Η σπουδαία Gina «La Lollo» Lollobrigida (Τζίνα Λολομπρίτζιντα) έζησε μια έντονη ζωή.
Την περιέγραψαν ως τη Μόνα Λίζα του 20ού αιώνα, τον «πειρασμό του Τίβερη» και «busto provocante», ενώ έκανε τους πάντες, συμπεριλαμβανομένων του μεγιστάνα του κινηματογράφου Χάουαρντ Χιουζ, του πρίγκιπα Ρενιέ Γ' και του Κουβανού δικτάτορα Φιντέλ Κάστρο, να τρελαίνονται από πόθο.
Η Τζίνα Λολομπρίτζιντα, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ημέρες σε ηλικία 95 ετών, σε ιδιωτική κλινική στη Ρώμη, δεν ήταν ποτέ ο τύπος που ζούσε ήσυχα, μακριά από τα πρωτοσέλιδα.
Η «πάντα απασχολημένη» Τζίνα Λολομπρίτζιντα
Δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να «μειώσει» την εκπληκτική ροζ έπαυλή της (με σμήνος λευκών πελαργών και εξαιρετική συλλογή έργων τέχνης) ή την εξίσου εντυπωσιακή γκαρνταρόμπα της. Αντ' αυτού, γιόρτασε την έναρξη της δέκατης δεκαετίας της παρευρισκόμενη σε ένα τεράστιο πάρτι που διοργάνωσε γι' αυτήν η πόλη της Ρώμης, με μια επταώροφη τούρτα διπλάσιου ύψους από αυτήν.
Όταν έβγαινε στην πόλη, ήταν στολισμένη με αστραφτερά ρούχα υψηλής ραπτικής με έντονα χρώματα -το κίτρινο του λεμονιού, το μωρουδιακό ροζ και το ουράνιο μπλε- γεμάτη με εντυπωσιακά κοσμήματα. Μιλούσε συχνά και με ενθουσιασμό για τους πολλούς εραστές της, πολλοί από τους οποίους ήταν κατά πολύ νεότεροι.
Μπαινόβγαινε στα δικαστήρια για μια σειρά από παράξενες νομικές διαμάχες, συμπεριλαμβανομένης μιας για το αν είχε ή όχι παντρευτεί έναν εραστή που ήταν 34 χρόνια νεότερός της. Όπως το έθεσε η ίδια σε μια από τις τελευταίες της συνεντεύξεις, «όλα τα πράγματα που έκανα τα έκανα με την καρδιά μου. Είμαι πάντα απασχολημένη».
Και, μόλις πέρυσι, λίγες εβδομάδες μετά τα 95α γενέθλιά της, έκανε μια δεύτερη (ανεπιτυχή) απόπειρα στην ιταλική πολιτική σκηνή.
Η διαμάχη με τη Σοφία Λόρεν -Η «κατσίκα» και το «άλογο κούρσας»
Επίσης, δεν ξεπέρασε ποτέ τη διαμάχη της με την άλλη Ιταλίδα καλλονή της δεκαετίας του '60, τη Σοφία Λόρεν, η οποία κάποτε τόλμησε να δηλώσει ότι ήταν η «πιο καυτή» από τις δύο και η Τζίνα τής απάντησε με την ατάκα: «Είμαστε τόσο διαφορετικές όσο ένα καλό άλογο κούρσας και μια κατσίκα... Εγώ είμαι το Νο 1».
«Έκανε τη Μέριλιν Μονρόε να μοιάζει με τη Σίρλεϊ Τεμπλ»
Τη δεκαετία του 1950 και του 1960 η Τζίνα Λολομπρίτζιντα ήταν πιθανότατα η πιο διάσημη Ιταλίδα στον πλανήτη. Και σίγουρα -με το εξαίσιο πρόσωπό της και την απίστευτα πληθωρική φιγούρα της- η πιο σέξι.
Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ είπε κάποτε ότι «έκανε τη Μέριλιν Μονρόε να μοιάζει με τη Σίρλεϊ Τεμπλ». Ακόμη και ο Rock Hudson, συμπρωταγωνιστής της στις ταινίες Come September (1961) και Strange Bedfellows (1965), ο οποίος αργότερα θα αποκάλυπτε ότι είναι ομοφυλόφιλος, δεν είχε ανοσία στη σεξουαλική γοητεία της. «Όταν κάναμε τις ερωτικές σκηνές μας, ήταν αρκετά... φυσιολογικός. Του άρεσα πολύ. Ένιωσα κάτι... ήταν κάτι περισσότερο από ένα φιλί», έχει πει η ίδια. Ο Rock Hudson δεν ήταν ο μόνος. Η Τζίνα φαινόταν να δημιουργεί ένα είδος τρέλας όπου κι αν πήγαινε.
Όταν, στο απόγειο της φήμης της, έφτασε στην Αργεντινή για μια επίσκεψη, την υποδέχθηκε πλήθος 60.000 θαυμαστών, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος της χώρας Χουάν Περόν. Στο Λονδίνο βγήκαν προς πώληση καυτά σορτσάκια με ανάγλυφο το όνομά της κεντημένο στο πίσω μέρος με πούλιες.
Εν τω μεταξύ, πίσω στην πατρίδα της, την Ιταλία, οι συμπατριώτες της ονόμασαν ένα ολοκαίνουργιο μαρούλι -το lollo rosso- ως φόρο τιμής στην εμβληματική της σγουρή κόμμωση. Και η εφημερίδα Il Messaggero δεν συγκρατήθηκε ακριβώς, περιγράφοντάς την ως «πλούσια, σαρκική, μαγευτική, γήινη, ζωηρή, ζωντανή, κομψή, αυτοκρατορική, πρέσβειρα της ιταλικής γοητείας στον κόσμο».
Τίποτα από αυτά δεν φάνηκε να ενοχλεί την Τζίνα. «Είμαι ένα σύμβολο της Ιταλίας. Είμαι η μητέρα της Ιταλίας», της άρεσε να λέει από το παλάτι των δέκα υπνοδωματίων της στη Ρώμη.
Τζίνα Λολομπρίτζιντα: Δεν ήθελε ποτέ να γίνει ηθοποιός
Αλλά, ακόμη κι έτσι, πρέπει να ένιωθε έτη φωτός μακριά από την πολύ ταπεινή παιδική της ηλικία στη μικρή πόλη Subiaco κοντά στη Ρώμη. Εκεί όπου ο πατέρας της ήταν κατασκευαστής επίπλων που ταξίδευε με γαϊδουράκι και εκεί όπου πέρασε τα εφηβικά της χρόνια, αποφεύγοντας τις βομβαρδιστικές επιδρομές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πριν σπουδάσει Γλυπτική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης.
Γιατί η ειρωνεία ήταν ότι η Τζίνα δεν ήθελε ποτέ ιδιαίτερα να γίνει ηθοποιός. Το πάθος της ήταν η τέχνη: η γλυπτική και το σχέδιο.
Όμως, την εντόπισε ένας ανιχνευτής ταλέντων, της προσφέρθηκε μια οντισιόν στην Cinecitta -την ιταλική εκδοχή του Χόλιγουντ- και υπέγραψε με μια ιταλική κινηματογραφική εταιρεία, η οποία της έδωσε τον ρόλο μιας άγριας ορεινής κοπέλας που αντιστέκεται στις προτάσεις ενός αρχηγού της αστυνομίας.
Στην αρχή δεν ήταν ενθουσιασμένη. «Αρνήθηκα όταν μου πρότειναν τον πρώτο μου ρόλο», είπε. «Τους είπα ότι η τιμή μου ήταν ένα εκατομμύριο λιρέτες, πιστεύοντας ότι αυτό θα σταματούσε το όλο θέμα. Αλλά εκείνοι είπαν "ναι"!».
Ο γάμος της με έναν Σλοβένο γιατρό
Αμέσως μετά ήρθε τρίτη σε διαγωνισμό ομορφιάς Miss Italia και το 1949 παντρεύτηκε έναν Σλοβένο γιατρό, τον Milko Skofic, επτά χρόνια μεγαλύτερό της, ο οποίος έγινε ο μάνατζέρ της και με τον οποίο απέκτησε έναν γιο, τον Milko Jr, που γεννήθηκε το 1957.
Ο Μίλκο ήταν ίσως πιο φιλόδοξος από τη σύζυγό του και με χαρά τράβηξε μια σειρά διαφημιστικών φωτογραφιών για ένα περιοδικό όπου φαινόταν ιδιαίτερα ωραία με μπικίνι, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση όταν ο Χάουαρντ Χιουζ τις είδε, 9.600 χιλιόμετρα μακριά στο Χόλιγουντ.
Ο Χιουζ ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο εκείνη την εποχή. Εντόπισε την Τζίνα, της πρόσφερε ένα δοκιμαστικό και ένα δωρεάν ταξίδι για εκείνη και τον σύζυγό της στο Χόλιγουντ και -ω, τι έκπληξη- έστειλε μόνο ένα εισιτήριο, για την Τζίνα.
Το στενό μαρκάρισμα του Χάουαρντ Χιουζ στην Τζίνα Λολομπρίτζιντα
Στη συνέχεια, από τη στιγμή που εκείνη έφτασε, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τη ρίξει στο κρεβάτι. Είχε βάλει δικηγόρους διαζυγίου να περιμένουν στο αεροδρόμιο, τη φλέρταρε με μια σουίτα σε πολυτελές ξενοδοχείο με γραμματέα και σοφέρ και επί τρεις μήνες την επισκεπτόταν καθημερινά βομβαρδίζοντάς την με διάφορες κινήσεις φλερτ.
Εκ των υστέρων, η Τζίνα πάντα μάλλον μετάνιωνε που τον απέκρουε τόσο αποτελεσματικά. «Ήμουν πολύ αθώα εκείνη την εποχή», είπε. «Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Πιο ενδιαφέρων από τον σύζυγό μου».
Και έτσι, μετά από μόλις τρεις μήνες υπέγραψε συμβόλαιο και επέστρεψε στην πατρίδα της αποφασισμένη να αποφύγει το Χόλιγουντ και να δουλέψει κυρίως στη Γαλλία και στην Ιταλία -γυρίζοντας ταινίες όπως το The Wayward Wife και το Bread, Love And Dreams.
Πρωταγωνίστρια δίπλα στους πιο γοητευτικούς άνδρες του κόσμου
Ήταν η πρώτη της γνωστή αγγλόφωνη ταινία το 1953 -δίπλα στον Μπόγκαρτ στην ταινία Beat The Devil του John Huston, που γυρίστηκε στην ακτή Amalfi και αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς πρωταγωνιστικών ρόλων δίπλα στους πιο γοητευτικούς άνδρες του κόσμου.
Ο Έρολ Φλιν στο Crossed Swords, ο Άντονι Κουίν στο The Hunchback Of Notre Dame και οι Μπαρτ Λάνκαστερ και Τόνι Κέρτις στο Trapeze.
Δούλευε πολύ σκληρά -κατά τη δεκαετία του 1950, συχνά γύριζε μία ταινία τον μήνα- και τα πήγαινε καλά με όλους τους εξαιρετικά αξιόλογους συμπρωταγωνιστές της, εκτός από τον Φρανκ Σινάτρα.
«Μηδενική αίσθηση του χιούμορ», δήλωσε αφού εκείνος αργούσε τακτικά στα γυρίσματα και ήταν φανερά σοκαρισμένος και μουτρωμένος όταν «του την είπε».
Διότι η Τζίνα δεν ήταν ποτέ ο τύπος που μάσαγε τα λόγια της. Ήταν ειλικρινής σε συνεντεύξεις, ισχυριζόμενη ότι οι γυναίκες προσποιούνταν τις ηλίθιες μπροστά στους άνδρες και επιμένοντας ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα με το να την αντικειμενοποιούν ως αντικείμενο του σεξ. «Γιατί να προσβληθώ; Δεν είναι προσβολή», είπε.
Ήταν, επίσης, τολμηρή. Έτσι, όταν το 1965 την έπιασαν να μην πληρώνει φόρους ύψους 4.000 λιρών στην Καλιφόρνια και οι κρατικοί υπάλληλοι κατέσχεσαν τα κοσμήματά της, εκείνη αντέδρασε: «Δεν ήξερα ποτέ ότι χρωστούσα φόρους. Ακόμα και η Μαφία προειδοποιεί τουλάχιστον μία φορά».
Και αργότερα, όταν επικρίθηκε στο Λονδίνο επειδή φορούσε ένα παλτό από δέρμα τίγρης, επέμεινε ότι για την κατασκευή του παλτού χρειάστηκαν «μόνο» τρεις τίγρεις. «Τι μπορώ να κάνω; Οι τίγρεις στο παλτό μου ήταν ήδη νεκρές», είπε.
Μπαινόβγαινε στα δικαστήρια από τη δεκαετία του 1950 για τα πάντα, από μια διαμάχη με ένα εστιατόριο της Νέας Υόρκης, μέχρι το αν κάποια έντονα φώτα στούντιο είχαν μάλλον διαπεράσει το νάιλον «σλιπάκι» της. Κάποια στιγμή είχε ταυτόχρονα τέσσερις αγωγές σε εξέλιξη.
Όχι ότι αυτό την έβλαψε. Ίσως επειδή ποτέ δεν λαχταρούσε να γίνει ηθοποιός σούπερ σταρ. Αλλά σίγουρα, τότε, όσο λιγότερο έδειχνε να νοιάζεται, τόσο περισσότερα της προσέφεραν τα στούντιο. «Κάποια στιγμή στο συμβόλαιό μου είχα το 10% των μεικτών κερδών, την έγκριση του συμπρωταγωνιστή μου, του σκηνοθέτη και του σεναρίου», είχε πει κάποτε.
Η πτώση της καριέρας της και πώς την έσωσε
Εν τω μεταξύ, παρ' όλη την αδιάκοπη πίεση του Χιουζ, δεν κατάφερε τίποτα. Το όνομα της Τζίνα συνδέθηκε, ωστόσο, ρομαντικά με τον πρόεδρο Σουκάρνο της Ινδονησίας και τον Φιντέλ Κάστρο.
Αλλά ήταν μια σύντομη σχέση με τον Κρίστιαν Μπάρναρντ, τον Νοτιοαφρικανό πρωτοπόρο στις μεταμοσχεύσεις καρδιάς, που τελικά έκανε καλό στον ετοιμοθάνατο γάμο της.
Όχι ότι φάνηκε να την απασχολεί ιδιαίτερα, καθώς κατέθεσε αίτηση διαζυγίου το 1971, τη στιγμή που αυτό νομιμοποιήθηκε στην Ιταλία, και δήλωσε: «Μια γυναίκα στα 20 της είναι σαν τον πάγο. Στα 30 είναι ζεστή. Στα 40 είναι καυτή. Εμείς ανεβαίνουμε όσο οι άνδρες πέφτουν».
Αλλά στα τέλη της δεκαετίας του '60 η καριέρα της είχε αρχίσει να φθίνει και οι ρόλοι στέρευαν. Η τελευταία της μεγάλη ταινία -δίπλα στον David Niven στο King, Queen, Knave, το 1972- ήταν γεμάτη δυσκολίες. Υπήρξαν ξεσπάσματα, καβγάδες, διακοπές στην παραγωγή και ανάμεικτες κριτικές.
Για οποιαδήποτε άλλη ηθοποιό-σεξοβόμβα, το τέλος της καριέρας και μερικές ρυτίδες και λακκάκια θα μπορούσαν να σημάνουν την απόλυτη καταστροφή. Αλλά όχι για την Τζίνα.
Απλώς επέστρεψε στην πρώτη της αγάπη, την τέχνη, και επαναπροσδιορίστηκε ως επιτυχημένη γλύπτρια, φωτογράφος, περιστασιακή επίδοξη πολιτικός και, για λίγο, δημοσιογράφος.
Το ειδύλλιο με τον Φιντέλ Κάστρο
Το 1974 έγραψε μια προσωπική επιστολή στον Φιντέλ Κάστρο στην Αβάνα, η οποία, με κάποιον τρόπο, έπεισε τον Κουβανό δικτάτορα να συμφωνήσει σε μια συνέντευξη.
Τέσσερις ημέρες αργότερα βρισκόταν σε μια πτήση για την Κούβα με «οκτώ φωτογραφικές μηχανές, 200 ρολά φιλμ, δέκα ζευγάρια καινούργια μπλε τζιν, έναν τεχνικό ήχου, έναν εικονολήπτη και μια Αμερικανίδα φίλη».
Όπως είπε κάποτε, «η φίλη μου και εγώ κάναμε ηλιοθεραπεία γυμνές στον κήπο της κατοικίας, όταν εμφανίστηκε ένας άνδρας και ανακοίνωσε την παρουσία του Φιντέλ. Μου χαμογέλασε, προσποιούμενος ότι δεν πρόσεξε τα λιγοστά μου ρούχα. Μου έσφιξε το χέρι, καλωσορίζοντάς με στην Κούβα».
Δεν επιβεβαίωσε ποτέ αν εκείνη και ο Φιντέλ είχαν σχέση. Αν και τον περιέγραψε ως «εξαιρετικά ανθρώπινο, ζεστό και υπνωτιστικό» και έμεινε μάλλον περισσότερο από το αναμενόμενο.
Όπως και να έχει, ήταν μια μεγάλη επιτυχία, της έδωσε φανταστική δημοσιότητα και βοήθησε να ξεκινήσει μια πολύ επιτυχημένη φωτογραφική καριέρα.
Η αδυναμία της στους νεότερους άνδρες
Έτσι, με δεδομένο όλο το θάρρος και την ευφυΐα της Τζίνα, φαίνεται σοκαριστικό και κρίμα που οι τελευταίες δύο δεκαετίες της ήταν μάλλον βυθισμένες και σημαδεμένες από απερίσκεπτες σχέσεις με πολύ νεότερους άνδρες, οι οποίοι, ενώ η ίδια τους εκτιμούσε -«πάντα είχα αδυναμία στους νέους άνδρες», έλεγε- ήταν ξεκάθαρα μαζί της για κάτι άλλο από την κάποτε σέξι παρουσία της.
Πρώτον, υπήρξε εκείνος ο θόρυβος με τον Javier Rigau y Rafols, τον ψηλό, γοητευτικό Ισπανό που ήταν 34 χρόνια νεότερός της και ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχαν σχέση για δύο δεκαετίες πριν παντρευτούν το 2006. Κάτι που η Τζίνα αργότερα αμφισβήτησε με περίεργο τρόπο και πήγε ξανά στο δικαστήριο για να το αρνηθεί, αλλά έχασε.
Στη συνέχεια, λίγο αργότερα, φαίνεται ότι έγινε στόχος ενός ακόμη νεότερου άνδρα. Αυτή τη φορά ένας επιτήδειος ονόματι Andrea Piazzolla, μόλις 27 ετών, ο οποίος αρχικά της έγινε απαραίτητος και, μόλις κέρδισε την εμπιστοσύνη της, φέρεται να άρχισε να απομυζά την περιουσία της, ύψους πολλών εκατομμυρίων λιρών, για να την ξοδέψει σε αυτοκίνητα, σπίτια και ό,τι άλλο του άρεσε.
Η «La Lollo» όμως θα μείνει στη μνήμη όλων για την εξαιρετική ομορφιά της, το σεξαπίλ της και την αίσθηση του χιούμορ της. Ξεχώριζε για την ικανότητά της να επαναπροσδιορίζει, να διατηρεί την αίγλη, το στυλ και την υψηλή ραπτική μέχρι και τα 90 της χρόνια και να μη δίνει δεκάρα. Γιατί δεν υπάρχουν πια γυναίκες σαν την Τζίνα Λολομπρίτζιντα.