Μία από τις πιο εντυπωσιακές και ταλαντούχες ηθοποιούς της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, είναι αδιαμφισβήτητα η Βίβιαν Λι.
Η διάσημη Βρετανίδα ηθοποιός, βραβεύθηκε με δύο Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου. Το πρώτο για τον ρόλο της Σκάρλετ Ο'Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» (Gone With The Wind) το 1939 και το δεύτερο για τον ρόλο της Μπλανς Ντυμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος» (A Streetcar Named Desire) το 1951, υποδυόμενη δύο καλλονές του αμερικανικού Νότου.
Ωστόσο, η Βίβιαν Λι αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες στη ζωή της παρά την τεράστια επιτυχία της και την αμέτρητη περιουσία που έβγαλε. Η Λι ήταν παντρεμένη, με έναν από τους πιο σεβαστούς ηθοποιούς όλων των εποχών, τον Λόρενς Ολίβιε από το 1940 έως το 1960.
Τα πρώτα χρόνια της Βίβιαν Λι
Η Βίβιαν Μέρι Χάρτλεϊ (όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στο Νταρτζίλινγκ της Ινδίας, όπου και έζησε μέχρι την ηλικία των 6 ετών. Ήταν κόρη του Βρετανού στρατιωτικού Έρνεστ Χάρτλεϊ και της Γκέρτρουντ Ρόμπινσον Γιάκτζι. Η μητέρα της προσπάθησε να την κάνει να εκτιμήσει τη λογοτεχνία και την έφερε σε επαφή με τα έργα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του Λιούις Κάρολ, και του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, καθώς και με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Η Βίβιαν Λι εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε παράσταση της θεατρικής ομάδας της μητέρας της απαγγέλοντας ένα παιδικό ποίημα. Οι γονείς της επέστρεψαν στην Αγγλία το 1919 και έστειλαν την μοναχοκόρη τους σε σχολείο που διοικείτο από καλόγριες. Μια από τις φίλες της στο σχολείο ήταν η μελλοντική ηθοποιός Μορίν Ο'Σάλιβαν, προς την οποία εξέφρασε την επιθυμία να γίνει μεγάλη ηθοποιός.
Η Λι φοίτησε σε διαφορετικά ευρωπαϊκά σχολεία, καθώς η οικογένειά της μετακινούνταν συνεχώς. Το 1931 επέστρεψε στην Αγγλία και αφότου παρακολούθησε μια ταινία της παλιάς της φίλης από το σχολείο, Μορίν Ο' Σάλιβαν, ανακοίνωσε στους γονείς της ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ο πατέρας της την έγραψε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου.
Στη συνέχια, γνώρισε και παντρεύτηκε το δικηγόρο Χέρμπερτ Λι Χόλμαν. Ο Χόλμαν που ήταν δεκατρία χρόνια μεγαλύτερός της, δεν ενέκρινε τις καλλιτεχνικές της ενασχολήσεις και την ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές της στη Βασιλική Ακαδημία. Το 1933 το ζευγάρι απέκτησε μια κόρη, τη Σούζαν.
Το 1935 και το 1936, η Βίβιαν πήρε μικρούς ρόλους, αλλά βρήκε μεγαλύτερη επιτυχία στη σκηνή. Η ερμηνεία της στη θεατρική παράσταση Masc Of Virtue το 1935, έλαβε εξαιρετικές κριτικές και ακολούθησαν συνεντεύξεις και άρθρα εφημερίδων. Η εφημερίδα Daily Express, αναφέρθηκε θετικά στις ταχείες αλλαγές της έκφρασης του προσώπου της, κάτι που στο μέλλον θα γινόταν χαρακτηριστικό της.
Η Ολίβιε παρακολούθησε το Masc Of Virtue. Οι δυο τους έγιναν αφότου εκείνος τη συνεχάρη για την ερμηνεία της. Το ειδύλλιό τους όμως ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Μέσα στις φλόγες» (Fire Over England, 1937). Ο Ολίβιε, όπως και εκείνη, ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Τζιλ Έσμοντ.
Βίβιαν Λι και Λόρενς Ολίβιε άρχισαν να συζούν, ενώ οι σύζυγοί τους αρνήθηκαν να τους παραχωρήσουν διαζύγιο, πράγμα που σημαίνει ότι έκρυβαν τη σχέση τους, για χάρη της καριέρας τους.
Η Βίβιαν Λι έπασχε από διπολική διαταραχή
Παρά τη σχετική απειρία της, η Λι επιλέχτηκε για να παίξει την Οφηλία στο θεατρικό του Σαίξπηρ «Άμλετ» (Hamlet), που ανέβασε ο Ολίβιε, το 1937, στο Old Vic Theatre. Χρόνια αργότερα ο Ολίβιε διηγήθηκε ένα περιστατικό που φανέρωνε την ψυχική της αστάθεια.
Τη νύχτα της πρεμιέρας, λίγο πριν εμφανιστεί στη σκηνή, χωρίς προφανή λόγο, άρχισε να φωνάζει στον Ολίβιε κι έπειτα έμεινε σιωπηλή κοιτάζοντας αόριστα το χώρο. Ωστόσο, εμφανίστηκε στη σκηνή χωρίς κανένα πρόβλημα. Την επόμενη μέρα είχε ξεχάσει εντελώς το περιστατικό. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ολίβιε γινόταν μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς από μέρους της.
Την επόμενη χρονιά, η Λι εμφανίστηκε στο πλευρό των Ρόμπερτ Τέιλορ, Λάιονελ Μπάριμορ και Μορίν Ο' Σάλιβαν στην ταινία «Ατίθασα νιάτα» (A Yank at Oxford, 1938). Πρόκειται για την πρώτη της ταινία που σημείωσε επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων κυκλοφόρησε η φήμη ότι ήταν δύσκολη και παράλογη και ο Κόρντα ζήτησε από τον ατζέντη της, να της κάνει συστάσεις προκειμένου να συμμορφωθεί.
Ο Ολίβιε προσπαθούσε για καιρό να κάνει επιτυχία στον κινηματογράφο. Παρά την επιτυχία του στην Αγγλία, ήταν άγνωστος στις ΗΠΑ και οι προσπάθειές του στο παρελθόν να προσελκύσει το αμερικάνικο κοινό δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Του προσφέρθηκε ο ρόλος του Χίθκλιφ στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Έμιλι Μπροντέ Ανεμοδαρμένα Ύψη (Wuthering Heights) το 1939 και ταξίδεψε στο Χόλιγουντ, αφήνοντας τη Λι στο Λονδίνο. Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Γουίλιαμ Γουάιλερ, προσέφερε στη Λι τον δευτερεύοντα ρόλο της Ισαβέλλας. Εκείνη όμως αρνήθηκε, καθώς προτιμούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, εκείνον της Κάθι, που είχε ανατεθεί στη Μερλ Όμπερον.
«Όσα παίρνει ο άνεμος»
Εκείνη την περίοδο, η Λι διάβασε το μυθιστόρημα της Μάργαρετ Μίτσελ «Όσα παίρνει ο άνεμος» (Gone With The Wind) και ζήτησε από τον Αμερικανό πράκτορά της να προτείνει το όνομά της στο Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ, που προετοίμαζε την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος και έψαχνε την κατάλληλη ηθοποιό για το ρόλο της Σκάρλετ Ο' Χάρα.
Η ίδια είχε προβλέψει ότι θα ενσάρκωνε την ηρωίδα της Μίτσελ, όταν σε δήλωσή της στην αγγλική εφημερίδα The Observer εξέπληξε τους πάντες λέγοντας:«Εγώ θα ενσαρκώσω τη Σκάρλετ Ο' Χάρα. Ο Λόρενς δεν πρόκειται να υποδυθεί το Ρετ Μπάτλερ, αλλά εγώ θα ενσαρκώσω τη Σκάρλετ. Περιμένετε και θα δείτε».
Παρ' όλο που η Βίβιαν Λι ήταν το αουτσάιντερ για να πάρει τον ρόλο, κέρδισε καταξιωμένες ηθοποιούς όπως οι Μπέτι Ντέιβις, Τζόαν Μπένετ, Τζιν Αρθουρ, εντυπωσιάζοντας τον σκηνοθέτη, Τζορτζ Κιούκορ.
Τα γυρίσματα αποδείχθηκαν δύσκολα για εκείνη. Ο Κιούκορ απομακρύνθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ, με τον οποίο η Λι είχε συνεχείς διενέξεις. Η Λι και η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ συναντούσαν κρυφά τον Κιούκορ για να τους δώσει συμβουλές πάνω στους ρόλους τους. Σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, με τη σύζυγό του Κάρολ Λόμπαρντ και με την Ολίβια Ντε Χάβιλαντ αλλά φιλονικούσε με τον Λέσλι Χάουαρντ, με τον οποίο ήταν υποχρεωμένη να ερμηνεύσει αρκετές ερωτικές σκηνές. Μερικές φορές αναγκαζόταν να εργάζεται επτά ημέρες την εβδομάδα, συχνά μέχρι αργά τη νύχτα, πράγμα που την κατέβαλε.
Στο μεταξύ ο Ολίβιε, είχε αναλάβει δουλειά στη Νέα Υόρκη. Σε μια υπεραστική κλήση μεταξύ τους είπε:«Μισώ τα γυρίσματα των ταινιών! Τα μισώ τόσο ώστε να μη θέλω να γυρίσω άλλη ταινία!».
Το 2006, η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ υπερασπίστηκε τη συμπεριφορά της Λι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Όσα παίρνει ο άνεμος», λέγοντας: «Η Βίβιαν ήταν επαγγελματίας και απόλυτα πειθαρχημένη. Είχε δύο μεγάλα προβλήματα: Το γεγονός ότι έπρεπε να κάνει όσο το δυνατόν καλύτερη δουλειά, σε έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο και το ότι ήταν μακριά από τον Ολίβιε που βρισκόταν στη Νέα Υόρκη».
Το «Όσα παίρνει ο άνεμος» έφερε στη Λι φήμη και αναγνωρισιμότητα. Η ίδια όμως, υποστήριζε ότι: «Δεν είμαι σταρ, είμαι ηθοποιός! Οι ζωές των ατόμων που δηλώνουν αποκλειστικά και μόνο ότι είναι κινηματογραφικοί αστέρες, είναι βουτηγμένες μέσα στο ψέμα. Οι κινηματογραφικοί αστέρες ζουν για ψεύτικες αξίες και κυνηγούν τη δημοσιότητα. Ενώ οι ηθοποιοί έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και υπάρχουν πάντα καλοί ρόλοι για εκείνους».
Το «Όσα παίρνει ο άνεμος» έκανε παγκόσμια επιτυχία και έλαβε δεκατρείς υποψηφιότητες για Όσκαρ. Η Λι ήταν υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, έχοντας ως αντιπάλους της τη Μπέτι Ντέιβις για την ταινία «Το λυκόφως μιας ζωής» (Dark Victory) και την Γκρέτα Γκάρμπο για το «Νινότσκα» (Ninotchka). Τελικά επικράτησε και των δύο και αναδείχτηκε νικήτρια τη νύχτα της απονομής στις 29 Φεβρουαρίου 1940. Το «Όσα παίρνει ο άνεμος» κέρδισε συνολικά δέκα βραβεία Όσκαρ, ενώ η Λι εκφώνησε ομιλία 30 δευτερολέπτων παραλαμβάνοντας το βραβείο της, για να ευχαριστήσει τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ.
Ο γάμος της Βίβιαν Λι με τον Λόρενς Ολίβιε
Το 1940, η Βίβιαν Λι παντρεύτηκε τελικά τον Λόρενς Ολίβιε, αφού η τζιλ Έσμοντ συμφώνησε να του δώσει διαζύγιο και ο Χέρμπερτ Λι Χόλμαν δέχτηκε να χωρίσει τη Βίβιαν, αλλά οι δύο τους παρέμειναν στενοί φίλοι.
Σύντομα της αρνήθηκαν δύο ρόλους στις ταινίες «Rebecca» και «Pride & Prejudice» («Περηφάνια και Προκατάληψη»), στο πλευρό του Ολίβιε, ωστόσο, το ζευγάρι βρήκε επιτυχία μαζί στην ταινία «That Hamilton Woman» («Λαίδη Χάμιλτον»).
Τα προβλήματα στη σχέση του ζευγαριού δεν άργησαν να εμφανιστούν. Η δεκαετία του 1940 ήταν γεμάτη δυσκολίες, καθώς η Βίβιαν Λι διαγνώστηκε με φυματίωση το 1944, ενώ την επόμενη χρονιά, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» (Caesar And Cleopatra, 1945) ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, αλλά απέβαλε. Μετά την αποβολή έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και έφτασε σε σημείο να επιτεθεί προφορικά στον Ολίβιε μέχρι που έπεσε στο πάτωμα, σπαράζοντας με λυγμούς. Αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά εκρήξεων που προκαλούνταν από τη διπολική διαταραχή. Τα συμπτώματα που τη χαρακτήριζαν ήταν οι κρίσεις υπερκινητικότητας που ακολουθούνταν από μια περίοδο κατάθλιψης και μια εκρηκτικής συμπεριφοράς. Μετά τα επεισόδια η Λι δεν είχε καμία ανάμνηση της συμπεριφοράς της και κυριευόταν από αμηχανία
Εκτός από την προσωπική της ζωή, τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά ούτε στα επαγγελματικά της. Η καριέρα της Βίβιαν υπέστη επίσης αποτυχίες στο box office, με τις ταινίες «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» και «Άννα Καρένινα», να αποδεικνύονται απογοητευτικές. To 1947, Λόρενς Ολίβιε χρίστηκε ιππότης το 1947, με τη Βίβιαν να γίνεται «Λαίδη Ολιβιέ» (Lady Olivier).
Το χαστούκι του Ολίβιε στη Λι και η αρχή του τέλους για το ζευγάρι
Το 1948, ο Ολίβιε είχε γίνει διοικητικό στέλεχος του Old Vic Theatre και μαζί με τη Λι έκαναν εξάμηνη περιοδεία στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία για να μαζέψουν χρήματα για τη συντήρησή του.
Ο Ολίβιε εμφανιζόταν στο θεατρικό του Σαίξπηρ Ριχάρδος ο Γ' (Richard III) και μαζί με τη Λι στο «Σχολείο Σκανδάλων» (School Of Scandal) του Ρίτσαρντ Σέρινταν και στο «Με τα δόντια του Γουάιλντερ». Η περιοδεία έκανε επιτυχία. Η Λι αντεπεξήλθε στις απαιτήσεις και με εξαίρεση το γεγονός ότι για κάποια περίοδο είχε κρίσεις αϋπνίας, κατάφερνε πάντα, όπως επισήμανε ο Ολίβιε, να γοητεύει τον Τύπο. Οι διαμάχες μεταξύ του ζευγαριού όμως δεν έλειψαν, μια φορά ο Ολίβιε αναγκάστηκε να τη χαστουκίσει, εφόσον αρνούνταν να εμφανιστεί στη σκηνή. Η Λι ανταπέδωσε.
Συγκεκριμένα, λέγεται ότι το περιστατικό συνέβη στο Κράιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας, όταν η Βίβιαν έχασε τα παπούτσια της και αρνήθηκε να πάει στη σκηνή, ωθώντας τον Λόρενς να της φωνάξει και να τη χαστουκίσει μπροστά σε άλλους. Η Λι ανταπέδωσε το χτύπημα, γιατί την ντρόπιασε. Το τέλος της περιοδείας βρήκε και τους δυο εξαντλημένους και άρρωστους. Ο Ολίβιε δήλωσε χρόνια αργότερα ότι «έχασε τη Βίβιαν στην Αυστραλία»
Ο ρόλος της Μπλανς Ντυμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος»
Το 1949 πρωταγωνίστησε στο αμφιλεγόμενο θεατρικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος» (A Streetcar Named Desire) με σκηνοθέτη το σύζυγό της. Το θεατρικό του Ουίλιαμς, που περιείχε παραπομπές σε ασυδοσία και ομοφυλοφιλία, καθώς και μια σκηνή βιασμού, ήταν το καταλληλότερο μέσο για να ξεδιπλωθεί το ταλέντο της Λι, η οποία πίστευε ακράδαντα στη σημασία του έργου.
Όταν το «Λεωφορείον ο Πόθος» έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 1949, ορισμένοι κριτικοί του θεάτρου κατήγγειλαν τόσο το έργο του Ουίλιαμς, όσο και την ερμηνεία της Λι, την οποία χαρακτήρισαν πολύ καλοαναθρεμμένη για να είναι πιστευτή. Ο Ολίβιε και η Λι υποστήριξαν ότι η επιτυχία του θεατρικού είχε να κάνει με το γεγονός, ότι το κοινό ήθελε να παρακολουθήσει μια πικάντικη και αισθησιακή παράσταση και όχι την ελληνική τραγωδία που οραματίζονταν οι κριτικοί. Η παράσταση είχε όμως και ένθερμους υποστηρικτές, όπως τον Νόελ Κάουαρντ που χαρακτήρισε την Λι θαυμάσια.
Η αυλαία του «Λεωφορείον ο Πόθος» έπεσε στο Γουέστ Έντ του Λονδίνου, μετά από 326 παραστάσεις. Ωστόσο, σύντομα η Λι προσλήφθηκε για να υποδυθεί την Μπλανς στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού έργου.
Η ηθοποιός κατάφερε να αποκτήσει καλές σχέσεις με το συμπρωταγωνιστή της Μάρλον Μπράντο, λόγω της καυστικής και πρόστυχης αίσθησης του χιούμορ που τη χαρακτήριζε, αλλά είχε δυσκολία με το σκηνοθέτη της ταινίας Ελία Καζάν, ο οποίος δεν την είχε σε μεγάλη εκτίμηση ως ηθοποιό.
Ο Καζάν προτιμούσε για το ρόλο της Μπλανς την Τζέσικα Τάντι η οποία τον είχε ερμηνεύσει στο Μπρόντγουεϊ. Αργότερα είπε ότι η Λι είχε μικρό ταλέντο και πως όσο προχωρούσαν με τα γυρίσματα άρχισε να την θαυμάζει για τη μεγάλη της αποφασιστικότητα να τα καταφέρει να κερδίσει τις εντυπώσεις και πως σε περίπτωση που ήταν απαραίτητο ήταν ικανή να πατήσει πάνω σε σπασμένα γυαλιά.
Μπορεί να κέρδισε ένα δεύτερο βραβείο Όσκαρ με αυτόν τον ρόλο, ωστόσο η Λι τον θεώρησε εξαντλητικό και σχολίασε στην εφημερίδα Los Angeles Times, ότι αφότου υποδύθηκε την Μπλανς Ντυμπουά επί εννέα μήνες, την είχε πλέον εξουσιάσει.
Στροφή στο θέατρο
Οι τελευταίες δεκαετίες της ζωής της, στιγματίστηκαν από προβλήματα υγείας και προσωπικά δεινά. Το 1951, οι Λι και Ολίβιε πρωταγωνίστησαν σε άλλα δυο θεατρικά έργα το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω και κέρδισαν καλές κριτικές.
Μετέφεραν την παραγωγή στη Νέα Υόρκη το 1952 όπου παρουσίασαν τις παραστάσεις στο θέατρο Ζίγκφελντ. Τα σχόλια ήταν ως επί το πλείστον θετικά, αλλά εξοργίστηκαν από τις δηλώσεις του κριτικού Κένεθ Τάιναν, πως η Λι ήταν ένα μέτριο ταλέντο που ανάγκαζε τον Ολίβιε να υποβιβάζει το δικό του. Τα δυσφημιστικά σχόλια του Τάιναν τρομοκράτησαν τη Λι, που θέλοντας να καταφέρει το καλύτερο, έδωσε σημασία στη δυσφήμιση αγνοώντας τα θετικά σχόλια των υπόλοιπων κριτικών.
Τον Ιανουάριο του 1953, η Βίβιαν Λι ταξίδεψε στην Κεϋλάνη, σημερινή Σρι Λάνκα, για να ξεκινήσει τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας της «Στο δρόμο των ελεφάντων» (Elephant's Walk) με τον Πίτερ Φιντς. Αμέσως μετά από την έναρξη των γυρισμάτων υπέστη νευρικό κλονισμό και η εταιρία Paramount Pictures την αντικατέστησε με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Επέστρεψε στο σπίτι της στην Αγγλία, όπου μέσα σε παραλήρημα η Λι είπε στον Ολίβιε ότι ήταν ερωτευμένη με τον Φιντς και ότι είχαν σχέση. Με το πέρασμα του χρόνου, η Λι ξεπέρασε και εκείνη την κρίση. Ως αποτέλεσμα αυτού του επεισοδίου, πολλοί από τους φίλους του ζευγαριού έλαβαν γνώση για τα προβλήματά της.
Αφού έδειξε σημάδια βελτίωσης, συμπρωταγωνίστησε με τον Ολίβιε στην θεατρική παράσταση του Τέρενς Ράντιγκαν «Ο κοιμώμενος πρίγκιπας» (The Sleeping Prince), και το 1955 εμφανίστηκαν για ολόκληρη τη χρονιά στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, το Στράτφορντ, όπου παρουσίασαν τα εξής έργα του: «Δωδέκατη Νύχτα», «Μάκβεθ», και «Τίτος Ανδρόνικος». Έπαιξαν σε σπίτια και απέσπασαν γενικά καλές κριτικές, όμως η υγεία της Λι ήταν φαινομενικά σταθερή.
Η σχέση της με τον Φιντς σύντομα έληξε λόγω της ψυχικής υγείας της που επιδεινωνόταν, ενώ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει άλλα έργα. Το 1956 η Λι ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση του Νόελ Κάουαρντ South Sea Bubble, αλλά έμεινε έγκυος και αποσύρθηκε από την παραγωγή. Αρκετές εβδομάδες αργότερα, απέβαλε και εισήλθε σε μια περίοδο κατάθλιψης που διήρκεσε μήνες.
Έπειτα ακολούθησε τον Ολίβιε σε μια Ευρωπαϊκή περιοδεία με το «Τίτος Ανδρόνικος», αλλά η περιοδεία αμαυρώθηκε από τις συχνές εκρήξεις της Λι ενάντια στον Ολίβιε και στα άλλα μέλη του θιάσου. Μετά την επιστροφή τους στο Λονδίνο, ο πρώην σύζυγός της, Λι Χόλμαν, που συνέχιζε να ασκεί σημαντική επιρροή πάνω της, έμεινε με το ζευγάρι και τη βοήθησε να ηρεμήσει.
Το 1958, έκανε σχέση με τον ηθοποιό Τζακ Μέριβεϊλ. Το 1960 χώρισε με τον Ολίβιε, ο οποίος παντρεύτηκε την ηθοποιό Τζόαν Πλόουραϊτ. Ο Λόρενς κατηγόρησε την κακή ψυχική υγεία της Λι για το τέλος του γάμου τους, αλλά παρά τη σταθερή σχέση της με τον Μέριβεϊλ και τη φιλία της με τον πρώτο της σύζυγο, η Λι εκμυστηρεύτηκε στη δημοσιογράφο Ρέιντι Χάρις: «Θα προτιμούσα να ζήσω μια σύντομη ζωή με τον Λάρι [Ολίβιε], από το να αντικρίσω έναν μακρύ δρόμο χωρίς εκείνον».
Η Λι αποσπούσε πλέον καλές κριτικές χωρίς να χρειάζεται να μοιράζεται το προσκήνιο με τον Ολίβιε. Αν και βασανιζόταν ακόμα από περιόδους κατάθλιψης, συνέχισε να εργάζεται στο θέατρο και το 1963 κέρδισε βραβείο ΤΟΝΥ για τη συμμετοχή της στο μιούζικαλ «Τόβαριτς» (Tovarich).
Ο θάνατος της Βίβιαν Λι
Τον Μάιο του 1967, η Βίβιαν Λι, υπέστη υποτροπή της φυματίωσης, ενώ έκανε πρόβα με τον Μάικλ Ρέντγκρεϊβ για να εμφανιστεί στη θεατρική παράσταση του Έντουαρντ Άλμπι Ευαίσθητη ισορροπία (A Delicate Balance). Μετά από αρκετές εβδομάδες ξεκούρασης, φάνηκε να ανακάμπτει.
Τη νύχτα της 7ης Ιουλίου 1967, ο Μέριβεϊλ την άφησε, ως συνήθως, να πραγματοποιήσει την εμφάνισή της στο θέατρο και επέστρεψε στο σπίτι γύρω στα μεσάνυχτα, όπου τη βρήκε κοιμισμένη. Περίπου τριάντα λεπτά αργότερα, επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα και βρήκε το σώμα της να κείτεται στο πάτωμα. Είχε σηκωθεί και είχε προσπαθήσει να περπατήσει μέχρι το μπάνιο και κατέρρευσε, καθώς οι πνεύμονες της ήταν γεμάτοι με υγρό.
Στη συνέχεια, ο Μέριβεϊλ επικοινώνησε με τον Ολίβιε, ο οποίος υποβαλλόταν σε θεραπεία για καρκίνο του προστάτη σε κοντινό νοσοκομείο. Στην αυτοβιογραφία του, ο Ολίβιε περιέγραψε την αγωνία που τον κατέβαλε καθώς όδευε προς το σπίτι της Λι. Όταν έφτασε εκεί διαπίστωσε ότι ο Μέριβεϊλ είχε μετακινήσει το σώμα της πάνω στο κρεβάτι. Ο Ολίβιε εξέφρασε τη θλίψη του και πριν βοηθήσει το Μέριβεϊλ με τα διαδικαστικά της κηδείας, «στάθηκε και προσευχήθηκε για συγχώρεση για όλα τα κακά που είχαν ξεφυτρώσει μεταξύ τους».
Η Βίβιαν Λι πέθανε σε ηλικία 54 ετών ταλαιπωρημένη από ένα κλονισμένο νευρικό σύστημα το οποίο την οδήγησε συχνά σε ψυχιατρικές κλινικές. Το σώμα της αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο Golders Green και η τέφρα της σκορπίστηκε στη λίμνη δίπλα στο σπίτι της, το Τίνκερέιτζ Μιλ, που βρισκόταν στο ανατολικό Σάσεξ, στην Αγγλία.
Από τις ωραιότερες και πλέον ταλαντούχες Αγγλίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου, η Βίβιαν Λι θεωρείτο μια από τις ομορφότερες ηθοποιούς όλων των εποχών, πράγμα που επισκίασε το μεγάλο της ταλέντο. Τόσο ο σύζυγός της, Λόρενς Ολίβιε, όσο ο σκηνοθέτης Τζορτζ Κιούκορ και ο σεναριογράφος Γκάρσον Κέινιν σχολίασαν το γεγονός αυτό, εκθειάζοντας το ταλέντο της και τονίζοντας ότι οι ωραίες γυναίκες σπάνια θεωρούνται καλές ηθοποιοί καθώς δεν απαιτείται από εκείνες κάτι τέτοιο. Η Λι όμως αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα καθώς ήταν φιλόδοξη και προσπαθούσε να ξεπερνά τον εαυτό της σε κάθε της εμφάνιση.
To Netflix ετοιμάζει μια παραγωγή με τίτλο «Χόλιγουντ», όπου θα εμφανιστεί και η «Βίβιαν Λι», τον ρόλο της οποία θα ερμηνεύσει η ηθοποιός Κέιτι Μακγκίνες. To «Χόλιγουντ» αναμένεται να κυκλοφορήσει στο Netflix την 1η Μαΐου 2020.