Γλίτωσε το απόσπασμα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, έγραψε μερικά από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα μέχρι σήμερα, βυθίστηκε στον τζόγο δίνοντας τα πάντα. Ο λόγος για τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
«Οι πραγματικά σπουδαίοι άνδρες, νομίζω, πρέπει να βιώνουν μεγάλη θλίψη», είχε δηλώσει ο Ντοστογιέφσκι. Κι όπως ανακαλύπτει κανείς από τη βιογραφία του Άλεξ Κριστόφι, σίγουρα παρέμεινε πιστός στα λεγόμενά του.
«Δεν έχω βιώσει ποτέ την ευτυχία. Πάντα την περίμενα», ήταν μία ακόμη από τις δηλώσεις του μυθιστοριογράφου. Ο βιογράφος Άλεξ Κριστόφι στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Dostoevsky in Love: An Intimate Life» μας ενημερώνει για την «ανήσυχη και δυστυχισμένη» ύπαρξή του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η Ρωσία του 19ου αιώνα ήταν ένα «τεράστιο δίκτυο κλεφτών» και πως μια μέση τουαλέτα ήταν μια τρύπα σε μια σανίδα, κάτω από την οποία «η βρωμιά ήταν παχιά και ολισθηρή».
Αν ο Ντοστογιέφσκι στα βιβλία του έγραφε για «τους ταπεινωμένους, τους άρρωστους και τους σιωπηλούς», εάν εξέταζε την ψυχολογία του «μεθυσμένου άνδρα, του διαλυμένου άνδρα», τότε αυτό συνέβαινε επειδή όλα, από μία άποψη, ήταν αυτοβιογραφικά. Ο ίδιος ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι ήταν ένας «οργισμένος άνδρας» που βρισκόταν συνεχώς στο επικίνδυνο χείλος της σωματικής και ψυχικής καταστροφής.
Εχασε τους γονείς του πολύ νωρίς
Γεννήθηκε το 1821, γιος ενός φτωχού γιατρού. Ήταν ένα «παιδί γεμάτο ενέργεια, περιέργεια, που συνεχώς μιλούσε με αγνώστους». Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση όταν εκείνος ήταν 15 ετών. Ο πατέρας του βρέθηκε νεκρός σε μία τάφρο λίγο αργότερα –είτε σκοτώθηκε από τους υπηρέτες του είτε από ατύχημα, είναι κάτι που παραμένει πάντα ένα μυστήριο.
Ο Ντοστογιέφσκι στάλθηκε από συγγενείς στο Ινστιτούτο Στρατιωτικών Μηχανικών στην Αγία Πετρούπολη, όπου σπούδασε μουσική, χορό, στρατιωτική άσκηση, γεωμετρία και χαρτογράφηση πεδίου. Του άρεσε να διαβάζει ιατρικά εγχειρίδια και είχε βρει ενδιαφέρουσες τις ψυχικές ασθένειες και το νευρικό σύστημα. Στον ελεύθερο χρόνο του άρχισε να γράφει διηγήματα.
Μια πολλά υποσχόμενη λογοτεχνική σταδιοδρομία διακόπηκε όταν ένας κριτικός εφημερίδας, ο Βαλέριαν Μάικοφ, ο οποίος σχεδίαζε να γράψει ένα άρθρο που θα έκανε τον Ντοστογιέφσκι «τον σημαντικότερο συγγραφέα της γενιάς του», πήγε για μια βόλτα στην εξοχή, «έπαθε ηλίαση και πέθανε».
Πώς γλίτωσε στο τσακ την εκτέλεση
Το 1849, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι συνελήφθη και κατηγορήθηκε, μαζί με άλλους ποιητές, για τη «διανομή έντυπων έργων κατά της κυβέρνησης». «Του δόθηκε μία παχιά γκρι στολή φυλακής, κάλτσες και μετά έκλεισε η πόρτα πίσω του». Πέρασε 8 μήνες σε απομόνωση, πριν οδηγηθεί σε εκτέλεση. Όταν ήρθε εκείνη η ώρα, του έδειξαν μια χειράμαξα, στην οποία βρισκόταν ένα φέρετρο καλυμμένο με ένα πανί. Ο Ντοστογιέφσκι δέθηκε σε μία κολόνα, οι στρατιώτες σημάδεψαν και, την τελευταία στιγμή, ανακοινώθηκε ότι ο τσάρος είχε ανακαλέσει την απόφαση για εκτέλεση. Αντί για σφαίρα, έλαβε τετραετή ποινή σκληρής εργασίας.
Ήταν μία εμπειρία που θα οδηγούσε τους περισσότερους ανθρώπους στο άσυλο. Ο Ντοστογιέφσκι, όμως, υπέφερε μόνο «από αιμορροΐδες -σε σημείο που δεν μπορούσε να καθίσει ούτε να σταθεί όρθιος- και σπασμούς στον λαιμό». Ωστόσο, το καθεστώς των φυλακών ήταν μια κόλαση, χωρίς εγκαταστάσεις για μπάνιο ή αποχέτευσης και το φαγητό ήταν μια σούπα με λάχανο «που γινόταν πιο πυκνή χάρη σε έναν τεράστιο αριθμό κατσαρίδων». Οι φρουροί ήταν σαδιστές: «Εάν βγεις έστω και λίγο εκτός γραμμής, θα σε μαστιγώσουμε».
Τελικά, όμως, απελευθερώθηκε και έζησε στο Ομσκ, μια πόλη που αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Σοβιετικούς ως εγκατάσταση πυρηνικών δοκιμών. Εκεί, ο μυθιστοριογράφος ερωτεύτηκε τη γυναίκα (σύντομα χήρα) ενός τοπικού αξιωματούχου ειδικών φόρων κατανάλωσης. Οι αρνήσεις της μαντάμ Ισάεβα να ενδώσει στο φλερτ του ώθησαν τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι να πει πως «η χαρά της αγάπης είναι μεγάλη, αλλά τα βάσανά της είναι τόσο έντονα, που θα ήταν πολύ καλύτερο να μην αγαπήσεις καθόλου».
Η πρώτη νύχτα γάμου και η τραγική κατάληξη
Δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιος τη λογική του. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι, όταν τελικά παντρεύτηκε τη Μαρία Ισάεβα το 1857, έπαθε επιληπτική κρίση στην κρεβατοκάμαρα την πρώτη νύχτα του γάμου τους, πέφτοντας στο πάτωμα «με το σώμα του να πάλλεται σε έναν απροσδιόριστο ρυθμό». Και εάν αυτό δεν ήταν αρκετά τραγικό, στον Ντοστογιέφσκι άρεσε σεξουαλικά να φιλάει πόδια και να χαϊδεύει κάλτσες και παπούτσια.
Η επιληψία «τρόμαξε τη γυναίκα μου μέχρι θανάτου» και, όπως λέει ο βιογράφος, «ο γάμος δεν ανέκαμψε ποτέ μετά από εκείνη την πρώτη νύχτα». Ήταν μια ανακούφιση για όλους όταν εκείνη πέθανε από φυματίωση.
Έχοντας απολυθεί από τον στρατό το 1859 «λόγω των αιμορροΐδων», ο Ντοστογιέφσκι επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη για να ξαναρχίσει τη λογοτεχνική ζωή. Το «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», το μυθιστόρημα για τη σκληρότητα στη φυλακή της Σιβηρίας, έγινε μεγάλη επιτυχία και, ξαφνικά με χρήματα στην τσέπη του, ο συγγραφέας μπόρεσε να ταξιδέψει. Δεν εντυπωσιάστηκε από το Παρίσι («μια εξαιρετικά βαρετή πόλη») και είπε για το Λονδίνο: «Όλοι βιάζονται να γίνουν λιώμα από μεθύσι».
Η γνωριμία και ο εθισμός στον τζόγο
Ήταν στα τραπέζια τζόγου του Βισμπάντεν που γνώρισε τον εχθρό του -τα ζάρια και τα χαρτιά. Με την πεποίθηση πως ήταν μάστερ σε ένα σύστημα που συνδύαζε «τύχη με λογική», ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι έχασε μέσα σε μία βραδιά το ισοδύναμο των σημερινών 32.000 λιρών.
Δανείστηκε πολλά, έβαλε ενέχυρο τα υπάρχοντά του, ζήτησε από τους φίλους του να βάλουν κι εκείνοι ενέχυρα. Ήταν εμμονικός, η συμπεριφορά και η διάθεσή του κυμαινόταν δραματικά μεταξύ χαράς και απελπισίας. Οι ελάχιστες νίκες του τον ενθάρρυναν, οδηγώντας όμως σε περαιτέρω απώλειες.
Ο Φρόιντ πιθανώς δεν ήταν χρήσιμος όταν είπε ότι «ο εθισμός στα τυχερά παιχνίδια είναι υποκατάστατο του αυνανισμού», αλλά όταν ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι παντρεύτηκε τη στενογράφο του, Άννα, το 1866, εκείνη μπορεί να αναρωτιόταν εάν είχε κάποιο δίκιο.
Ποντάροντας υψηλά ποσά, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι βυθίστηκε σε τεράστια χρέη. Παρακαλούσε πάντα για συγχώρεση από την Άννα, λέγοντάς της πως «δεν ήταν άξιός της», αλλά αμέσως μετά της ζητούσε να βάλει ενέχυρο το δαχτυλίδι του γάμου τους και τα έπιπλα. Δεν μπορούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς στα εστιατόρια ή στα ξενοδοχεία, ή τα εισιτήρια τρένων. Δεν είχε μείνει τίποτα στο σπίτι παρά μόνο τα ξύλινα κουτάλια.
Στον δεύτερο γάμο του συνέβη κάτι αντίστοιχο και πάλι
Στο σεξουαλικό μέτωπο, ο Ντοστογιέφσκι είχε πάλι ένα επεισόδιο την πρώτη νύχτα του γάμου και φώναζε από πόνο για τις επόμενες 4 ώρες. Μόλις συνήλθε, μπορούσε να μιλήσει μόνο στα γερμανικά. Με κάποιον τρόπο, ο Ντοστογιέφσκι απέκτησε παιδιά, αλλά την ώρα που γεννούσε η γυναίκα του, εκείνος ήταν αυτός που έβγαζε «κραυγές ζώων». Η μαία χρειάστηκε να τον πετάξει έξω.
Ο βιογράφος λέει ότι ο Ντοστογιέφσκι έπασχε από αυτό που σήμερα ονομάζεται Geschwind, μια νευρολογική κατάσταση που εξηγεί τη μανία για γραφή ή τζόγο αλλά και τη μεταβλητότητα. Αυτή είναι εξάλλου και η ατμόσφαιρα στα βιβλία του «Έγκλημα και τιμωρία», «Αδελφοί Καραμάζοφ», «Ο Ηλίθιος» και ούτω καθεξής: Ιστορίες για φαντάσματα, απατεώνες και δολοφόνους, γεμάτες «επαναλήψεις και παραβάσεις».
Η Άννα έβαλε σε κάποια τάξη τα οικονομικά, βοήθησε τον σύζυγό της να βρει εκδότες, επεξεργάστηκε τα μπερδεμένα κείμενα και ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση των τελευταίων χρόνων του Ντοστογιέφσκι, όπου έπασχε από λοιμώξεις της ουροδόχου κύστης, εμφύσημα και αιμορραγία από τη μύτη.
Στη Ρωσία «χαιρετίστηκε ως εθνικός προφήτης» και ο τσάρος τον προσκάλεσε σε δείπνο στο χειμερινό παλάτι -καθόλου άσχημα για έναν πρώην κατάδικο. Όταν πέθανε, τον Φεβρουάριο του 1881, χιλιάδες ξεχύθηκαν στους δρόμους για να παραστούν στην κηδεία του.
Μια μικρή λεπτομέρεια από το βιβλίο; Ο Ντοστογιέφσκι και η Άννα είχαν μία αγελάδα στον επάνω όροφο του διαμερίσματός τους «ώστε να έχουν τα παιδιά τους πάντα φρέσκο γάλα».