Πώς σώθηκε, πώς βγήκε από το μισοβυθισμένο πλοίο, πώς πάλεψε με τα κύματα ο Παναγιώτης Μπελώνης, μετά από δεκατρείς ώρες στο νερό... Ένα νέο βιβλίο, γραμμένο με τη βοήθεια της κόρης του, ρίχνει ξανά νέο φως στο θρυλικό ναυάγιο του «Ηράκλειον», το 1966, κοντά στη Φαλκονέρα.
8 Δεκεμβρίου 1966. Το επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο «Ηράκλειον», που έκανε το δρομολόγιο της γραμμής Σούδα-Πειραιάς, εκπέμπει σήμα SOS έξι μίλια βορειοανατολικά της βραχονησίδας Φαλκονέρας στο Μυρτώο Πελάγος. Ύστερα από λίγα λεπτά, βυθίζεται.
Ακόμα και σήμερα, 55 χρόνια μετά, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων του ναυαγίου δεν είναι βέβαιος. Οι εκτιμήσεις μιλούν για πάνω από 250 νεκρούς, πιθανόν 277, καθώς εκείνα τα χρόνια ταξίδευαν πολλοί λαθρεπιβάτες μέσα στα γκαράζ, ενώ επιπλέον πολλοί έκοβαν εισιτήριο ενώ είχαν ήδη επιβιβαστεί στο πλοίο.
Το «Ηράκλειον» αρχικά ναυπηγήθηκε το 1949 στη Γλασκόβη ως δεξαμενόπλοιο, και το 1964 μετασκευάστηκε σε οχηματαγωγό-επιβατικό πλοίο και περιήλθε στη ναυτιλιακή εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1966 το «Ηράκλειον» αναχώρησε με καθυστέρηση μισής ώρας, στις 7:30 το απόγευμα, εξαιτίας ενός μοιραίου φορτηγού-ψυγείου με πορτοκάλια, που κατέφθασε την τελευταία στιγμή στο λιμάνι και φορτώθηκε βιαστικά στο πλοίο, χωρίς να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας. Το «Ηράκλειον» είχε ήδη δύο φορές εμπλακεί σε ατυχήματα, ενώ οι βλάβες που είχε υποστεί δεν είχαν, σύμφωνα με τα πορίσματα, επισκευαστεί επαρκώς ώστε να είναι αξιόπλοο. Ο εφοπλιστής με πλαστά έγγραφα και με τη βοήθεια του υπουργείου Ναυτιλίας κατάφερε να το βγάλει ξανά στη θάλασσα, πιέζοντας το πλήρωμα για μεγάλες ταχύτητες, ώστε να μη χάσει το «Ηράκλειον» τη φήμη του πιο γρήγορου πλοίου στις ακτοπλοϊκές γραμμές Πειραιά-Κρήτης.
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου
Tα γεγονότα που οδήγησαν στο ναυάγιο καθώς και η συγκλονιστική μαρτυρία του Παναγιώτη Μπελώνη, του τελευταίου διασωθέντα του ναυαγίου της Φαλκονέρας, έχουν καταγραφεί σε ένα συγκλονιστικό χρονικό που συνέγραψε λίγο πριν πεθάνει ο Μπελώνης με τη βοήθεια της κόρης του, Πηγής. Το βιβλίο με τίτλο «Ηράκλειον SOS Βυθιζόμεθα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κέδρος, βασίστηκε στις αφηγήσεις τόσο του ίδιου του Παναγιώτη Μπελώνη όσο και κάποιων ακόμα διασωθέντων, όπως οι Ηλίας Κουκουνάκης και Σταύρος Λαγωνικάκης, που βιώσαν, μαζί με τον 37χρονο τότε άντρα, τα τραγικά γεγονότα εκείνης της μοιραίας νύχτας στα ανοιχτά της Φαλκονέρας. Οι μαρτυρίες των διασωθέντων, που κόβουν την ανάσα, εμπλουτίζονται με τα στοιχεία από την έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων, τα πορίσματα των Ανακριτικών Συμβουλίων Ναυτικών Ατυχημάτων, τα πρακτικά της δίκης και φυσικά από τα ρεπορτάζ στον Τύπο της εποχής.
1.30' – 1.45' τη νύχτα
O Παναγιώτης Μπελώνης είναι μόνος του μέσα σε μια τετράκλινη καμπίνα. Προσπαθεί να κοιμηθεί γιατί τον πειράζει η θάλασσα και ξαπλωμένος αντιμετωπίζει πιο εύκολα τη ναυτία. Τα κύματα χτυπάνε συθέμελα το πλοίο, που τρίζει με έναν αλλόκοτο θόρυβο, σαν να διαλύεται μέσα στο νερό. Οι ήχοι που έρχονται από το γκαράζ είναι αφύσικοι, τρομακτικοί. Φορτηγά που χτυπούν το ένα το άλλο, ντελαπάρουν, λαμαρίνες που διαλύονται. Ένα φορτηγό γεμάτο με λάδια και σαπούνια ανατρέπεται. Το δάπεδο του γκαράζ γεμίζει λάδια. Τα αυτοκίνητα από το ταρακούνημα της θαλασσοταραχής γλιστράνε και χτυπούν το ένα το άλλο ή πάνω στα εσωτερικά τοιχώματα του πλοίου.
Οι οδηγοί των αυτοκινήτων, παρακολουθώντας άναυδοι όσα συμβαίνουν από τις σκάλες που οδηγούν στο γκαράζ, ανεβαίνουν ανάστατοι στη γέφυρα για να διαμαρτυρηθούν. Ζητούν από τον πλοίαρχο Εμμανουήλ Βερνίκο να κόψει ταχύτητα ή να αλλάξει κατεύθυνση. Εκείνος αρνείται, δεν γίνεται να κόψουν ταχύτητα, τι θα πει το γραφείο στον Πειραιά αν καθυστερήσει το δρομολόγιο και τους προσπεράσει το πλοίο «Φαιστός», με το οποίο έχουν ανταγωνισμό. Το «Ηράκλειον» δεν γίνεται να χάσει τη φήμη του πιο γρήγορου πλοίου. Ο πλοίαρχος, είτε γιατί υποτιμά τον κίνδυνο είτε γιατί υπερτιμά τις δυνάμεις του, τους καθησυχάζει.
Μέσα σε λίγα λεπτά, ένα δεύτερο φορτηγό-ψυγείο γεμάτο πορτοκάλια, αυτό που φορτώθηκε τελευταίο και έχει μπει εγκάρσια στο γκαράζ, βιαστικά, όπως όπως, για να μην καθυστερήσει άλλο η αναχώρηση του πλοίου, γλιστράει, παρασύρει τους τρεις μεταλλικούς και τον έναν ξύλινο τάκο που είχε βάλει το πλήρωμα στις ρόδες του σαν σφήνες, για να μην κουνιέται στη φουρτούνα, και πάει και προσκρούει πότε στον δεξί και πότε στον αριστερό καταπέλτη του πλοίου. Τελικά, σε έναν μεγάλο κλυδωνισμό, το φορτηγό-ψυγείο πέφτει πάνω στη δεξιά μπουκαπόρτα που ήταν στηριγμένη υποτυπωδώς, με ένα απλό συρματόσχοινο, μετά από προηγούμενη βλάβη που δεν είχε επισκευαστεί ποτέ σωστά, προκαλώντας ένα μοιραίο ρήγμα έκτασης 17 τ.μ. Το φορτηγό-ψυγείο πέφτει μισό μέσα στη θάλασσα, την καρότσα του την καταπίνουν τα κύματα, ενώ ο τράκτορας ταλαντώνεται αφύσικα ακόμα μέσα στο γκαράζ.
Ο λοστρόμος Θεόδωρος Μαγιάφης, ο οποίος έχει κατεβεί με εντολή του πλοιάρχου στο γκαράζ για να εκτιμήσει την κατάσταση, αντικρίζει την κόλαση: «Από την τρίτη θέση υπήρχε ένα είδος εξώστη που επέτρεπε την πρόσβαση στο γκαράζ. Από κει βλέπει ο λοστρόμος τι συμβαίνει. Το θέαμα είναι τρομακτικό. Ο καταπέλτης λείπει τελείως, η θάλασσα μπαίνει ανεμπόδιστα μέσα και τα φορτηγά, μισοπλέοντας, χτυπούν το ένα πάνω στο άλλο».
1.50' τη νύχτα
Το πλοίο αρχίζει να γέρνει προς τη δεξιά του πλευρά, τα αυτοκίνητα και τα φορτωμένα φορτηγά πέφτουν όλα μαζί στην ίδια πλευρά. Το «Ηράκλειον» παίρνει σοβαρή κλίση. Η γέφυρα γνωρίζει την κατάσταση, αλλά ο πλοίαρχος συνεχίζει να μην ενημερώνει τον κόσμο που κοιμάται στις καμπίνες και στα σαλόνια της οικονομικής θέσης. Κανένας συναγερμός, καμία κίνηση να ενημερωθούν οι επιβάτες από το πλήρωμα.
Ο Παναγιώτης Μπελώνης είναι ακόμα ξαπλωμένος στην κουκέτα του, καθηλωμένος από την ανησυχία, προσπαθεί να δει από το φινιστρίνι της καμπίνας του τι συμβαίνει έξω. Μαύρο σκοτάδι. Τριγμοί. Ο αέρας που λυσσομανά και τα κύματα που χτυπούν το πλοίο. Θυμάται ότι την ώρα που τον οδήγησε ο καμαρότος στην καμπίνα η πόρτα ήταν σφηνωμένη και χρειαζόταν δύναμη για να ανοίξει. Η σκέψη τον πανικοβάλλει, αλλά προσπαθεί να ηρεμήσει, να σκεφτεί ότι όλα θα πάνε καλά. Όταν η καμπίνα αρχίζει να παίρνει αφύσικη κλίση και να μην επανέρχεται, πανικοβάλλεται. Πετάγεται από την κουκέτα και βγαίνει στο διάδρομο. Μια αφύσικη σιωπή. Σαν να είναι μόνος εκεί μέσα, μόνος σε ένα πλοίο που βουλιάζει.
«Παρ' όλα όσα συμβαίνουν, δεν ακούω ανθρώπινη φασαρία στον διάδρομο, ενώ έχω ανοίξει την πόρτα της καμπίνας μου. Καμία ανθρώπινη παρουσία, καμία ανθρώπινη φωνή. Μα τελικά είμαι μόνος μου εδώ μέσα; Κανείς δεν ακούγεται; Κανείς δεν κινητοποιείται; Αυτοί που κυβερνούν το καράβι δεν ακούν; Δεν βλέπουν τι γίνεται; Γιατί δεν ανησυχούν αφού τίποτα πια δεν μένει όρθιο; Τα πάντα αναποδογυρίζουν, ακούγονται καθαρά. Μήπως δεν είμαι καλά; Μήπως δεν τα ζω όλα αυτά, αλλά τα φαντάζομαι; Μήπως είναι παραισθήσεις; Μήπως τελικά κοιμήθηκα και βλέπω ένα άσχημο όνειρο; [...] Ούτε συναγερμός χτυπάει, ούτε γίνεται κάποια προσπάθεια να ειδοποιηθούμε και να εκκενωθεί το πλοίο; [...] Κοιτάζω το ρολόι μου. Δύο παρά δέκα ακριβώς. Είμαι απολύτως βέβαιος πως καμία ελπίδα δεν υπάρχει. Το βαπόρι βουλιάζει».
«Κάθε φορά που γέρνει αριστερά ή δεξιά το πλοίο, καθυστερεί περισσότερο από την προηγούμενη φορά να επανέλθει στην ευθεία [...] Η ταλάντωσή του είναι τόσο μεγάλη τώρα, που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κουπαστή θα ακουμπάει στη θάλασσα σε κάθε του κλίση».
2.07' τη νύχτα
Το πλοίο έχει πάρει κλίση 30 μοιρών και σε λίγα μόλις λεπτά παίρνει κλίση 60 μοιρών. Μόνο τότε αρχίζει να χτυπάει ο συναγερμός. Καθυστερημένα. Όπως καθυστερημένα είναι και τα σήματα SOS που εκπέμπει η γέφυρα, ζητώντας βοήθεια στα παραπλέοντα πλοία.
Ο Παναγιώτης Μπελώνης προσπαθεί να στηριχτεί για να σταθεί όρθιος. Αφουγκράζεται τους ήχους, τις κινήσεις του πλοίου, για να εκτιμήσει την κατάσταση. «Μια γυναικεία δυνατή κραυγή σπάει τη σιωπή. “Πνιγόμαστε... Θεέ μου... Βοήθεια!”. [...] Ενώ είμαι στο διάδρομο, με την άκρη του ματιού μου την αντιλαμβάνομαι μόνο σαν σκιά να τρέχει και να μπαίνει σε μια καμπίνα της τουριστικής θέσης. Προφανώς θα είναι τα παιδιά της, η οικογένειά της εκεί και τρέχει να προλάβει να τους βοηθήσει, να τους σώσει [...] Με πολύ δυσκολία μπορώ να περπατώ, με βήματα που κάνω πότε στο πάτωμα και πότε στον πλευρικό τοίχο, που έχει μισοαντικαταστήσει τον διάδρομο, έτσι όπως έχει ξαπλώσει το καράβι. Τρέχω σαν τρελός με όση δύναμη έχω. Κι άλλοι τρέχουν σαν εμένα [...] Πανικός ανακατεμένος με κλάματα και κραυγές [...] Προσπαθούμε να τρέξουμε όλοι μας, απελπισμένοι, προσπαθούμε σαν τρελοί να απομακρυνθούμε από το πλοίο που βουλιάζει [...] Χρησιμοποιούμε και τα χέρια μας και αναγκαζόμαστε να μπουσουλάμε κανονικά [...] Δεν ξέρουμε πού πάμε, δεν ξέρουμε αν ακολουθούμε τη σωστή διαδρομή, που θα μας βγάλει έξω από το ξαπλωμένο πλοίο».
Καθώς τρέχει, ο Παναγιώτης Μπελώνης, συνειδητοποιεί ότι οι περισσότεροι συνεπιβάτες του τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτόν. Τρομοκρατείται. Το ένστικτό του του λέει να συνεχίσει όμως μπροστά. Βρίσκει μια σκάλα. Την ακολουθεί. Τον οδηγεί στο σαλόνι της τουριστικής θέσης.
«Το καράβι έχει μπατάρει δεξιά, αν το κοιτάξει κανείς από την μπροστινή μεριά του, έτσι εγώ, μπαίνοντας στο σαλόνι ερχόμενος από πίσω, αντικρίζω ένα απίστευτο θέαμα! Η αριστερή πλευρά του είναι βυθισμένη στο νερό και η δεξιά πλευρά του είναι σηκωμένη ψηλά, “ως τον ουρανό”. [...] Ακριβώς την ώρα που αντικρίζω τις πρώτες σκηνές της κόλασης μέσα στο ανάποδο σαλόνι, ακούω και έναν ήχο που μου θυμίζει εξασθενημένο κλάξον αυτοκινήτου».
Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στην ολιγωρία της γέφυρας. Σύμφωνα με τα επίσημα πορίσματα, οι περισσότεροι άνθρωποι πνίγηκαν μέσα στις καμπίνες της δεξιάς πλευράς, πριν προλάβουν να αντιδράσουν. Μέσα στην άγρια νύχτα. Χωρίς καμία βοήθεια. Καμία προειδοποίηση.
«Μέσα στο σαλόνι, τα παράθυρα είναι σπασμένα και η θάλασσα μπαίνει μέσα σαν χείμαρρος. Χείμαρρος σε όλο το πλάτος των παραθύρων [...] Μαζί με τα νερά έχουν τουμπάρει προς την ίδια μεριά τα τραπέζια, οι καρέκλες και ό,τι άλλο υπήρχε στο σαλόνι. Και η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει όλο και περισσότερο σε εκείνη την πλευρά. Το συγκλονιστικό όμως είναι πως έχει και ανθρώπους εκεί μέσα, ανθρώπους ανακατεμένους με τα έπιπλα, ανθρώπους που, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να ξεφύγουν, έρπουν, γλιστρούν, πέφτουν πίσω και παλεύουν να βγουν, ανθρώπους που δίνουν σκληρή μάχη για τη ζωή τους. Ανθρώπους που δεν μπορώ να τους δω καθαρά, αφού για μένα όλα συνεχίζουν να είναι σκιές. Δεν γίνεται να διακρίνω τίποτε άλλο εκτός από την έξοδο. Κι αυτή είναι τόσο ψηλά, τόσο μακριά, στον ουρανό [...] Όρθιος πλέον δεν μπορώ να σταθώ καθόλου. Με χέρια και πόδια, σαν ζώο, προχωρώ, έρποντας, σέρνομαι λίγα μέτρα με μεγάλη δυσκολία και προσπαθώ να φτάσω ψηλά, σε εκείνον τον ουρανό που είναι η έξοδός μου».
Ο Παναγιώτης Μπελώνης παλεύει να σκαρφαλώσει. Όπως μπορεί. Πηδάει, πέφτει, ξανασηκώνεται. Ο χρόνος του τελειώνει. Πρέπει να σκεφτεί κάτι γρήγορα, αλλιώς θα τον καταπιεί το νερό, θα χαθεί μαζί με το πλοίο που αρχίζει να βουλιάζει. Βρίσκει ένα μεταλλικό διαχωριστικό στο σαλόνι, από αυτά που ξεχώριζαν τους καναπέδες και τις πολυθρόνες. Σκαρφαλώνει εκεί και αποφασιστικά, μετά από μερικές απελπισμένες προσπάθειες, πηδάει, πιάνεται από ένα σκαλοπατάκι και σαν να κάνει μονόζυγο προσπαθεί να ταλαντωθεί για να τα καταφέρει, για να σωθεί.
«Με όση δύναμη έχω στα χέρια μου, τραβώ προς τα πάνω όλο μου το σώμα, το πετάω με μανία έξω από την πόρτα και προσγειώνομαι στον εξωτερικό διάδρομο του πλοίου, δίπλα στην κουπαστή. Στο μπαλκονάκι του καταστρώματος δηλαδή. Είμαι έξω! Επιτέλους έξω! [...] Το καράβι όμως είναι ξαπλωμένο οριζόντια, έχει δηλαδή κλίση 90 μοιρών, και χωρίς να κρατηθώ από κάπου, δεν μπορώ καθόλου να σηκωθώ [...] Σκαρφαλώνω λοιπόν μονομιάς, δρασκελίζω και προσπερνάω τα κάγκελα της κουπαστής και βγαίνω έξω, στο πλευρό του πλοίου, πάνω στο πέτσωμά του. Κάθομαι αμήχανος, συγκλονισμένος, τρομοκρατημένος και χαμένος στο αριστερό πλαϊνό μέρος του καραβιού. Πάνω στο μαύρο, παγωμένο σίδερο. Πάνω στο πληγωμένο του κουφάρι. Το πλοίο Ηράκλειον λίγο μετά τις δύο τα ξημερώματα στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 βρίσκεται θανάσιμα λαβωμένο και σαν το χτυπημένο άλογο, ξαπλωμένο, αποκαμωμένο, έχει παραδώσει το κρύο κορμί του που ψυχορραγεί εκεί που ενώνονται τα νερά του Κρητικού και του Μυρτώου πελάγους. Κι εγώ μια μινιατούρα, μια μικρή ανθρώπινη, τραγική φιγούρα, να ακροβατώ πάνω στα κρύα του σίδερα την ώρα που το δέρνουν νοτιοδυτικοί άνεμοι – 8, 9 μπορεί και 10 μποφόρ».
2.12' τη νύχτα
«Δυο φορές πρόλαβε μόνο ο ασυρματιστής του πλοίου να δώσει το σήμα SOS. Τη δεύτερη στις 2.12' πρόλαβε να συμπληρώσει “SOS ΑΠΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ... ΒΥΘΙΖΟΜΕΘΑ”. Δυο φορές και μετά σιωπή».
Ο Παναγιώτης Μπελώνης πηδάει εγκαίρως μέσα στα κύματα πριν τον τραβήξει μαζί του το πλοίο στον βυθό. Με ένα κασόνι που βρίσκει να επιπλέει στο νερό, κι ενώ τον χτυπά η θάλασσα αλύπητα, κύμα το κύμα, ταξιδεύει, μέσα σε βουνά ολόκληρα που απειλούν να τον καταπιούν. Πολύ γρήγορα καταλαβαίνει ότι για να καταφέρει να επιβιώσει πρέπει να σταματάει να παλεύει με τα άγρια κύματα και να αφεθεί στο νερό, για να μην εξαντληθεί και χάσει τις δυνάμεις του. Αν κλείσει τα μάτια, ξέρει ότι θα πνιγεί. Μετά από δεκατρείς ώρες μέσα στο νερό τον περισυλλέγει ένα πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι ένας από τους 47 τυχερούς ανθρώπους που κατάφεραν να διασωθούν από αυτή τη ναυτική τραγωδία που έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα πιο άγρια ναυάγια της Ελλάδας.
Για την ιστορία, ο Παναγιώτης Μπελώνης απέκτησε δύο παιδιά και έζησε μέχρι τα 80 του χρόνια. Πέθανε το 2009 πληγωμένος από το χαμό τού ενός από αυτά. Η κόρη του ολοκλήρωσε το βιβλίο που είχαν γράψει μαζί και το πλαισίωσε με μία έρευνα και επιπλέον μαρτυρίες.
Το θρυλικό ναυάγιο της Φαλκονέρας, όπως είναι γνωστό, άλλαξε εντελώς την αντιμετώπιση της ακτοπλοΐας από το κράτος, το οποίο επέβαλε ένα νέο πρωτόκολλο για την αντιμετώπιση αντίστοιχων ναυτικών κρίσεων: Δημιουργήθηκε ο θάλαμος επιχειρήσεων στο ΥΕΝ, θεσπίστηκε το απαγορευτικό απόπλου από το Λιμεναρχείο όταν υπάρχουν υψηλά μποφόρ, ενώ το Πολεμικό Ναυτικό είναι πάντα σε ετοιμότητα για να παρέχει βοήθεια σε περίπτωση ναυαγίου.