Η ταινία «Chaos» που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Τομ Ο'Νιλ, συνδέει τον Τσαρλς Μάνσον με τα πειράματα της αμερικανικής κυβέρνησης για τη χρήση LSD για τον έλεγχο του νου.
Το καλοκαίρι του 1969, ο Τσαρλς Μάνσον, ένας χίπης ψευδό-«μεσσίας» που ισχυριζόταν ότι ήταν ο γιος του Χριστού, του Σατανά και του Χίτλερ μαζί, έστειλε τους ημίτρελους «αποστόλους» του να πραγματοποιήσουν μια σειρά από δολοφονικές επιδρομές σε όλο το Λος Άντζελες.
Για αρχή, έσφαξαν την ηθοποιό Σάρον Τέιτ, που τότε ήταν έγκυος στο παιδί του Ρομάν Πολάνσκι, μαζί με άλλους 4 φίλους της. Και την επόμενη νύχτα, η συμμορία έσφαξε έναν άλλον άνδρα και τη σύζυγό του, αφήνοντας ένα... πιρούνι καρφωμένο στο στήθος του.
Άλλα πτώματα ξεφορτώθηκαν στην Κοιλάδα του Θανάτου ή στο ίδιο αυτό κινηματογραφικό ράντσο όπου ο Κουέντιν Ταραντίνο έστησε την προ ετών ταινία του με τίτλο «Once Upon a Time... in Hollywood» -η οποία τελειώνει με το... αμόκ των οπαδών του Μάνσον.
Όταν άρχισαν οι «ενοχλητικές» ερωτήσεις...
Οι δολοφόνοι, που ήταν γνωστοί ως «Οικογένεια», προφανώς επέλεγαν τα θύματά τους στην τύχη και δεν έκαναν καν τον κόπο να ληστέψουν τις ιδιοκτησίες στις οποίες εισέβαλαν. Ήταν δολοφονίες χωρίς κίνητρο: μια απλή, σχεδόν τελετουργική έκφανση του Απόλυτου Κακού. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε, μέχρι που ο αμερικανός δημοσιογράφος Τομ Ο'Νιλ άρχισε να κάνει κάποιες ενοχλητικές ερωτήσεις.
Οι έρευνες του O'Neill ξεκίνησαν πριν από 25 χρόνια, στά τέλη της δεκαετίας του '90, κατόπιν μιας... παραγγελίας από ένα μεγάλο κινηματογραφικό περιοδικό και έκτοτε συνεχίζονται. Αν και δεν κατάφερε ποτέ να γράψει το άρθρο του περιοδικού, η έρευνά του για το θέμα του Μάνσον ουσιαστικά... κατέλαβε όλη τη ζωή και την καθημερινότητά του.
Σιγά σιγά, λέει ο Ο'Νιλ, ήρθε αντιμέτωπος με τα σκανδαλώδη ευρήματά του: ένα ολόκληρο δίκτυο συνωμοσίας και ψεμάτων από την αμερικανική αστυνομία, το FBI και τη CIA, που ένωσαν μαζί τις δυνάμεις τους σε μια προσπάθεια να «θολώσουν» όλη την αλήθεια για τα εγκλήματα του Μάνσον.
Ο «ένοχος» εισαγγελέας
Ο Ο'Νιλ κατηγορεί αρχικά τον εισαγγελέα Βινς Μπουλιόζι για αλλοίωση μαρτύρων. Κατόπιν, ο Ο'Νιλ υποστηρίζει ότι πράκτορες του FBI συνεργάστηκαν με τον εισαγγελέα, προφανώς επειδή το γραφείο του Τζέι Έντγκαρ Χούβερ θεωρούσε τον Μάνσον και το τσούρμο του ως «ζώα που άξιζαν να εξοντωθούν».
Η CIA εμπλέκεται στο κουβάρι αυτό όταν ο O'Neill αρχίζει να αναρωτιέται γιατί οι υπεύθυνοι αναστολών του Manson ήταν τόσο χαλαροί τα χρόνια πριν από το 1969, επιτρέποντάς του να αποσυρθεί στο Σαν Φρανσίσκο. Αποδεικνύεται, κατά τον Ο'Νιλ, ότι ενώ ζούσε στο ψυχεδελικό... χωράφι του Haight-Ashbury, ο Manson μπορεί να χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο από έναν γιατρό που συνέστησε το LSD στην κυβέρνηση ως μέσο ελέγχου του νου που θα μπορούσε να διεισδύσει στα κεφάλια των πληροφοριοδοτών ή να προετοιμάσει τους λεγόμενους «Manchurian candidates» [εξού και η ομώνυμη ταινία της δεκαετίας του '60] για τις πάσης φύσεως βρωμοδουλειές της αμερικανικής κυβέρνησης [δολοφονίες κτλ] στο εξωτερικό ή το εσωτερικό της χώρας.
Το καίριο ερώτημα λοιπόν είναι: Πίσω στο Λος Άντζελες, ο Μάνσον χρησιμοποιούσε τις ίδιες μεθόδους για να προγραμματίσει τα μέλη της «Οικογένειας»;

Καμία θεωρία συνωμοσίας δεν θα ήταν... πλήρης χωρίς μια σύνδεση με τη δολοφονία του JFK. Ο O'Neill ισχυρίζεται λοιπόν ότι ο Μάνσον αναδύθηκε από τη «διχασμένη Αμερική» του Λίντον Τζόνσον, ενός νευρωτικού προέδρου που κήρυξε πόλεμο απέναντι στην ίδια την εξεγερμένη αμερικανική κοινωνία.
Όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Ο'Νιλ στο τέλος του βιβλίου του, «οι εκκρεμότητες δεν έχουν ακόμη κλείσει και με τόσους πολλούς από τους ενόχους νεκρούς μάλλον δεν θα κλείσουν ποτέ».

Η ταινία που ακολούθησε στα βήματα του βιβλίου
Το «Chaos: The Manson Murders» - το οποίο βασίστηκε εξολοκλήρου πάνω στο βιβλίο του Ο'Νιλ - παίζεται ήδη στο Netflix.
Η ταινία, σε σκηνοθεσία του Errol Morris - βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη των ταινιών «The Fog of War» και «The Thin Blue Line» - πιάνει το νήμα από εκεί που το αφήνει το βιβλίο του Ο'Νιλ, συνδέοντας οπτικοακουστικά αυτή τη φορά τον Manson με τα πειράματα της αμερικανικής κυβέρνησης για τη χρήση LSD για τον έλεγχο του νου.
Ή, ανάλογα με το πώς διαβάζει ο εκάστοτε θεατής ή αναγνώστης τα στοιχεία του O'Neill, τα τοποθετεί όλα αυτά σε πολύ κοντινή απόσταση χωρίς να αποδεικνύει, στην ουσία, καμία πραγματική σχέση ανάμεσά τους.
Σύμφωνα με τον O'Neill, η κοινά αποδεκτή αφήγηση της υπόθεσης Manson -ότι δηλαδή ο Manson ανάγκασε τους οπαδούς του να δολοφονήσουν την ηθοποιό Sharon Tate και έξι άλλους με εξαιρετικά φρικιαστικό τρόπο προκειμένου να ξεκινήσουν έναν φυλετικό πόλεμο και να επέλθει το τέλος του κόσμου - ήταν μια βολική μυθοπλασία που επινόησε ο εισαγγελέας Vincent Bugliosi για να εξασφαλίσει μια εύκολη καταδίκη των υποτιθέμενων ενόχων και να προετοιμάσει το έδαφος για το βιβλίο του «Helter Skelter», το οποίο στη συνέχεια έγινε το best seller «αληθινών εγκλημάτων» [true crime] όλων των εποχών.
Ενώ οι οπαδοί του Μάνσον - η «Οικογένεια» που αποτελούνταν από έφηβους δραπέτες τους οποίους κρατούσε μαστουρωμένους για μέρες ενώ τους κήρυττε το δήθεν... «ευαγγέλιό» του - μπορεί να πίστεψαν αυτή την ιστορία, ο O'Neill πιστεύει ότι τα κίνητρα του ίδιου του Μάνσον ήταν πολύ πιο σκοτεινά και ότι έγινε συντονισμένη προσπάθεια να κρατηθεί η αλήθεια κρυφή για χρόνια.
Η ταινία του Μόρις, κατά μία έννοια, βρίσκεται ακριβώς στην μέση, αφήνοντας μεν τον Ο'Νιλ να κάνει την υπόθεσή του -που τελικά εμπλέκει έναν επιστήμονα ονόματι Λούις Τζόλιον «Τζόλι» Γουέστ, υπεύθυνο του ψυχολογικού προγράμματος MKUltra της CIA, ο οποίος διετέλεσε επίσης ο [διορισμένος από το ίδιο το δικαστήριο] ψυχίατρος του Τζακ Ρούμπι, του ανθρώπου που δολοφόνησε τον Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ. Την ίδια στιγμή, βασίζεται σε ήδη καταγεγραμμένες συνεντεύξεις του Μάνσον και των οπαδών του, καθώς και σε νέες συνομιλίες του με τον εισαγγελέα Στίβεν Κέι και τον μαθητή του Μάνσον, Μπόμπι Μπόζολιλ.
Το «Chaos» όμως δεν φτάνει την υπόθεση και το σενάριο συνωμοσίας τόσο μακριά όσο το βιβλίο του O'Neill, υπονοώντας ότι ο Manson χρησιμοποίησε τις ίδιες τεχνικές ελέγχου του μυαλού που χρησιμοποιούσε η CIA για να δημιουργήσει και να κάνει πλύση εγκεφάλου σε δυνητικούς δολοφόνους, οι οποίοι θα σκότωναν κατ' εντολή χωρίς να θυμούνται την πράξη τους.
Αλλά ο σκηνοθέτης υπονοεί ότι σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε πολλές άλλες, οι άνθρωποι έλκονται πιο έντονα από τις ιστορίες παρά από την αλήθεια, και ότι σημαντικά ερωτήματα παραμένουν ακόμη αναπάντητα...