Λένε συχνά για τους Σουηδούς ότι είναι τρόπον τινά «ψυχροί» σαν το κλίμα της πατρίδας τους.
Και μολονότι αυτό ίσως να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα στο βαθμό που ορισμένοι το παρουσιάζουν, η αλήθεια είναι ότι οι Σουηδοί -αν κι έχουν αναπτύξει χρυσούς κανόνες ευζωίας και μακροζωίας - είναι μάλλον εσωστρεφείς και αποστρέφονται το κουβεντολόι. Ακόμη και τις ψιλοκουβέντες του τύπου «ωραίος καιρός σήμερα», «πώς πέρασες στις διακοπές» ή ακόμη και ένα απλό «γεια, τι κάνετε» στον συνεπιβάτη που θα συναντήσουν στη στάση του λεωφορείου, ή στον γείτονα στην είσοδο του σούπερμαρκετ.
Το έχουν παρατηρήσει και οι ίδιοι. «Βλέπω γείτονες να ψελλίζουν ένα “γεια” καθώς περνούν δίπλα μου, αλλά το κάνουν μόνον επειδή νιώθουν υποχρεωμένοι από τους κανόνες ευγενείας. Δεν τους αρέσουν οι κουβέντες», ομολογεί ένας κάτοικος της Στοκχόλμης. Αλλά μια νεαρή συμπολίτισσά του δικαιολογείται: «Γιατί να θέλω να πω “γεια” σε κάποιον άγνωστο στο δρόμο. Είναι ψεύτικο και άχρηστο. Τι θα κερδίσω αν πω “γεια” στον ελεγκτή του μετρό που τσεκάρει το εισιτήριό μου»; Και δεν είναι κάτι που παρατηρείται μόνον στην πρωτεύουσα, αλλά σ’ ολόκληρη τη Σουηδία – μια κατάσταση πρωτόγνωρη για ανθρώπους που προέρχονται από άλλες, πιο εξωστρεφείς κουλτούρες, όπως οι μεσογειακές.
Οι εξηγήσεις των ειδικών
«Αν ρωτήσει κανείς τους ανθρώπους ποιος είναι ο σκοπός της κουβέντας, πολλοί Σουηδοί θα απαντήσουν “πληροφορίες”. Aλλά δεν είναι αυτό το νόημα. Το κουβεντολόι έχει μεγάλη σημασία για την καλλιέργεια της διανθρώπινης επαφής, απλώς τα θέματα που θίγονται είναι ήσσονος σημασίας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους Σουηδούς είναι να κατανοήσουν ότι έχει νόημα να μιλάς για τον καιρό , όχι το θέμα καθεαυτό, αφού τότε θα έπρεπε να ρωτήσεις έναν μετεωρολόγο, αλλά η σύνδεση», είπε στο BBC η Βρετανίδα επικοινωνιολόγος Άλι Έντουαρντσον, που θεωρεί τη Σουηδία δεύτερη πατρίδα της, αφού ζει εκεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι Σουηδοί αποκαλούν το κουβεντολόι “kalsprat”, που σημαίνει «ψυχρές κουβέντες» ή “doedprat”, δηλαδή «νεκρές κουβέντες». Αλλά γιατί; Ο συγγραφέας Ματίας Κάμαν εξηγεί: «Οι Σουηδοί θέλουν να κοιτάζουν τις δουλειές τους, να βγαίνουν απ’ το σπίτι και να πηγαίνουν κατευθείαν στον προορισμό τους, κατά προτίμηση χωρίς περισπασμούς. Θέλουν να αποφεύγουν καταστάσεις που απαιτούν ψιλοκουβέντες. Και για να το πετύχουν αυτό αποφεύγουν να διασταυρώνουν τα βλέμματά τους με τους άλλους. Έχουν μάλιστα αναπτύξει διάφορες στρατηγικές γι’ αυτό. Όταν π.χ. σε δουν να τους πλησιάζεις στο δρόμο, στρέφουν το βλέμμα τους κάπου αλλού, σε μια βιτρίνα καταστήματος, ή βγάζουν το κινητό τους και το κοιτάζουν. Έχουν αναπτύξει και μια ιδιαίτερη ικανότητα στην πλοήγηση σε μέρη με συνωστισμό χρησιμοποιώντας την περιμετρική τους όραση»!
Η αραιοκατοικημένη Σουηδία
Ένας άλλος λόγος που συνέβαλε στον «κλειστό» χαρακτήρα των Σουηδών, είναι ότι η χώρα τους είναι αραιοκατοικημένη και ως εκ τούτου δεν διευκολύνονται οι επαφές με άλλους ανθρώπους. «Οι φιλοφρονήσεις δεν είναι ειδικότητα των Σουηδών», λέει η Μαγκνταλένα Ρίμπινγκ, συγγραφέας πλειάδας βιβλίων για την εθιμοτυπία, τις κοινωνικές συμβάσεις και τα πρότυπα συμπεριφοράς. «Είναι μεγάλη η χώρα και οι άνθρωποι συχνά δεν μιλούν μεταξύ τους για μεγάλο διάστημα. Στη Βρετανία, όπου ένας πολύ μεγαλύτερος πληθυσμός ζει σε πολύ μικρότερα εδάφη, οι Άγγλοι αναγκάζονται να μιλούν περισσότερο κι έτσι έχει καλλιεργηθεί φυσικά μια συγκεκριμένη ευγένεια», λέει.
Με την άποψή της συμφωνία και ο Ματίας Κάμαν: «Απλωμένοι σε μια μεγάλη χώρα οι Σουηδοί έχουν συνηθίσει να ζουν μόνοι τους, μέσα στις μικρές τους κοινότητες και να μην έχουν επαφές με άτομα από άλλα χωριά. Πρόκειται για μια μακραίωνη κουλτούρα, που συνεχίζεται και σήμερα ακόμη και μεταξύ εκείνων που ζουν στις πόλεις.
Η «κουλτούρα του ροδάκινου» κι εκείνη «της καρύδας»
Για την Άλι Έντουαρντσον υπάρχουν δύο είδη κουλτούρας, «η μία του ροδάκινου κι η άλλη της καρύδας. Η Αμερική και πολλές άλλες χώρες είναι πιο κοντά στην πρώτη, όπου αναπτύσσεις πολύ γρήγορα ένα συγκεκριμένο επίπεδο εμπιστοσύνης και γι’ αυτό μπορείς να γνωρίσεις άτομα, να βγείτε για φαγητό και να νιώσετε πολύ γρήγορα μια οικειότητα. Αλλά στον πυρήνα, το κουκούτσι του ροδάκινου παραμένει σκληρό. Από την άλλη η Σουηδία είναι πιο κοντά στην κουλτούρα της καρύδας. Είναι δύσκολο να την ανοίξεις. Κάποιοι λένε, μάλιστα, αστειευόμενοι ότι χρειάζονται δέκα χρόνια για να ανοίξεις μια καρύδα εδώ»…
Εξάλλου, το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Σουηδία δεν ήταν τόσο έντονο όσο σε άλλες χώρες της Ευρώπης μέχρι τη δεκαετία του 1960 κι η έλλειψη επαφής με άλλες κουλτούρες που αρέσκονται στο κουβεντολόι δεν βοήθησε τους Σουηδούς να αναπτύξουν ιδιαίτερα τις ικανότητές τους στον τομέα αυτό, λένε οι ειδικοί. «Οι Σουηδοί νιώθουν λίγο άβολα στην αρχή όταν πηγαίνουν σε μια άλλη χώρα και ο κόσμος εκεί είναι ιδιαίτερα ομιλητικός. Χρειάζονται λίγες μέρες όταν είναι στο εξωτερικό, π.χ. σε διακοπές για να ξανοιχτούν. Αλλά όταν επιστρέφουν στη Σουηδία, αναγκάζονται να επαναπροσαρμοστούν στη συγκεκριμένη κουλτούρα της χώρας τους», λέει ο Ματίας Κάμαν.
Στον κανόνα, βέβαια, υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Κι αυτές αφορούν κυρίως στους μετανάστες που ζουν στη Σουηδία και μετέφεραν τα δικά τους βιώματα, ήθη και έθιμα εκεί. «Οι ξένοι στη Σουηδία είναι μάστορες στο κουβεντολόι», λέει η Έντουαρντσον. «Το έχουν στο αίμα τους, στην κουλτούρα τους. Του δίνουν πολλή μεγαλύτερη αξία απ’ ό,τι οι Σουηδοί».