Με αφορμή τον εγκλεισμό εκατομμυρίων ανθρώπων και την κατ'οίκον απομόνωση, ως συνέπεια της κρίσης του κορωνοϊού, η ισπανική El País έκανε ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στην απόλυτη ντίβα της όπερας, Μαρία Κάλλας. Θυμάται τους τελευταίους μήνες της ζωής της, τους οποίους η μεγάλη καλλιτέχνιδα πέρασε απομονωμένη στους τοίχους του σπιτιού της, στο Παρίσι, πριν πεθάνει.
«Σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, η απομόνωση ήταν για τις γυναίκες μια μέθοδος ενστικτώδους άμυνας ή ένα είδος κοινωνικής τιμωρίας. Στην περίπτωση της Μαρία Κάλλας, ήταν και τα δύο», αναφέρει το αφιέρωμα.
«Στο τέλος της ζωής της, απομονώθηκε όλο και περισσότερο. Πολλοί φίλοι την είχαν εγκαταλείψει, αλλά και η ίδια κρατούσε αποστάσεις με όσους ακόμη παρέμειναν κοντά της. Ήταν πάντα πολύ δύσκολο να τη συναντήσεις. Έπρεπε να τηλεφωνήσεις πέντε τουλάχιστον φορές πριν μπορέσεις να της μιλήσεις. Η υπηρέτριά της έλεγε «η κυρία κάνει το μπάνιο της», «η κυρία είναι στο κομμωτήριο» ή «η κυρία κάνει μανικιούρ». Αλλά, την πέμπτη φορά, όταν επιτέλους ερχόταν στο τηλέφωνο, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί κάποια ημερομηνία για να συναντηθεί κάποιος μαζί της. Ε, στο τέλος καταλήγεις να μη θέλεις πλέον να προσπαθήσεις ξανά». Με αυτά τα λόγια ο Ζακ Μπουρζόν, ένας φίλος της Μαρίας Κάλλας, περιγράφει τους τελευταίους μήνες της ζωής της ντίβας, στο ντοκιμαντέρ «Κάλλας» (1981) του Tony Palmer.
Κι αυτό συνέβαινε στη ζωή μιας γυναίκας, η οποία όταν βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της δήλωνε: «Κάθε φορά που βγαίνω, οι άνθρωποι περιμένουν να πέσουν πάνω μου». Είναι λίγο απλοϊκό να πιστέψει κανείς ότι αυτή η απομόνωση ήταν απλώς η συνέπεια του θανάτου του Αριστοτέλη Ωνάση. Πράγματι, μετά τον θάνατο του Ωνάση, το 1975, η Κάλλας δεν βγήκε ποτέ ξανά από το σπίτι της, ούτε δέχτηκε ποτέ ξανά επισκέψεις, αλλά η ζωή της είναι γεμάτη από λόγους που εξηγούν αυτή την απομόνωση. Για παράδειγμα, η αιώνια διαμάχη ανάμεσα στη Μαρία και την Κάλλας, η ιδιαίτερη σχέση της με το τραγούδι ή οι προδοσίες που έζησε από φίλους της. Ολη η ζωή της θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία. 'Η την πιο τραγική όπερα. Σε τρεις πράξεις και έναν επίλογο.
Πράξη I: Η Κάλλας
Έτσι αποκαλούσε τον εαυτό της η Μαρία Κάλλας όταν μιλούσε για την «άλλη», τη σοπράνο: «Η Κάλλας». Ή τουλάχιστον αυτό θυμάται η γραμματέας της Nadia Stancioff. Η Μαρία, μια γυναίκα εξαιρετικά εύθραυστη, ήταν ταυτόχρονα η Κάλλας, μια πλανητική ντίβα που ο Τύπος της εποχής είχε κατατάξει στις πιο καπριτσιόζες και τυραννικές προσωπικότητες. Τρομερά απαιτητική με τον εαυτό της, άψογη επαγγελματίας και υπερόπτης.
Το πρώτο σοκ στη ζωή της Κάλλας ήρθε το 1958, όταν τραγούδησε την Νόρμα, στη Ρώμη. Η σοπράνο εκείνη την ημέρα ανέβηκε στη σκηνή με αφωνία. Υπέφερε από βαριά βρογχίτιδα και στην πρώτη πράξη τα κατάφερε, αλλά στη δεύτερη πράξη η φωνή της την πρόδωσε. Ο Τύπος της εποχής της επιτέθηκε με ειρωνείες. «Λοιπόν, η σοπράνο τέλος; Η Μαρία δεν είναι και στις αρχές της», έγραφαν οι δημοσιογράφοι. «Για να είστε σίγουροι ότι θα την ακούσετε, μη φοράτε τα καλά σας και πάτε καλύτερα στις πρόβες. Εκεί, συνήθως, μένει ως το τέλος».
Η Μαρία Κάλλας έζησε αυτές τις στιγμές ως μια τρομερή αδικία, σαν μια επίθεση στο πρόσωπό της, βίαιη και αδικαιολόγητη. «Με έσυραν στη λάσπη», συνήθιζε να λέει. Η σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση ξεκίνησε ένα χρόνο αργότερα. Όσο μεγάλωνε ο έρωτάς της για τον εκκεντρικό μεγιστάνα, τόσο το ενδιαφέρον της για την τέχνη ελαττωνόταν. Σε σημείο που εγκατέλειψε την όπερα σε ηλικία 41 ετών, ώστε να ζήσει απόλυτα τη ζωή της, όπως της ζητούσε να κάνει ο Ωνάσης.
Πράξη II: Μαρία
«Εχω εγκαταλείψει τη μοίρα μου στα χέρια του, είμαι σαν μια παρθένα που ξαφνικά ταξιδεύει στο απίστευτο σύμπαν των σωματικών αποκαλύψεων». Έτσι εξηγούσε η Μαρία Κάλλας την παθιασμένη σχέση της με τον Ωνάση. Ο καλός της φίλος Φράνκο Τζεφιρέλι, με τον οποίο είχε δουλέψει πολλές φορές, έχει δηλώσει ότι ποτέ η Κάλλας δεν είχε ξαναζήσει έναν τέτοιο σαρκικό έρωτα. Στο ντοκιμαντέρ «Κάλλας» ο John Ardoin, κριτικός μουσικής και φίλος της σοπράνο, θυμάται τον Ωνάση σαν «έναν άνθρωπο με αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που έκανε συλλογή από διάσημες γυναίκες. Λένε γι'αυτόν ότι πλήρωσε 10.000 δολάρια για να περάσει μια νύχτα με την Εύα Περόν. Ήθελε να συμπληρώσει τη συλλογή του με την Μαρία Κάλλας».
Η ιστορία είναι γνωστή και την έχουν αφηγηθεί χιλιάδες φορές. Ο Ωνάσης κάλεσε την Μαρία Κάλλας και τον σύζυγό της Τζιοβάνι Μενεγκίνι για μια κρουαζιέρα. Επί πολλά χρόνια ο Ωνάσης φλέρταρε την ντίβα και της έστελνε λουλούδια με την αφιέρωση «εκ μέρους ενός άλλου Έλληνα». Το 1959, επιστρέφοντας από την κρουαζιέρα (λέγεται ότι είχαν συνευρεθεί σε αυτό το ταξίδι και μάλιστα τους είχε αντιληφθεί η σύζυγος του Ωνάση), η Μαρία Κάλλας και ο σύζυγός της χώρισαν. Έτσι ξεκίνησε η παθιασμένη σχέση της με τον μεγιστάνα, με τα πάνω και τα κάτω της. Ο Ωνάσης όμως δεν μπορούσε να κάνει το βήμα προς τον γάμο, τον οποίο η Κάλλας περίμενε.
Το 1968, η Μαρία Κάλλας έμαθε από τον Τύπο τον γάμο του Ωνάση με την Τζάκι Κένεντι. Η Κάλλας ένιωσε σαν την Μήδεια: προδομένη, μόνη, χαμένη και εγκαταλελειμμένη. Καταφεύγει στο διαμέρισμά της, στην λεωφόρο Georges Mandel 36, στο Παρίσι, ένα σπίτι-μουσείο το οποίο της είχε προσφέρει ο Ωνάσης και το διακόσμησε μόνη της η ντίβα. Απομονώθηκε με μοναδική συντροφιά τα δυό της σκυλιά κανίς. «Μελετώ μόνη, έχω τους δίσκους μου που μου θυμίζουν τι έκανα παλιά, και ένα μαγνητόφωνο που καταγράφει τι κάνω σήμερα».
Το 1970, η Μαρία Κάλλας αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Στο μεταξύ, ο γάμος του Ωνάση με την Τζάκι παρουσιάζει τα πρώτα σύννεφα και ο μεγιστάνας προσπαθεί να επιστρέψει στην Κάλλας. Ερχόταν και φώναζε κάτω από τα παράθυρά της. «Δέχτηκα να επανέλθει», αναγνώρισε η Κάλλας, σε μια δήλωση που ακούγεται στο ντοκιμαντέρ «Κάλλας». Η σχέση τους γίνεται μια «παθιασμένη φιλία». Οι εφημερίδες κάνουν πρωτοσέλιδα «ο Άρης επέστρεψε στη Μαρία» ή «Πώς η Τζάκι έμαθε τη σχέση του συζύγου της». «Η σχέση μου με τον Ωνάση ήταν αποτυχία. Η φιλία μου μαζί του μια επιτυχία», έχει δηλώσει η ίδια.
Οπως όλα δείχνουν, ο Ωνάσης επέλεξε να πεθάνει στο Παρίσι, κοντά της. Παρά την απαγόρευση, η Κάλλας μπόρεσε να μπει στο νοσοκομείο για να τον αποχαιρετίσει και να του πει «Άρη, εγώ είμαι, η Μαρία, το καναρίνι σου».
Πράξη III: Ο εγκλεισμός
Η Μαρία Κάλλας δεν ξαναβγήκε ποτέ από το σπίτι της, παρά τις προσπάθειες των φίλων της. Ένα ξένο κανάλι κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια συνέντευξη. Πέρασε τις τελευταίες ημέρες της με την τηλεόραση ανοιχτή, καταπίνοντας χάπια. «Ευχαριστώ τον Θεό κάθε μέρα, γιατί μου μένει μια λιγότερη».
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, η Μαρία Κάλλας βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της. Ανακοπή, αυτοκτονία, άγνωστο. Ήταν 53 ετών και πέθανε δύο μήνες μετά τον Ωνάση.
Επίλογος
Στο ντοκιμαντέρ «Κάλλας, Κένεντι, Ωνάσης: δύο βασίλισσες για έναν βασιλιά» μαθαίνουμε για την καταγγελία του Μενεγκίνι ότι η τέφρα της εκλάπη στο νεκροταφείο Père Lachaise, του Παρισιού, ενώ η τεφροδόχος βρέθηκε κατά τύχη σε ένα δρομάκι. Στην πραγματικότητα, η τέφρα της Κάλλας φυλάσσονταν προσωρινά σε ελβετική τράπεζα μέχρι να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για την μεταφορά της στην Ελλάδα και σκόρπισε στη θάλασσα, ανοιχτά της Βουλιαγμένης, στον Σαρωνικό….