Από το αγροτικό Γουίνιπεγκ του Καναδά o Τάιλερ Μπρουλέ κατόρθωσε να γίνει αυτός που επηρεάζει τους… influencers του πλανήτη και μπορεί ακόμα και να κινήσει επενδυτικά κύματα. Στα 51 του χρόνια έζησε πολλά: από τις σφαίρες ελεύθερου σκοπευτή στην Καμπούλ που άφησε παράλυτο το χέρι του, μέχρι τη δημιουργία του Wallpaper* και του Μοnocle.
To έντρομο βλέμμα του συνεργάτη του Μπρουλέ, την ώρα που έφερνε το τσάι: μια από τις εικόνες που έχω συνδέσει με τον θρυλικό Τάιλερ Μπρουλέ την πρώτη φορά που τον συνάντησα, τον Ιούλιο του 2011. Στο γραφείο του στην Dorset Street στο Λονδίνο, με τα παράθυρα να κοιτάζουν σε έναν εσωτερικό κήπο, ο συνεργάτης του Μπριλέ μας φέρνει τσάι και κάνει το λάθος να ρίξει κάποιες σταγόνες στο τραπέζι. Ο Μπρουλέ δεν μίλησε, μόνο σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε με ένα βλέμμα όχι ακριβώς οργισμένο, αλλά περίπου παγωμένο κάνοντας τον νεαρό άνδρα να τρέμει σχεδόν πριν επιστρέψει για να σκουπίσει τις σταγόνες. Όταν η πόρτα έκλεισε, το πρόσωπο μαλάκωσε και ο Μπρουλέ άρχισε να μας μιλά σαν να έχει γεννηθεί μόνο και μόνο για αυτή τη στιγμή: τη στιγμή που θα συνομιλήσει μαζί μας και θα επιδοθεί σε ένα από τα περίφημα brainstorming του για τον αστικό πολιτισμό.
Ο άνθρωπος που δημιούργησε το Wallpaper* και το Monocle
Ο μύθος του Τάιλερ Μπρουλέ είναι ζωντανός, είναι διαρκής, είναι σαρωτικός στον χώρο των εκδόσεων, στη βιομηχανία που έχει σχέση με το στιλ, στους κλάδους που επιζητούν διαρκώς την παραγωγή νέων εικόνων και ταυτοτήτων. Ο Μπρουλέ έχει πάντα δίκιο σε αυτά τα ζητήματα, ο Μπρουλέ είναι η Πάπυρος Larousse Britannica της παγκόσμιας ελίτ, είναι αυτός που ανακαλύπτει τις νέες αφηγήσεις, τους νέους τρόπους ζωής. Το έχει καταφέρει με έναν τρόπο βαθιά ενστικτώδη που ξεκίνησε από το χτίσιμο της δικής του ταυτότητας και αντίληψης. Ο επιδραστικός αρθρογράφος των Financial Times με τη στήλη Fast Lane (αποχώρησε το 2017), ο δημιουργός και εκδότης του Wallpaper* και στη συνέχεια του Monocle δεν γεννήθηκε μέσα στις ελίτ που τώρα επηρεάζει. Κατόρθωσε όμως να γίνει ο γκουρού τους Και να ζει σήμερα ανάμεσα στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο, ή στη Ζυρίχη, ή στο Σεντ Μόριτζ, ή σε ένα νησάκι στο αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης.
Ο Τάιλερ Μπρουλέ, που το πραγματικό του όνομα είναι Τζέισον, γεννήθηκε στο Γουίνιπεγκ του Καναδά στις 25 Νοεμβρίου του 1968 -ναι, έχει γενέθλια σε δυο ημέρες. Ο πατέρας του Πολ ήταν ποδοσφαιριστής, η μητέρα του Βιρτζ καλλιτέχνης, μετανάστρια από την Εσθονία που τον μύησε από μικρό στις αρετές του ντιζάιν και της τέχνης με μια εμμονή στο δανέζικο στιλ αρχιτεκτονικής και διακόσμησης. Αυτό που ακόμα και σήμερα κυριαρχεί στους χώρους που δημιουργεί για εργασία αλλά και κατοικία. Αλλαξε δώδεκα σχολεία σε όλο τον Καναδά μέχρι να αποφοιτήσει, έμαθε ότι από την πρώτη εβδομάδα έπρεπε να ακούγεται η φωνή του και να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα για να μην τον ποδοπατήσουν. Με τον πατέρα του έχει χρόνια να μιλήσει αφού δεν ενέκρινε το γεγονός ότι ο γιος του ήταν ομοφυλόφιλος… Δεν φαίνεται να έχει τραύματα από αυτό, δεν μοιάζει να του έλειψε το πατρικό πρότυπο, ήταν αρκετά δυνατός για να γίνει ο ίδιος το πρότυπο του εαυτού του. Από 14 ετών τα καλοκαίρια καθάριζε κότερα και με τα χρήματα που συγκέντρωσε αγάπησε ένα Rolex που δεν αποχωρίζεται – έχει μια εμμονή με αυτή τα Rolex, είναι με έναν ασυνήθιστο τρόπο η υλιστική μαντλέν του.
Οταν τον γάζωσε ελεύθερος σκοπευτής στην Καμπούλ
Oπως τώρα δημιουργεί διαφημιστικό περιεχόμενο και επανασχεδιάζει την ταυτότητα μεγάλων εταιρειών, από αερογραμμές ως εταιρείες μόδας, έτσι και από μικρός όρισε αυτό που θέλει να γίνει. Ενας αστικός μύθος είναι ότι το επίθετό του δεν είχε τον τονισμό που φέρει και τον πρόσθεσε ο ίδιος, μια ακαριαία οπτική αναβάθμιση που προσδίδει κύρος: Tyler Brûlé. Στα είκοσί του χρόνια εργαζόταν ήδη στο ΒBC και είχε αρχίσει να γράφει σε εφημερίδες και έντυπα της εποχής. Στις 5 Μαρτίου του 1994 βρισκόταν στην Καμπούλ, στο Αφγανιστάν ως ανταποκριτής. Μέσα στο τζιπ αισθανόταν άβολα, κάτι τον ανησυχούσε, ήθελε να ζητήσει να σταματήσουν, όμως οι συνοδοί του δεν γνώριζαν αγγλικά. Ξαφνικά ένιωσε να τον διαπερνά φωτιά: ένας ελεύθερος σκοπευτής πυροβόλησε με δυο σφαίρες το αριστερό του χέρι. Ακολούθησε ένα αγώνας μηνών και πόνου με μεταμοσχεύσεις νεύρων, δέρματος, αρτηριών. Δεν τα κατάφερε. Το αριστερό του χέρι παρέλυσε. Ηταν 26 ετών, σαγηνευτικός -είναι εντυπωσιακή η ομοιότητά του με τον Tom Ford- απίστευτα φιλόδοξος και έφερε ήδη μια σωματική απώλεια.
Αυτοί οι μήνες της ανάρρωσης όμως, ήταν αυτοί που τον οδήγησαν στα επιχειρηματικά του βήματα που τον καθόρισαν και άνοιξαν ένα νέο niche στην αγορά. Κατόρθωσε να πάρει ένα τραπεζικό επιχειρηματικό δάνειο και το 1996 παρουσίασε στον κόσμο το περιοδικό Wallpaper*, ένα περιοδικό για την αρχιτεκτονική, τη μόδα, το στιλ. Ηδη από τα πρώτα τεύχη προκάλεσε ένα ντελίριο, έγινε η βίβλος του στυλ και ο Μπρουλέ ο αδιαφιλονίκητος mr Zeitgeist, όπως τον έχουν ονομάσει οι New York Times.
Οταν κατέρρευσαν οι Δίδυμοι Πύργοι
Είχε την ευφυία να μην γραπωθεί σε αυτή του την επιτυχία, να μην πιστέψει ότι είναι ο πήχης του, το όριό του. Ετσι μόλις το 1997 το πούλησε έναντι 1,6 εκατομμυρίου στην TimeWarner, διατηρώντας τη θέση του Διευθυντή Σύνταξης αλλά και με τον περιορισμό ότι για κάποια χρόνια δεν θα μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο δικό του περιοδικό. Ετσι, προέκυψε η Winkreative, η διαφημιστική εταιρεία που είχε πελάτες μύθους της βιομηχανίας του τουρισμού, της ψυχαγωγίας, της μόδας.
Πόσο πειστικός, πόσο απαραίτητος είναι; Το δείχνει το εξής περιστατικό: Στις 10 Σεπτεμβρίου του 2001 βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για να γιορτάσει τα πέντε χρόνια από τη δημιουργία του Wallpaper*. Tην επόμενη μέρα οι Δίδυμοι Πύργοι κατέρρευσαν. Κατόρθωσε να φτάσει οδικά στο Τορόντο και από εκεί εξασφάλισε μια θέση για να πετάξει στην Φρανκφούρτη με την Αir Canada. Bρισκόταν μέσα στο αεροπλάνο, οι θύρες είχαν σφραγίσει, όταν ένιωσε κάτι να τον πνίγει. Σηκώθηκε όρθιος, απαίτησε να κατέβει από το αεροσκάφος και το κατάφερε. Μόνο που για χρόνια μετά ήταν ανεπιθύμητος στις πτήσεις της Air Canada. Της εταιρείας, που λίγο αργότερα έγινε πελάτης της διαφημιστικής του εταιρείας Winkreative. Ναι, τόσο πειστικός είναι.
Ισως το ένστικτο που δεν άκουσε όταν βρισκόταν μέσα στο τζιπ στην Καμπούλ, λίγο πριν τον γαζώσει ο ελεύθερος σκοπευτής να τον δίδαξε να ακούει τις εσωτερικές του φωνές και να μην συμβιβάζεται. Μια ακόμα φορά κατέβηκε από αεροσκάφος, όταν συνετρίβη το αεροσκάφος της Germanwings τον Μάρτιο του 2014. Το 2006 δημιούργησε το Monocle, με δέκα τεύχη ανά έτος, στο μέγεθος του καταλόγου των Sotheby’s, με διαφορετικά είδη χαρτιού ανά τμήματα κάθε έκδοσης και με εκτενή αφιερώματα σε πόλεις ή θεματικές ενότητες όπως το Soft Power. Την ενότητα που στο τεύχος Δεκέμβριος-Ιανουάριος φέρει στο εξώφυλλο πρώτη πρώτη να κυματίζει την ελληνική σημαία.
Ένα εξώφυλλο που αυτομάτως κινεί τα νήματα και προσελκύει το ενδιαφέρον «παικτών» του χώρου του τουρισμού και της ευζωίας που ξέρουν ότι όταν το Monocle δείχνει τον δρόμο δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν οι επενδυτές. Στα χρόνια της βαθιάς οικονομικής κρίσης που ακολούθησαν το 2010, όταν η Ελλάδα ήταν ο κακός δαίμονας της Δύσης, πολύ πριν οι New York Times αρχίσουν να γράφουν ότι η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο (χρησμός που ακόμα ακολουθεί την πόλη) ο Μπρουλέ ήταν αυτός που έστρεψε το Monocle προς την Αθήνα και τις νέες της δυνατότητες. Το νεύμα του προς την Αθήνα, προς την Ελλάδα.
Το νεύμα του Μπριλέ στην Αθήνα
Λίγο πριν το εξώφυλλο του τεύχους που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες, στις 20 Σεπτεμβρίου του 2020 φιλοξένησε στην ραδιοφωνική του εκπομπή τον Κώστα Μπακογιάννη ως τον δήμαρχο της -ξανά- πολλά υποσχόμενης Αθήνας. Αν και ο δήμαρχος δεν ήταν μάλλον σωστά προετοιμασμένος για να συνομιλήσει με τον Μπρουλέ, να μπει στο σύμπαν που εκπροσωπεί και να απευθυνθεί στο διεθνές ισχυρό κοινό του Monocle. Ηταν τελικά ο ίδιος ο Μπρουλέ αυτός που έδωσε μέσα από τις ερωτήσεις του την ψήφο εμπιστοσύνης προς την Αθήνα, το σύνθημα στο κοινό ότι εκεί, στο άκρο της Ευρώπης κάτι συναρπαστικό συμβαίνει.
Οσο ο δήμαρχος μιλούσε κάπως γενικόλογα για επενδύσεις και για το νέο συντριβάνι στην Ομόνοια και τα ξενοδοχεία πέριξ αυτής-περιεχόμενο ιδανικό για άλλες πλατφόρμες και άλλο κοινό- ο Μπρουλέ ρωτούσε για το νέο αφήγημα της Αθήνας. «Η Αθήνα ζει αυτή τη στιγμή ένα Portugal moment» είπε αναφερόμενος στο παγκόσμιο ενδιαφέρον που στράφηκε πριν από χρόνια στην Πορτογαλία κάνοντάς την το darling τουριστών, καταναλωτών και τάσεων. «Από τη Λισαβώνα στην Αθήνα» παρατήρησε ο Μπρουλέ, που έχει βρεθεί τουλάχιστον τρεις φορές στην πόλη, μένοντας στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Επέμενε να ρωτάει ποιο είναι το pitch του δημάρχου για την Αθήνα, πώς δηλαδή θα την «πουλήσει» στο διεθνώς κοινό και τους επενδυτές. Και πώς θα κατορθώσει να γίνει μια πόλη που αξίζει να ζεις χωρίς να πέσει στην νεκρική παγίδα της Βιέννης.
Βλέπει ο Μπρουλέ στην Αθήνα κάτι που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αρθρώσουμε; Το δαιμόνιο μυαλό και ένστικτό του εντοπίζει δυνατότητες εμπορικές και σπεύδει να φτιάξει τον χάρτη; Οργανώνει εν τέλει για λογαριασμό της το αφήγημα που μέχρι στιγμής, τουλάχιστον θεσμικά δεν έχει ολοκληρωθεί; Το εξώφυλλό του είναι η ώθηση στην οποία πρέπει να αφεθούμε. Mε την Κωνσταντινούπολη ως προορισμός και χώρος δράσης και δημιουργίας να υποχωρεί ραγδαία, το κενό που δημιουργείται είναι αυτονόητα ευνοϊκό για την Ελλάδα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Αρνητής των social media
Ο εκδότης του Monocle, ιδρυτής της Winkreative, της Winkorp που ελέγχει το Monocle Cafe και τα Μonocle shops με είδη ένδυσης και προϊόντα διακόσμησης, είναι μόλις 51 ετών, ψαρωτικά όμορφος, και ακόμα διψασμένος για δημιουργία και κυριαρχία. Τόσο ο ίδιος όσο και το περιοδικό δεν διαθέτουν σελίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -αν θες να είσαι πραγματικά ελίτ, αυτός είναι ο τρόπος. Είναι περιτριγυρισμένος πάντα από ανθρώπους, κυρίως άντρες, που στιλιστικά του μοιάζουν, σαν μια μικρή αίρεση. Τον θυμάμαι στα γραφεία του περιοδικού αλλά και της διαφημιστικής του να μας ξεναγεί στους ανοιχτούς χώρους, να συστήνει κάθε εργαζόμενο με το μικρό του όνομα και την ιδιότητα, να δολοφονεί με τη ματιά του κάποιον που είχε ακουμπήσει τη ζακέτα του στην καρέκλα και όχι στον ειδικό χώρο για τα πανωφόρια. Βουνά από χαρτιά και βιβλία, πάνω σε μεγάλες επιφάνειες από ξύλο.
Ελιτ. Σνομπ. Ιδιοφυής. Ενστικτώδης. Ένα παγκόσμιος νομάς. Ο Τάιλερ Μπρουλέ ξέρει να δημιουργεί αρχέτυπα και νέες ανάγκες όσο λίγοι στην παγκόσμια βιομηχανία εικόνας. Και να το κάνει στοχεύοντας όχι στη μάζα αλλά στους ηγέτες του κόσμου, σε κάθε τομέα: από την πολιτική ως την μόδα. Χωρίς ποτέ να διαθέτει ούτε μια στήλη για συνεντεύξεις με σταρ. Οι δικοί του σταρ είναι διαφορετικοί και αξίζουν μια δική τους σελίδα στην ιστορία του κλάδου τους που απεχθάνεται το σταρ σίστεμ.