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων», επισημαίνει ο κ. Τζαμτζής, ο οποίος εκφράζει την προβληματισμό του και για την ταχύτητα της εισαγωγής στην κοινωνία των συγεκριμένων ψηφιακών εφαρμογών αλλά και για το γεγονός ότι μια τόσο καινούργια ιδέα θα βγει στην αγορά σε σύντομο χρονικό διάστημα και σε μια ιδιότυπη στιγμή. «Θα προτιμούσα να υπήρχε περισσότερος χρόνος για να εξεταστεί το σύστημα, για πιθανά κενά ασφαλείας», αναφέρει ο ειδικός στις τεχνολογίες Big Data.
«Είναι κάτι σαν το παραμύθι με τον βοσκό και τον λύκο. Όταν έχεις να κάνεις με δεδομένα, δεν μπορείς να ρισκάρεις έχοντας χαμηλή ποιότητα, γιατί είναι πολύ πιθανό να έχεις τα αντίθετα αποτελέσματα. Ας φανταστούμε μια εφαρμογή που θα σου δείχνει συχνές ειδοποιήσεις ότι ήρθες σε επαφή με κάποιον που έχει προσβληθεί, αλλά εσύ συνεχίζεις να μην έχεις συμπτώματα. Θα καταλήξουμε με κάποιους ανθρώπους που θα πιστεύουν ότι η σημερινή κατάσταση είναι μια υπερβολή και ότι δεν είναι αναγκαίο να υπακούσουν σε μέτρα», εξήγησε ο κ. Τζαμτζής, εκτιμώντας πως πολύ σύντομα αυτοί που θα χρησιμοποιούν την συγκεκριμένη τεχνολογία θα καταλήξουν να αναζητούν περισσότερα στοιχεία για πιο αξιόπιστα δεδομένα και μετρήσεις(πχ τοποθεσία, χώρος, διάρκεια συνάντησης), κάτι θα κάνει πιο ευαίσθητη τη φύση των δεδομένων που συλλέγει η εφαρμογή.
«Σήμερα, μπορώ να δω την ψηφιακή ιχνηλάτηση να δουλεύει περισσότερο σε πιλοτική μορφή, εθελοντικά και σε μικρότερη κλίμακα, για να δούμε αν θα ήταν ένα μοντέλο που μπορεί να στηθεί με σωστό τρόπο, για να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στο πιο μακρινό μέλλον», καταλήγει ο κ. Τζαμτζής.