«Έμαθα πώς να ζω απλά και να ακολουθώ τον ρυθμό της φύσης» λέει ο Αουντούν Άμουντσεν, αναλογιζόμενος τη ζωή που έζησε στη ζούγκλα με την φυλή Μενταβάι, όπου υπήρχαν ελάχιστα πράγματα στην καθημερινή ατζέντα εκτός από την κατασκευή βελών ή κανό και το κυνήγι για τρόφιμα όπως πιθήκους, νυχτερίδες ή γαρίδες.
Ο Νορβηγός μηχανικός και σκηνοθέτης πήγε για πρώτη φορά να ζήσει με την φυλή στα βαθιά κατάφυτα της δυτικής Ινδονησίας στην ηλικία των 24 ετών, για έναν μήνα το 2004. Επέστρεψε το 2009 – αυτή τη φορά για μια τριετή παραμονή, κατά τη διάρκεια της οποίας έμαθε την άγραφη γλώσσα τους.
Λέει ότι το αυτό που του έλειψε περισσότερο ζώντας σε απομόνωση ήταν η «ευκολία της σύγχρονης κοινωνίας» και να «τρώει το φαγητό για απόλαυση και όχι απλώς για επιβίωση». Η συνομιλία με άτομα με τα οποία μπορούσε να συσχετιστεί ήταν ακόμη ένα πράγμα που λαχταρούσε ανά περιόδους.
Πώς αποφάσισε να πάει στα πέρατα του κόσμου και να ζήσει σε μια ζούγκλα
Η ζωή στην άγρια φύση απείχε πολύ από αυτήν που είχε αφήσει πίσω του ο Άμουντσεν. Το 2004 εγκατέλειψε την προσοδοφόρα δουλειά του ως εργαζόμενος σε μια πετρελαιοπηγή στα ανοικτά των ακτών της Σκωτίας και εγκατέλειψε το μοντέρνο, άνετο διαμέρισμά του στο Τροντχάιμ της Νορβηγίας για να ικανοποιήσει την περιέργειά του για ταξίδια.
Ξεκίνησε τα ταξίδια του από την Ινδία, προχωρώντας στη συνέχεια στο Νεπάλ και μετά στην Ινδονησία για να «ζεσταθεί λίγο» και να ανακάμψει από το υψόμετρο των Ιμαλαϊων. Ο 40χρονος λέει ότι όταν έφτασε στην Παντάνγκ στην δυτική Σουμάτρα, αποφάσισε ότι «ήθελε να βγει εκτός ορίων και να πάει όσο το δυνατόν πιο μακριά από τη δική του κουλτούρα».
Αφηγούμενος την ιστορία του, συνεχίζει: «Άκουσα ότι αυτοί οι παραδοσιακοί άνθρωποι ζούσαν στην ζούγκλα στο νησί Σιβιρούτ και σκέφτηκα: ‘Ουάου, αυτό είναι πραγματικά ενδιαφέρουν, θέλω πολύ να το δω’. Πήγα σε αυτό το νησί – ένα ταξίδι 12 ωρών με ένα άθλιο καράβι από το Παντάνγκ – και πέρασα μια εβδομάδα προσπαθώντας να πείσω κάποιον να με πάει σε εκείνο το μέρος. Σε αυτό το νησί δεν θα υπήρχε δυνατότητα επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Ήταν πολύ μακριά – χωρίς πρόσβαση σε google maps ή στο Facebook. Όταν έφτασα εκεί, ένας τύπος ήρθε περπατώντας προς εμένα και ήταν μια συναρπαστική στιγμή. Ευτυχώς χαμογελούσε κι ενώ δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε, γίναμε φίλοι».
Η φιλία του με έναν σαμάνο της φυλής
Ο άντρας αυτός ήταν ένας σαμάνος της φυλής που ονομάζεται Αμάν Πάκσα. Ο Νορβηγός, ο οποίος περιγράφει τον εαυτό του εκείνη την εποχή ως «αφελή και νέο ταξιδιώτη» πέρασε πάνω από ένα μήνα, ζώντας με τον Πάκσα. Όπως λέει: «Επειδή με συμπάθησε, κάναμε μια συμφωνία για να μείνω μερικές εβδομάδες. Σε αντάλλαγμα για τη φιλοξενία τους, βοήθησα με καθημερινές δουλειές και την ζωή γύρω από το σπίτι. Επικοινωνούσαν, λέει ο Άμουντσεν, κυρίως μέσω της γλώσσας του σώματος.
Τελικά, έφυγε για να συνεχίσει τα ταξίδια του και πήρε την πτήση της επιστροφής για την πατρίδα. Αφού επέστρεψε στην Νορβηγία χωρίς χρήματα και μετακόμισε σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, ο Άμουντσεν λέει ότι δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την «μαγεία της ζούγκλας» και αποφάσισε ότι ήθελε να επιστρέψει και να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για τον Πάκσα. Γι’ αυτό, κατάφερε να πάρει μια χρηματοδότηση από το νορβηγικό πολιτιστικό τμήμα.
Παρόλο που δεν είχε εμπειρία σχετικά με την σκηνοθεσία, προτού ξεκινήσει την περιπέτειά του, πέρασε τον χρόνο του «σπουδάζοντας και προσπαθώντας να απορροφήσω όσο τον δυνατόν περισσότερες γνώσεις για την βιντεογραφία, την σκηνοθεσία και ούτω καθεξής».
Επέστρεψε στην ζούγκλα για να κάνει το ντοκιμαντέρ του
Ο Άμουντσεν είχε μερικά προβλήματα υγείας προτού φύγει για την Ινδονησία, συμπεριλαμβανομένου ενός εγκεφαλικού επεισοδίου και μιας χειρουργικής επέμβασης, αλλά τελικά κατάφερε να ανακτήσει τις δυνάμεις του και ξεκίνησε το ταξίδι του το 2009. Αφού προσγειώθηκε για άλλη μια φορά στο Παντάνγκ, ο Άμουντσεν επιβιβάστηκε στην παλιά ξύλινη βάρκα για τον νησί Σιμπερούτ. Από εκεί, πήγε αντίθετα προς τον ποταμό, αναζητώντας τον παλιό του φίλο Πάκσα – ελπίζοντας ότι θα τον υποδεχόταν ξανά. Σε τελική ανάλυση δεν μπορούσε να του στείλει μήνυμα για να κάνει κράτηση δωματίου.
Ο Άμουντσεν λέει: «Μετά από μια εβδομάδα βρήκα επιτέλους τον Αμάν Πάκσα. Ήταν ακόμα εκεί και ήταν καλά. Είχε έναν γιο και επίσης, ένα ρολόι. Διαπίστωσα ότι τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα που ήμουν μακριά.
Ο δημιουργός ντοκιμαντέρ δεν είχε σχέδιο για το πόσο καιρό θα έμενε στην ζούγκλα αυτή την φορά. Αστειεύτηκε στον Πάκσα ότι μπορεί να έμενε για έναν χρόνο, με τη φυλή να του απαντά στην μητρική του γλώσσα «φυσικά, αν μπορείς». Ο Άμουντσεν είχε επιστρέψει με ένα μεγαλύτερο λεξικό της ινδονησιακής γλώσσας, ηλιακούς συλλέκτες και μια κάμερα, ώστε να καταγράψει πώς ήταν η ζωή εκεί. Αργότερα μετέτρεψε αυτό το υλικό σε ένα ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Newtopia». Είχε πάρει μαζί του και φάρμακα, τα οποία αποδείχθηκαν χρήσιμα όταν έπαθε μια μυστηριώδη οφθαλμική λοίμωξη που έκανε τα μάτια του να γίνουν κόκκινα και τα βλέφαρά του να κλείσουν σχεδόν.
Πώς ήταν η καθημερινότητά του στην ζούγκλα
Ο επίδοξος σκηνοθέτης περιγράφει τον χρόνο του σε έναν «χαμένο κόσμο» ως το ισοδύναμο ενός «διαχρονικού και μακρού διαλογισμού» όπου «απλώς έχασε το ίχνος του γραμμικού χρόνου». Περιγράφοντας την καθημερινή του ρουτίνα στο δάσος, λέει στην Daily Mail: «Ξυπνούσαμε μόνοι μας πριν από την ανατολή, όταν η ομίχλη περιέβαλε τα δέντρα. Καθώς ο ήλιος ζέσταινε την ζούγκλα, καθόμασταν στη βεράντα, χαλαρώναμε, κουβεντιάζαμε και πίναμε ένα ζεστό ρόφημα. Τότε, ταΐζαμε τους ημιάγριους χοίρους με σάγου (άμυλο από φοίνικα). Μετά από αυτό ήμασταν ελεύθεροι να σχεδιάσουμε ότι έργο θέλαμε. Μεταξύ αυτών ήταν το κυνήγι πιθήκων, νυχτερίδων ή ποταμίσιων γαρίδων. Κατασκευή εξοπλισμού, κανό, βέλη, καλάθια και ούτω καθεξής. Συνήθως ξεκουραζόμασταν λίγο το μεσημέρι και στη συνέχεια κάναμε κάτι κοινωνικό. Τα σπίτια είναι ανοιχτά και οι επισκέπτες πηγαινοέρχονται, ή πηγαίναμε στο σπίτι κάποιου για να μάθουμε κουτσομπολιά».
Και συνεχίζει:« Όταν έπεφτε το σκοτάδι, καθόμασταν γύρω από μια λάμπα. Διάβασα πολλά βιβλία όταν ήμουν εκεί. Μερικές φορές φτιάχναμε χειροτεχνίες όπως πλεκτά καλάθια. Οι μέρες μας ήταν γεμάτες με μια αργή ποικιλία, αλλά ο χρόνος πέρασε χωρίς προειδοποίηση».
Ο νεοτερισμός εισέβαλε στη ζωή της ζούγκλας
Με την πάροδο του χρόνου, ο Άμουντσεν είδε τον νεοτερισμό να μπαίνει στην ζωή της ζούγκλας, με τα δυτικά ρούχα να υιοθετούνται, τα πλαστικά αντικείμενα να αντικαθιστούν τα φυτικά προϊόντα και την πείνα για λεφτά. Τα κοτόπουλα και οι χοίροι ήταν μέχρι τότε, οι παραδοσιακοί τρόποι πληρωμής.
Όπως εξηγεί στο νοτκιμαντέρ του, Newtopia, όταν ο Άμουντσεν πρωτογνώρισε τον Πάκσα είχε εκπλαγεί με το πώς δεν «είχε χρήματα, ηλεκτρικό ρεύμα ή μηχανήματα». Όπως λέει: «Ήταν καταπληκτικό. Ήταν σαν μια ιστορία από την παιδική μου ηλικία».
Αλλά καθώς περνούσε ο χρόνος, το παραμύθι του Άμουντσεν έχασε την λάμψη του βλέποντας τα μέλη της φυλής Μενταβάι να γίνονται περίεργοι με τον έξω κόσμο, με τις πόλεις στην περιφέρεια του δάσους να μετατρέπονται σε πολυσύχναστα εμπορικά κέντρα.
Κινητήρες αντί για κουπιά και όπλα αντί για βέλη
Ο σκηνοθέτης λέει ότι πίστευε ποτέ πως ο Αμάν Πάκσα «θα είχε μια μέρα τραπεζικό λογαριασμό και κινητό τηλέφωνο» αλλά συνειδητοποίησε ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Τα μέλη της φυλής άρχισαν να χρησιμοποιούν κινητήρες αντί για κουπιά, συνειδητοποίησαν πως μπορούν να κυνηγούν με όπλα αντί για βέλη και πως τα αλυσοπρίονα είναι πιο αποτελεσματικά από τα χέρια.
Σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρήματα για να αγοράσει αυτά τα σύγχρονα εργαλεία, ο Πάκσα έκοψε τα μαλλιά του και υιοθέτησε δυτικά ρούχα, προκειμένου να βρει δουλειά στην πόλη Παντάνγκ. Ο Άμουντσεν λέει ότι δυσκολεύτηκε να παρακολουθήσει αυτές τις αλλαγές, αλλά δέχτηκε ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει τον Πάκσα να δοκιμάσει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.
Κι ενώ η ζωή φαινόταν ελκυστική από απόσταση, ο Πάκσα συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν το μόνο που είχε καταστραφεί. Κάποια στιγμή, είπε στον Άμουντσεν: «Αν έτσι είναι όλος αυτός ο θόρυβος, δεν μου αρέσει».
Χάνοντας την ηρεμία της ζούγκλας, ο Πάκσα αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του, οπλισμένος με μία περούκα που είχε αγοράσει σε ένα σύγχρονο εμπορικό κέντρο για να αντικαταστήσει τα κομμένα μαλλιά του. Έβγαλε τα δυτικά ρούχα και φόρεσε ξανά τα δικά του και επέστρεψε στο κυνήγι με τόξο και βέλος.
Τι μήνυμα θέλει να περάσει από την εμπειρία του
Ο Άμουντσεν επέστρεψε στην ζούγκλα πολλές φορές από τότε που ολοκλήρωσε το ντοκιμαντέρ του και η μοναδική του φιλία με τον Πάκα διαρκεί τώρα 16 χρόνια.
Ερωτηθείς ποια είναι η ελπίδα του για τους ανθρώπους που θα δουν το ντοκιμαντέρ του, λέει: «Θα ήθελα οι άνθρωποι να λατρεύουν την ποικιλομορφία και τις διαφορές του κόσμου, πολιτιστικά, οικολογικά, μεταξύ φύλων και παραδόσεων. Θα ήθελα επίσης, να εγείρω ερωτήματα σχετικά με το είδος της προόδου που θέλουμε για το μέλλον. Πιστεύω ότι τελικά θα βρούμε μια ισορροπία μεταξύ φύσης και νεοτερισμού , αλλά δυστυχώς υποψιάζομαι ότι πολλά είδη και οικοσυστήματα θα εξαφανιστούν πριν το κάνουμε. Με πολλούς τρόπους η ζωή με τους Μενταβάι με έκανε να σκεφτώ το απόσπασμα του διάσημου Αμερικανού ιστορικού Γουίλ Ντιράν: «Ένας σπουδαίος πολιτισμός δεν κατακτάται από έξω μέχρι να καταστραφεί από μέσα».
Φωτογραφίες: Facebook/Audun Amundsen