Ο Τζων Βορρές υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που έζησαν στο Μαρούσι.
Ευεργέτησε τους Μαρουσιώτες στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής προσφέροντας όλη την παραγωγή του κτήματός του (χιλιάδες κιλά λαχανικά, πατάτες, φρούτα, γάλα κ.α) για το συσσίτιο των πεινασμένων κατοίκων της πόλης.
Ο δήμαρχος που στεκόταν επί ώρες ακίνητος...
Πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, ακόμη και ως Δήμαρχος (βγήκε δύο φορές) ακολουθούσε τον πνευματικό δρόμο της Γιόγκα. Μάλιστα, ήταν ο πρώτος που μετέφρασε το βιβλίο Αυτοβιογραφία ενός Γιόγκι του Παραμχάνσα Γιογκανάντα (1956). Στενός φίλος της τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης, κατόρθωσε να την προσελκύσει κι αυτή στις διδασκαλίες της Γιόγκα. Σύμφωνα με μαρτυρία του ανιψιού του Ίωνα Βορρέ (του αείμνηστου ιδρυτή του Μουσείου Βορρέ), ο Τζων Βορρές, καθόταν επί ώρες, ακίνητος, κοντά στη λιμνούλα με τα νούφαρα, που είχε το κτήμα.
«Φανατικός οπαδός της ιδεολογίας Γιόγκα, ο θείος μου, ήταν ο πρώτος έλληνας δήμαρχος γιόγκι. Τον θυμάμαι μερικές φορές, να κάθεται ακίνητος επί ώρα, σε θέση οκλαδόν, κοντά στη λίμνη με τα νούφαρα ατενίζοντας το κενό…». (Ίωνας Βορρές – Απόσπασμα από ανακοίνωσή του στο Συμπόσιο Ιστορία και Λαογραφία της Αττικής. Μαρούσι, 1999).
Το κτήμα του Τζων Βορρέ οπου μαζευόταν όλη η Αθήνα
Το Κτήμα του Τζων Βορρέ, συγκέντρωνε πριν και μετά τον Πόλεμο, σπουδαίες προσωπικότητες του πνεύματος και της τέχνης. Ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, η Κοτοπούλη, η Βέμπο, ήταν μερικοί από εκείνους που πήγαιναν τακτικά στο περίφημο κτήμα. Η Μελίνα Μερκούρη και ο αδελφός της Σπύρος, έζησαν ένα διάστημα εκεί, όπως και ο περιώνυμος μαρουσιώτης Κατσίμπαλης, αλλά και ο συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, που έγραψε το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφτεί για την Ελλάδα, με τίτλο «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού».
Πολλοί και οι πολιτικοί της εποχής που πήγαιναν, ως φίλοι του Βορρέ, στο κτήμα, όπως και το τότε βασιλικό ζεύγος, Παύλος και Φρειδερίκη. Παρόλες τις υψηλές γνωριμίες του και την κοινωνική του θέση, ο Τζων Βορρές, όπως πάλι διηγείται ο ανιψιός του, ήταν άνθρωπος απλός, προσιτός και προσφιλής σε όλους.
«Περπατούσε συνήθως από το κτήμα στο Δημαρχείο, γεμάτος από πενταροδεκάρες, τις οποίες μοίραζε αφειδώς στα παιδάκια που υπεραγαπούσε και που παντού τον περιστοίχιζαν. Μια φορά, όταν τον είχαν περικυκλώσει ως συνήθως διάφορα πιτσιρίκια, άκουσε ξαφνικά μια φωνούλα να βγαίνει από έναν κοντινό θάμνο: κύριε Βορρέ, κύριε Βορρέ, μη φύγετε, κάνω τα κακάκια μου και έρχομαι αμέσως!», (Ίωνας Βορρές – Απόσπασμα από ανακοίνωσή του στο Συμπόσιο Ιστορία και Λαογραφία της Αττικής. Μαρούσι, 1999).
Προπολεμικά, το κτήμα Βορρέ, 800 περίπου στρεμμάτων, έβριθε από πουλιά, πεταλούδες και πολύχρωμες σαύρες. Απασχολούσε πάνω από 100 άτομα, κηπουρούς και αγρότες, όλους από το Μαρούσι. Στο κέντρο, δέσποζε η περίφημη Βίλα με τα Νούφαρα, σχεδιασμένη από τον Τζων Βορρέ, ένα πυργοειδές κτίσμα 15 δωματίων κατασκευασμένο από κόκκινη μασίφ πέτρα. Δυστυχώς η βίλα κάηκε σε μεγάλη πυρκαγιά και σήμερα υπάρχουν ερείπια. Εντυπωσιακή ήταν η λιμνούλα μπροστά από την βίλα, γεμάτη από νούφαρα, που ο Βορρές, πρώτος έφερε στην Ελλάδα.
Το τεράστιο αυτό κτήμα, είχε αγοραστεί με χρήματα της Ελένης Χιρόντο (το γένος Λεβίδη), πρώτης γυναίκας του Τζων Βορρέ. Μια εξαιρετικά ευαίσθητη και καλλιτεχνικής φύσης γυναίκα, που είχε παντρευτεί σε πρώτο γάμο τον κατά πολύ μεγαλύτερό της αργεντινό γαιοκτήμονα ονόματι Ντε Χιρόντο. Μετά τον θάνατο του γαιοκτήμονα, πούλησε τα πάντα, επέστρεψε στην Ελλάδα, και παντρεύτηκε τον Βορρέ, με τον οποίο λέγεται ότι διατηρούσε ειδύλλιο, πριν τον γάμο της με τον αργεντινό πολυεκατομμυριούχο. Το ζεύγος χώρισε το 1937 και το 1942, ο Τζων Βορρές, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Αμαλία Μολά, που του συμπαραστάθηκε σε όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Ο Τζων Βορρές, πέθανε το 1968, αφού πρόλαβε να σημαδέψει ευεργετικά το Μαρούσι. Έσωσε το Δάσος Συγγρού από την κατάτμηση, που κάποιοι «έξυπνοι» προγραμμάτιζαν. Επί Δημαρχίας του καθιερώθηκε η Πανελλήνια Έκθεση Αγγειοπλαστικής και Κεραμικής Τέχνης.
Δημιούργησε την πρώτη δημοτική βιβλιοθήκη, δωρίζοντας εκατοντάδες βιβλία από την προσωπική του βιβλιοθήκη.
Στα χρόνια του, το Μαρούσι είχε αναδειχτεί ως πολιτιστικό και κοινωνικό κέντρο όλης της βορειοανατολικής Αττικής.
Αδικήθηκε όμως. Αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από Δήμαρχος δύο φορές, λόγω έντονων διαφωνιών με το Δημοτικό Συμβούλιο. Κάποιοι, δεν ήθελαν τον αναζωογονητικό αέρα που έφερνε ένας λεβεντάνθρωπος ή ίσως να θεωρούσαν ανήθικο να έχουν έναν Δήμαρχο γιόγκι.
Τα τελευταία του λόγια προς την αγαπημένη του σύντροφο ήταν: «Δεν πειράζει, Αμαλάκι μου… Ας μάς αδικούν! Εμείς να μην αδικήσουμε κανέναν»!