Η τηλεοπτική σειρά «Το βραχιόλι της φωτιάς» βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα που περιγράφει το οδοιπορικό της εβραϊκής οικογένειας Σαΐας από τη Θεσσαλονίκη φτάνοντας στα χρόνια του Άουσβιτς. Η μικρότερη κόρη της οικογένειας είναι η μητέρα του Άλμπερτ Μπουρλά.
Ήταν 2006 όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Το βραχιόλι τη φωτιάς» της Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, το οποίο βασίζεται στο δραματικό οδοιπορικό μιας οικογένειας Εβραίων στις ζοφερές στιγμές του εικοστού αιώνα. Το χρονικό μιας κοινωνίας που συντρίβεται και αναφύεται μέσα από τα ερείπιά της. Η θυελλώδης ιστορία του μικρού Ιωσήφ, όπως την καταγράφει ένα νυχτερινό παραμύθι:
Θεσσαλονίκη, 1917. Οι φλόγες ζώνουν την εβραϊκή συνοικία. Η Μπενούτα με τα παιδιά της βρίσκονται στο σπίτι. Ένας Τσιγγάνος, ο Αγγελής, τους διασώζει την τελευταία στιγμή. Τους μεταφέρει στον καταυλισμό του, μακριά απ' τον όλεθρο. Μεγάλο μέρος της πόλης καταστρέφεται. Ένα πολύτιμο κόσμημα σώζεται. Ένα κειμήλιο που συνδέει ανθρώπους και γεγονότα. Εβραίους και Τσιγγάνους. Δύο λαούς με διαφορετική κοσμοαντίληψη αλλά με πεπρωμένο κοινό: πόλεμος, ναζιστική θηριωδία, Άουσβιτς. Οι σκληρές σελίδες του Ολοκαυτώματος. Η οδύσσεια ενός βραχιολιού.
Μέσα από 253 σελίδες, οι οποίες διαβάζονται πραγματικά «νεράκι», η συγγραφέας μπλέκει τη μυθοπλασία με αληθινά γεγονότα ώστε να πει την ιστορία της οικογένειάς της που πέρασε τα πάνδεινα, με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα. Ο μικρός Ιωσήφ Σαΐας είναι ο πατέρας της, ο μικρότερος γιος της της εβραϊκής οικογένειας, ο οποίος κατάφερε να επιστρέψει ζωντανός από το Άουσβιτς έπειτα από τρία χρόνια που πέρασε μέσα στο στρατόπεδο.
«Το βραχιόλι της φωτιάς»: Ποια η σχέση του Άλμπερτ Μπουρλά με την εβραϊκή οικογένεια του βιβλίου
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου, ακολουθούμε την εβραϊκή οικογένεια Σαΐας από τη Θεσσαλονίκη του 1917: οι γονείς Μεντές και Μπενούτα απέκτησαν επτά παιδιά που πήραν τα ονόματα Φλορ (τη φώναζαν Φρίντα), Ραούλ (από το Σολομών), Μίκο (από το Μαΐρ), Νταβίκος, Ζακίνος, Ρούλα (από το Σουζέτ) και Ιωσήφ.
Κατά την εξιστόρηση των γεγονότων θα γνωρίσουμε την οικογένεια, τον τρόπο που ζούσαν με τις παραδόσεις και τα έθιμά τους, τη μεγάλη φωτιά στη Θεσσαλονίκη του 1917 που έκαψε πολλά σπίτια στην εβραϊκή συνοικία, τη σχέση της μεγαλύτερης κόρης Φρίντα με χριστιανό -τον οποίο παντρεύτηκε-, πώς ο χριστιανός γαμπρός έσωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα τη μικρότερη κόρη της οικογένειας -τη Ρούλα-, την οικονομική καταστροφή του Μεντές, το Ολοκαύτωμα φτάνοντας στον Απρίλιο του 1970. Μάλιστα, ο Ιωσήφ, το στερνοπούλι της οικογένειας Σαΐας, δύο μήνες πριν πεθάνει (Οκτώβριο του 1995) αφηγήθηκε στην κόρη του -και συγγραφέα του βιβλίου- όλα όσα έζησαν ο ίδιος και η οικογένειά του.
Όσο για την οικογένεια Σαΐας, είναι η ιστορία της μητέρας τού Άλμπερτ Μπουρλά, CEO και διευθύνοντος συμβούλου της κορυφαίας φαρμακοβιομηχανίας Pfizer. Η μητέρα του ήταν η Σουζέτ Σαΐας, η μητέρα της τη φώναζε «Ρούλα», και χάρη στον χριστιανό σύζυγο της μεγάλης της αδερφής, Φρίντα, κατάφερε τελευταία στιγμή να σωθεί από το εκτελεστικό απόσπασμα.
Όταν ο Άλμπερτ Μπουρλά μίλησε για την εβραϊκή οικογένεια της μητέρας του
Ο ίδιος ο Άλμπερτ Μπουρλά μοιράστηκε για πρώτη φορά την ιστορία της εβραϊκής οικογένειάς του μιλώντας σε εκδήλωση για το Ολοκαύτωμα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του 2021.
«Πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος δεν μίλησαν ποτέ στα παιδιά τους για τη φρίκη που βίωσαν, επειδή ήταν πολύ οδυνηρή. Αλλά στην οικογένειά μου μιλήσαμε πολύ για αυτό» είπε στο ξεκίνημα της ομιλίας του, τονίζοντας πως δεν τους άκουσε ποτέ να μιλούν για θυμό ή εκδίκηση. «Δεν μας δίδαξαν να μισούμε αυτούς που το έκαναν αυτό στην οικογένεια και στους φίλους μας. Αντ' αυτού, μίλησαν για το πόσο τυχεροί ήταν που ζουν και ότι όλοι χρειαζόταν, για να χτίσουμε αυτό το συναίσθημα, να γιορτάσουμε τη ζωή και να προχωρήσουμε μπροστά. Το μίσος θα ήταν μόνο εμπόδιο. Έτσι, με αυτό το πνεύμα είμαι εδώ για να μοιραστώ την ιστορία των Mois και Sara Bourla, των αγαπημένων μου γονιών», είπε στην ομιλία του.
«Βραχιόλι της φωτιάς»: Πώς η Ρούλα Σαΐας, μητέρα του Άλμπερτ Μπουρλά, γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών
Διηγούμενος την ιστορία, αρχικά από την πλευρά του πατέρα του, έφτασε στην οικογένεια της μητέρας του, η οποία έπρεπε να κρυφτεί για να ξεφύγει από τη φρίκη του Άουσβιτς. «Όπως και η οικογένεια του πατέρα μου, η οικογένεια της μητέρας μου μεταφέρθηκε σε ένα σπίτι μέσα στο γκέτο. Η μητέρα μου ήταν το νεότερο κορίτσι μιας οικογένειας με επτά παιδιά. Η μεγαλύτερη αδερφή της είχε γίνει χριστιανή για να παντρευτεί έναν χριστιανό με τον οποίο είχε ερωτευτεί πριν από τον πόλεμο, και αυτή και ο σύζυγός της ζούσαν σε μια άλλη πόλη όπου κανείς δεν ήξερε ότι ήταν προηγουμένως Εβραία. Εκείνη την εποχή οι μεικτοί γάμοι δεν γίνονταν δεκτοί από την κοινωνία, και ο παππούς μου δεν μιλούσε με τη μεγαλύτερη κόρη του εξαιτίας αυτού του γάμου. Αλλά όταν έγινε σαφές ότι η οικογένεια επρόκειτο να κατευθυνθεί προς την Πολωνία, όπου οι Γερμανοί είχαν υποσχεθεί μια νέα ζωή σε έναν εβραϊκό οικισμό, ο παππούς μου ζήτησε από τη μεγαλύτερη κόρη του να έρθει να τον δει. Σε αυτή την τελευταία τους συνάντηση της ζήτησε να πάρει τη μικρότερη αδερφή της -τη μαμά μου- μαζί της. Εκεί η μαμά μου θα ήταν ασφαλής, γιατί κανείς δεν ήξερε ότι αυτή ή η αδερφή της ήταν Εβραίες. Η υπόλοιπη οικογένεια πήγε με τρένο κατευθείαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου».
Η ζωή οδήγησε και τη μητέρα του στη Θεσσαλονίκη και ο Άλμπερτ Μπουρλά περιέγραψε στο Κογκρέσο πώς σώθηκε την τελευταία στιγμή ενώ βρισκόταν στη γραμμή εκτέλεσης. «Προς το τέλος του πολέμου ο γαμπρός της μαμάς μου γύρισε πίσω στη Θεσσαλονίκη. Οι άνθρωποι γνώριζαν τη μαμά μου εκεί, οπότε έπρεπε να κρυφτεί στο σπίτι 24 ώρες την ημέρα από φόβο να αναγνωριστεί και να παραδοθεί στους Γερμανούς. Αλλά ήταν ακόμα έφηβη, και κάθε τόσο τολμούσε να βγαίνει έξω.
Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια μιας από αυτές τις βόλτες εντοπίστηκε και συνελήφθη. Εστάλη σε τοπική φυλακή, ενώ ήταν γνωστό ότι κάθε μέρα γύρω στο μεσημέρι μερικοί από τους κρατουμένους φορτώνονταν σε ένα φορτηγό για να μεταφερθούν σε άλλη τοποθεσία, όπου την επόμενη αυγή θα εκτελούνταν. Γνωρίζοντας αυτό, ο γαμπρός της, ο αγαπημένος μου χριστιανός θείος, ο Κώστας Δημάδης, πλησίασε τον Max Merten, έναν γνωστό εγκληματία πολέμου που ήταν υπεύθυνος των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής στην πόλη. Πλήρωσε λύτρα στον Μέρτεν με αντάλλαγμα την υπόσχεσή του ότι η μαμά μου δεν θα εκτελεστεί.
Αλλά η αδερφή της, η θεία μου, δεν εμπιστεύτηκε τους Γερμανούς. Έτσι, κάθε μέρα το μεσημέρι πήγαινε στη φυλακή για να παρακολουθεί το φορτηγό που θα μετέφερε τους κρατούμενους στον τόπο εκτέλεσης. Και μια μέρα είδε αυτό που φοβόταν: η μαμά μου βρισκόταν στο φορτηγό. Έτρεξε στο σπίτι και το είπε στον άντρα της, που κάλεσε αμέσως τον Μέρτεν. Του υπενθύμισε τη συμφωνία τους και προσπάθησε να τον κάνει να ντραπεί επειδή δεν τήρησε τον λόγο του. Ο Μέρτεν είπε ότι θα το εξετάσει και στη συνέχεια έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. Εκείνη η νύχτα ήταν η μεγαλύτερη της ζωής της θείας και του θείου μου, επειδή ήξεραν πως το επόμενο πρωί πιθανότατα θα εκτελεστεί η μαμά μου.
Την επόμενη μέρα -στην άλλη πλευρά της πόλης- η μαμά μου παρατάχθηκε σε έναν τοίχο με άλλους κρατουμένους. Και, λίγες στιγμές πριν εκτελεστεί, ένας στρατιώτης με μια μοτοσικλέτα BMW έφτασε και έδωσε μερικά χαρτιά στον άνδρα που ήταν υπεύθυνος για την ομάδα εκτέλεσης. Αφαίρεσαν από τη γραμμή τη μαμά μου και μια άλλη γυναίκα. Καθώς έφυγαν, η μαμά μου άκουσε το πολυβόλο να σκοτώνει εκείνους που είχαν μείνει πίσω. Είναι ένας ήχος που κουβαλούσε μαζί της για το υπόλοιπο της ζωής της. Δύο ή τρεις ημέρες αργότερα απελευθερώθηκε από τη φυλακή. Και λίγες εβδομάδες μετά οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα.
Μέσα από το μυθιστόρημα «Το βραχιόλι της φωτιάς» μαθαίνουμε πως η μεγαλύτερη κόρη Φρίντα παντρεύτηκε τον χριστιανό Κωνσταντίνο και λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του συζύγου της μετακόμισαν στην Κοζάνη, έχοντας μαζί τους τη Ρούλα.
Αν και εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο μια εβραϊκή οικογένεια να αποδεχθεί έναν γάμο μεταξύ Εβραίων και χριστιανών, όπως φυσικά και το αντίστροφο, ο Μεντές και η Μπενούτα Σαΐας αποδέχθηκαν τον γαμπρό τους, ο οποίος στάθηκε βράχος στην οικογένεια. Τόσο όταν η οικογένεια Σαΐας έπαθε οικονομική καταστροφή όσο και όταν βοήθησε όλη την οικογένεια επιστρέφοντας από το Άουσβιτς.
Η τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος «Το βραχιόλι της φωτιάς»
Αρχές Φεβρουαρίου έκανε πρεμιέρα, πρώτα στο ERTflix, η σειρά «Το βραχιόλι της φωτιάς», όπου έκανε μεγάλη αίσθηση κερδίζοντας το τηλεοπτικό κοινό.
Η σειρά βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Βεατρίκης Σαΐας-Μαγρίζου, ωστόσο υπάρχουν κάποιες διαφορές μεταξύ βιβλίου και σίριαλ, χωρίς να αλλοιώνονται τα μηνύματα που θέλει να περάσει η συγγραφέας. Συνομιλώντας με τη συγγραφέα, νιώθει ευγνώμων για τη μεταφορά του βιβλίου της και με την απόδοση των μηνυμάτων. Η ίδια θα πει στο iefimerida.gr: «Παρακολουθώ τη σειρά με ενδιαφέρον και συγκίνηση. Είμαι τόσο ευχαριστημένη που δημιουργήθηκε μια τόσο υπέροχη σειρά. Ενώ πολλοί συγγραφείς δεν ευχαριστιούνται με τη μεταφορά που γίνονται στα βιβλία τους, εγώ είμαι ευγνώμων - από την παραγωγή και τον "μάγο" σκηνοθέτη μέχρι τους ηθοποιούς και όλους τους συντελεστές».
Αξίζει να αναφέρουμε πως το 2006 που είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο είχε γίνει πρόταση στη συγγραφέα για τη μεταφορά του μυθιστορήματος σε σειρά, ωστόσο τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή και ο κόσμος για να αποδεχθεί τη συγκεκριμένη ιστορία, που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Διαβάζοντας μέσα σε δύο μόλις ημέρες το βιβλίο «Το βραχιόλι της φωτιάς», μια ιστορία τόσο καλογραμμένη και περιγραφική που δεν αφήνει τον αναγνώστη να σταματήσει από τις καταιγιστικές εξελίξεις. Η μυθοπλασία, όπως η ιστορία της γέννησης του Ιωσήφ σε καταυλισμό Τσιγγάνων, παντρεύεται δεξιοτεχνικά με τα αληθινά γεγονότα και το σπουδαίο μήνυμα της ζωής είναι ο απόηχος του βιβλίου.
Η συγγραφέας έγραψε το βιβλίο όταν ο πατέρας της, Ιωσήφ Σαΐας, της εξιστόρησε όλα όσα βίωσε ο ίδιος και η οικογένειά του στο Άουσβιτς. Ο ίδιος μέχρι τότε απέφευγε να μιλάει στη δική του οικογένεια του -στη γυναίκα και στα τρία του παιδιά τους- για εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Δύο μήνες πριν φύγει από τη ζωή κι αφού η κόρη του - συγγραφέας Βεατρίκη (Μπέττυ) Σαΐας-Μαγρίζου είχε εκδώσει το πρώτο της μυθιστόρημα, αποφάσισε να αποκαλύψει όλα τα φρικαλέα γεγονότα που έζησε κι άντεξε μετά από τρία χρόνια στο Άουσβιτς.
«Ο μπαμπάς μου δεν μπορούσε να μιλάει για όλο αυτό. Πώς πήρε αυτή τη δύναμη να μου τα πει λίγο πριν πεθάνει ήταν κάτι που δεν το χωρά το μυαλό μου. Έπρεπε να κρατήσει ζωντανή την ιστορία, γιατί ίσως ένιωθε πως ερχόταν το τέλος του. Θύμωνε πάρα πολύ που υπάρχουν φωνές που αμφισβητούσαν το Ολοκαύτωμα. Θυμάμαι να λέει "Εγώ ζω και το αμφισβητούν, φαντάσου τι θα γίνει όταν πεθάνω".
Γι' αυτό αποφάσισε να μου πει την ιστορία. Για να μείνει πάντα ζωντανή...» θα μου πει η κόρη του και συγγραφέας στη συζήτησή μας από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.