Πέρασαν κιόλας 18 χρόνια, από τότε που ο Στέλιος Καζαντζίδης, η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή της Ελλάδος, περνούσε στην αιωνιότητα.
Πού ξεκινάει ο μύθος, ο θρύλος και πού ο άνθρωπος, χάνεται στα βάθη των «χρυσών δεκαετιών» για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι.
Ο Καζαντζίδης λατρεύτηκε όσο κανείς καλλιτέχνης στην Ελλάδα– αλλά και προκάλεσε αντιδράσεις. Σπατάλησε χρόνο από το αστείρευτο ταλέντο του σε αδιέξοδες δικαστικές διαμάχες (με Μάτσα, με Νικολόπουλο κ.α) σε ανούσιες συνεντεύξεις και σε τηλεοπτικές κόντρες. Ακόμη και με ανθρώπους που τους λάτρευε και τον λάτρευαν. Οπως τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Ακη Πάνου.
Οι «οπαδοί» του σοκαρίστηκαν όταν πεισματικά έπαψε να τραγουδάει. Ωστόσο, όλοι αναγνωρίζουν ότι ήταν εκείνος που άνοιξε το δρόμο για τα πνευματικά δικαιώματα των καλλιτεχνών.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης έφυγε από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, σε ηλικία 70 ετών, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Η ταφή του έγινε στο Νεκροταφείο της Ελευσίνας, πλάι στον τάφο της μητέρας του Γεσθημανής, όπως το επιθυμούσε ο ίδιος, ενώ η κηδεία του εξελίχθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, από χιλιάδες θαυμαστές.
Η τελευταία συνάντηση με τον Ακη Πάνου
Ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Ακης Πάνου ήταν δύο κορυφές του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού: Ο ένας τραγουδιστής, ο άλλος συνθέτης, έγραψαν και ερμήνευσαν μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια. Κι όμως, ήταν μόλις... έξι: «Η ζωή μου όλη», «Οι μισοί καλοί», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Αντε να περάσει η μέρα», «Μίσος», «Τα όνειρα που χτίζονται».
Ο ένας εκτιμούσε τον άλλον βαθιά. Ο Καζαντζίδης τον θεωρούσε «το μυαλό» και ο Άκης τον «μεγαλύτερο όλων των εποχών». «Τον Καζαντζίδη θέλω, ποιος άλλος τα τα πει, ο Λούλης;» έλεγε ο Πάνου για τα τραγούδια του. Ωστόσο και αυτή η σχέση πέρασε από μεγάλη δοκιμασία. Και λόγω αυτής, ο Στέλιος δεν ερμήνευσε ποτέ επίσημα τον «Τρελό που τόσο ήθελε.
Στα τελευταία τους ωστόσο, οι δύο μεγάλες μορφές έμελλε να συναντηθούν για ένα τελευταίο γλέντι. Ηταν η εποχή που ο Ακης Πάνου ήταν στις φυλακές Κορυδαλλού, έγκλειστος για το έγκλημα στην Ξάνθη, όπου είχε σκοτώσει τον άνδρα της κόρης του. Ωστόσο, η υγεία του Πάνου επιδεινώθηκε και έκανε θεραπεία. Ενα μεσημέρι, τον Φεβρουάριο του 1999 ο συνθέτης μεταφέρεται από το Γενικό Κρατικό της Νίκαιας στις φυλακές Κορυδαλλού από δύο αστυνομικούς και έναν γιατρό. Μερικά στενά πριν τις φυλακές το αυτοκίνητο κάνει μια στάση. Ο γιατρός, ξέροντας ότι στο ταβερνάκι του Κουμπούρα ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, μπαίνει μέσα και λέει στον στενό φίλο του Στέλιου, τον Κώστα Καταμπά: «Ξέρεις ποιον έχω μαζί μου; Τον Ακη Πάνου». Ο Καταμπάς, όπως διηγήθηκε στη «Μηχανή του Χρόνου» το είπε στον Στέλιο. Εκείνος πετάχτηκε έξω και μέσα στη μέση του δρόμου ο Καζαντζίδης και ο Πάνου άνοιξαν τα χέρια και αγκαλιάστηκαν σφιχτά, συγκινημένοι.
Εκείνη τη στιγμή περνούσε το λεωφορείο της γραμμής. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου και οι επιβάτες φώναζαν: «Γεια σου Στέλιο», «γεια σου Ακη». Σύμφωνα με την διήγηση σε εκείνη τη συνάντηση μίλησαν για τον φόνο του Ακη Πάνου - για την οποία δεν έδειχνε μετανιωμένος - και έκαναν σχέδια για το μέλλον. Στο γλέντι που ακολούθησε μετείχαν και οι αστυνομικοί που τον συνόδευαν στη φυλακή. «Στέλιο, έχω μεγάλο πρόβλημα, πώς θα τους πάω πάλι μέσα;» έλεγε γελώντας ο Πάνου για τους συνοδούς του. Λίγους μήνες μετά ο Ακης Πάνου έφυγε από τη ζωή και τον ακολούθησε ένα χρόνο μετά ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Δείτε το βίντεο από τη «Μηχανή του Χρόνου»
Προσφυγόπουλο με πατέρα αντάρτη
Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία Αττικής. Μητέρα του ήταν η Γεσθημανή (Χατζίδαινα) που καταγόταν από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας.
Ο πατέρας του Χαράλαμπος καταγόταν από τα Κοτύωρα (σημ. Ορντού) του Πόντου. Χτίστης στο επάγγελμα ήταν στα χρόνια της κατοχής ενεργός στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και δούλεψε για την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ). Στα χρόνια του εμφυλίου δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομμουνιστές.
Η κλωτσιά του μουλαριού που του στέρησε την πατρότητα
Ο έφηβος Καζαντζίδης αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλειές για να βγάλει το μεροκάματο. Δουλεύει σε εργοστάσια, υφαντουργεία, πουλάει τσιγάρα και κρύο νερό σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Άσχημη εμπειρία για τον Καζαντζίδη η στρατιωτική του θητεία στο Διόνυσο Αττικής. Η Βάσω Καζαντζίδη, σε συνέντευξή της στη «Μηχανή του Χρόνου» είχε εξηγήσει ότι όταν ήταν φαντάρος ο Στέλιος, τον έκλεισαν σε ένα στάβλο, για να τον τιμωρήσουν για τα κομμουνιστικά πολιτικά του φρονήματα. Εκεί, στον στάβλο, όπως της είπε ο ίδιος, έγινε το ατύχημα με το άλογο, που του στέρησε την πατρότητα. Ο γιατρός που τον εξέτασε τότε, του είπε: «Τη ζωή σου τη γλίτωσες, αλλά δεν θα κάνεις παιδιά».
Κατά τη στρατιωτική του θητεία ορίστηκε υπεύθυνος σε τάγμα μουλαράδων και εκεί μια κλωτσιά στα γεννητικά του όργανα, του στέρησε την πατρότητα.
Ωστόσο, η νονά του τραγουδιστή, Μαρία Κιουρτσόγλου, υποστήριξε πως η στειρότητα του Καζαντζίδη δεν οφειλόταν σε κλοτσιά από άλογο, αλλά στον άγριο ξυλοδαρμό που δέχτηκε από έναν ανώτερό του, όταν ήταν φαντάρος. Ο Πόντιος αξιωματικός έσυρε και χτύπησε με μανία τον τραγουδιστή. Ένα από τα άγρια χτυπήματα, τον βρήκε στα γεννητικά όργανα, προκαλώντας ανεπανόρθωτη βλάβη.
Ο πρώτος άνθρωπος που εκτίμησε τη φωνή του ήταν κάποιο αφεντικό του, που καθώς τον άκουσε την ώρα της δουλειάς, του χάρισε μια κιθάρα. Δάσκαλος του Καζαντζίδη υπήρξε ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας τυφλός συνθέτης.
Το ντεμπούτο του
Στα 1952, ο Καζαντζίδης κάνει το δισκογραφικό ντεμπούτο του με ένα τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα. Το τραγούδι αυτό έφερε τον τίτλο "Για μπάνιο πάω". Ήταν ένα τραγούδι γραμμένο για τον καύσωνα που επικρατούσε εκείνο το καλοκαίρι στην πρωτεύουσα. Ο δίσκος δεν πούλησε γιατί μιμήθηκε τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη και η καριέρα του Στέλιου Καζαντζίδη θα έσβηνε πριν καλά καλά αρχίσει. Αυτός που αντιλήφθηκε τις δυνατότητες της φωνής του Καζαντζίδη ήταν ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου. Το τραγούδι του Οι βαλίτσες γίνεται μεγάλη επιτυχία και το φαινόμενο Καζαντζίδης αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά.
Τον Οκτώβρη του 1965, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα και Μανώλης Αγγελόπουλος προετοιμάζουν συναυλίες, που τελικά δεν θα πραγματοποιηθούν, αφού λίγους μήνες αργότερα ο Καζαντζίδης πήρε τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα. Αιτία είναι η αποστροφή του για την κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά κέντρα. Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα αναφέρει πως μόνο στο μαγαζί που ο Καζαντζίδης δούλευε απαγορευόταν (από τον ίδιο φυσικά) οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών.
Η αποχώρηση του Καζαντζίδη από το πάλκο, «...αποτελεί την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας...»
Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλα και τον ποδοσφαιριστή Μίμη Παπαϊωάννου φτάνουν στη Γερμανία για συναυλίες. Η υποδοχή που τους επιφυλάσσουν οι ομογενείς είναι συγκινητική. Μαζί τους ο νεαρός -τότε- δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Χρήστος Νικολόπουλος. Την ίδια εποχή ο Καζαντζίδης και ο Χρήστος Κολοκοτρώνης (μουσική και στίχους αντίστοιχα) δημιούργησαν τον ύμνο της ΑΕΚ που ερμήνευσε ο Παπαϊωάννου: "Νικήστε, νικήστε".
Η διαμάχη με την Κολούμπια
Είχε προηγηθεί στα 1959 δικαστική διαμάχη του Καζαντζίδη με την δισκογραφική εταιρεία COLUMBIA, με αφορμή τις μεγάλου μεγέθους πωλήσεις του τραγουδιού "Μαντουμπάλα", πωλήσεις ρεκόρ, που την εποχή εκείνη άγγιξαν τις 100.000. Στην άλλη όψη του ίδιου δίσκου περιλαμβάνεται το "Δυο πόρτες έχει η ζωή", σε μουσική του ίδιου του Καζαντζίδη και στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Παρά τις χωρίς προηγούμενο πωλήσεις και τη στιγμή που η εταιρεία έβγαζε εκατομμύρια από το συγκεκριμένο δισκάκι, ο ίδιος ο τραγουδιστής πήρε λιγότερες από 1000 δραχμές. Αυτό συνέβη καθώς οι τραγουδιστές τότε πληρώνονταν ένα εφάπαξ ποσό για τον κάθε δίσκο και δεν λάμβαναν ποσοστά από τις πωλήσεις. Στον Καζαντζίδη χρωστούν πολλά οι σύγχρονοι τραγουδιστές, αφού πρώτος αυτός διεκδίκησε για τον κλάδο του ποσοστά και η προσπάθειά του είχε θετικό αποτέλεσμα.
Η απόσυρση από τη δισκογραφία
Στα 1969 αποφασίζει να αποσυρθεί για περίπου δύο χρόνια από τη δισκογραφία. Τότε είναι που κάνει και την προσπάθεια να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία, την "STANDAR" αλλά τα κατεστημένα συμφέροντα και η λογοκρισία στα χρόνια της Χούντας των Συνταγματαρχών δεν τον αφήνουν. Την ίδια μοίρα είχαν και οι όποιες άλλες επιχειρηματικές κινήσεις, όπως η εκτροφή βατράχων, το ούζο "Υπάρχω" που κυκλοφόρησε αργότερα κτλ.
Η επιστροφή
Στα τέλη του 1975 έρχεται ο δίσκος "Υπάρχω". Χρήστος Νικολόπουλος και Πυθαγόρας υπογράφουν την αποχώρηση του Στέλιου από τη δισκογραφία για δώδεκα χρόνια. Επιστρέφει το 1987 με το δίσκο (τον τελευταίο στη MINOS) "Ο δρόμος της επιστροφής". Το 1988 απεβίωσε η μητέρα του, Γεσθημανή. Ακολουθεί ο δίσκος "Ελεύθερος" στην Polygram. Οι δίσκοι του γίνονται χρυσοί και πλατινένιοι κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων.
Το τελευταίο τραγούδι
Τελευταίο τραγούδι που ερμηνεύει λίγους μήνες πριν εισαχθεί στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών (με καρκινώματα στον εγκέφαλο) είναι το "Έρχονται χρόνια δύσκολα" και τον δίσκο αυτό, που ήταν και το κύκνειο άσμα του καλλιτέχνη, τον προλογίζει απευθύνοντας χαιρετισμό στους θαυμαστές του.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, τραγούδησε δημιουργίες μεγάλων συνθετών (Άκης Πάνου, Γιάννης Παλαιολόγου, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, Μίκης Θεοδωράκης, Θοδωρής Δερβενιώτης, Νάκης Πετρίδης[3], Χρήστος Λεοντής, Τάκης Σούκας, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Μπάμπης Μπακάλης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιώργος Μητσάκης, Βασίλης Τσιτσάνης, Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Ζαμπέτας κα) και στιχουργών (Κώστας Βίρβος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Χριστοδούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Πυθαγόρας, Σώτια Τσώτου, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ευάγγελος Ατραΐδης, Βάντα Κουτσοκώστα, Νίκος Λούκας, Λευτέρης Χαψιάδης, Χαράλαμπος Βασιλειάδης (ΤΣΑΝΤΑΣ) κα).
Ο Στέλιος Καζαντζίδης, όπως προαναφέραμε, δεν έγινε πατέρας, όμως έγινε παππούς. Η σύζυγός του Βάσω, είχε μια κόρη από τον πρώτο της γάμο, η οποία τους χάρισε μια κόρη, ένα εγγονάκι, στο οποίο αφιερώθηκε και το λάτρευε με όλη του τη δύναμη.
Η Βάσω Καζαντζίδη είχε πει: «Όποτε ο Στέλιος ένιωθε το κεφάλι του να γεμίζει από δυσάρεστες σκέψεις και την ψυχή του από άσχημα συναισθήματα, έπαιρνε τη βάρκα του και ανοιγόταν στη θάλασσα. Μόνο εκεί, στο σημείο που ενώνεται ο ορίζοντας με το νερό, άδειαζε απ' όλα και γυρνούσε στη στεριά άγραφο χαρτί και πάλι, ετοιμοπόλεμος και συνειδητοποιημένος».