Η μαθητεία πλάι στον Balenciaga και το δικό του πέταγμα που τον καθόρισε ως τον μόδιστρο του αισθησιασμού που μάγεψε από την Τζάκι Κένεντι ως την Κατρίν Ντενέβ – για χάρη του απίστησε στον Yves Saint Laurent. Αυτή είναι η ζωή του Emanuel Ungaro.
Ιταλική πληθωρικότητα και πολυτέλεια, αέρας γαλλικής Ριβιέρας, πόθος για τις γυναίκες, ένα μυαλό που το διαπερνούσαν διαρκώς φράσεις του Φουκώ, του Σαρτρ, του Πικάσο: είναι τα βασικά υλικά αυτού που υπήρξε για την παγκόσμια μόδα, για το φαντασιακό της ιδανικής γυναίκας, ο Emanuel Ungaro που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή, μέσα στο χτισμένο τον 18ο αιώνα σπίτι του στο Saint German του Παρισιού. Ηταν 86 ετών, άρρωστος βαριά εδώ και δύο χρόνια, για πάντα αποτραβηγμένος από τον κόσμο της μόδας από το 2004. Το δικό του mic drop με τη θλίψη ότι «η haute couture δεν ανταποκρίνεται πλέον στις προσδοκίες της σύγχρονης γυναίκας».
Τα πολυτελή, οργιαστικά χρώματος και υφών ρούχα του, με την καταιγίδα μοτίβων, τα μπροκάρ και τα μετάξια που θύμιζαν από ηρωίδες του Ντεγκά ως ανατολίτισσες πριγκίπισσες, δεν συμβάδιζαν με την κυριαρχία του εφήμερου, φτηνού, εντυπωσιακού ως πυροτεχνήματος ύφους στην εποχή του lifestyle. Οταν το 2009 -και ενώ είχε ήδη περάσει ο έλεγχος του οίκου του στον μεγιστάνα της Silicon Valley Asim Abdulah έναντι 84 εκατομμυρίων δολαρίων- ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του οίκου η Λίντσεϊ Λόχαν, o Ungaro είχε χαρακτηρίσει την επιλογή καταστροφική για τον οίκο. Και όμως: ο θάνατος του μετρ που αγάπησε τις γυναίκες και έφερε την υψηλή μόδα κοντά στα μεσαία εισοδήματα με τα ready to wear ρούχα, καταγράφηκε σε κάποιους μέσω αυτής της «σχέσης». Ο τίτλος της λαϊκής εφημερίδας Μirror είναι αυτός – «Ο Γάλλος σχεδιαστής Emanuel Ungaro που συγκρούστηκε με την Lindsay Lohan πέθανε στα 86 του χρόνια». Αυτός που έντυσε και σαγήνευσε από την Τζάκι Κένεντι ως την Κατρίν Ντενέβ και φυσικά την αιώνια μούσα του και ίσως και ερωμένη του Ανούκ Εμέ.
Η φυματίωση και η Vogue: τα παιδικά χρόνια του Ungaro
Γεννήθηκε το 1933 στο νότο της Γαλλίας, στην Aix-de-Provence, από γονείς ιταλούς μετανάστες που εγκατέλειψαν την χώρα τους με την άνοδο του Μουσολίνι και την επέλαση του φασισμού στη χώρα. Γαλουχήθηκε με το μίσος για τον φασισμό και τη διαρκή ανάγκη για δημοκρατία. Αυτές οι συζητήσεις στο σπίτι αλλά και τα τέσσερα χρόνια που ως παιδί μπαινόβγαινε σε σανατόρια χτυπημένος από φυματίωση, καθόρισαν την προσωπικότητά του. Στα σανατόρια αγάπησε βαθιά την λογοτεχνία και τη μουσική. Διάβαζε σαν ενήλικος, υπογράμμιζε αράδες, κρατούσε σημειώσεις. Μπήκε σε αυτόν τον κόσμο της γνώσης και της δημιουργίας, αγαπούσε να αναφέρει φράσεις σημαντικών διανοητών και δημιουργών στη ροή του λόγου του. Και ήξερε ότι αν δεν γινόταν μόδιστρος, τότε θα γινόταν διευθυντής ορχήστρας.
Η ενασχόληση με τη μόδα ήταν κάπως αναπόφευκτη. Ο πατέρας του Cosimo ήταν ράφτης και ο μικρός Εmanuel μεγάλωσε στο ραφείο, έδινε καρφίτσες, έπαιρνε μέτρα, έμαθε να ξεχωρίζει υφάσματα, να κόβει πατρόν. Και βυθίστηκε στον κόσμο των περιοδικών μόδας που έφταναν από το Παρίσι. 20 χρονών έφυγε για την γαλλική πρωτεύουσα.
Και βρέθηκε στα 22 να δίνει καρφίτσες και να παρατηρεί με κομμένη την ανάσα τις κινήσεις του μαέστρου της γαλλικής μόδας που -τι σύμπτωση!- και αυτός δεν ήταν Γάλλος. Ηταν ο ισπανός Balenciaga πλάι στον οποίο ο Ιταλός Εmanuel μεταμορφώθηκε σε αυτό που ο κόσμος έμαθε ως Ungaro.
Ο ασκητής Balenciaga, ο αισθησιακός μαθητής Ungaro
Λιγομίλητος, σχεδόν αμίλητος ο Balenciaga, μοναχικός, απόμακρος, μια μορφή καθοριστική που φεύγοντας από το ατελιέ και τις δημιουργίες του ήταν σαν να μην άφηνε ίχνη πίσω του. Πλάι του ο Ungaro έμαθε να είναι και αυτός λιγομίλητος και να συγκρατεί τα συναισθήματά του – μόνο στο ατελιέ μπορούσε να είναι σαρωτικός. «Εμμονικός με τον αισθησιασμό» δήλωνε ο ίδιος. Το έδειξε ήδη από την πρώτη του κολεξιόν το 1965. Σε ένα μικροκοσπικό διαμέρισμα στο 17ο διαμέρισμα του Παρισιού, μαζί με δυο μοδίστρες από τον οίκο Βalenciaga που τον ακολούθησαν έφτιαξε την πρώτη του συλλογή με μόλις 17 φορέματα – δεν μπορούσε να φτιάξει περισσότερα λόγω του περιορισμένου χώρου!
Η πρώτη κολεξιόν ήταν μια έκρηξη. Μια αποκάλυψη. Ολα τα μάτια έπεσαν πάνω του, τα πολύχρωμα ντραπέ του, τα αποκαλυπτικά ντεκολτέ, οι γυμνές πλάτες, τα κύματα υφάσματος που έπεφταν ως το πάτωμα, τα τεράστια μανίκια πάνω από μικροσκοπικές μέσες ήταν κάτι πρωτόφαντο για τη μόδα. Η Κατρίν Ντενέβ για χάρη του «απατά» τον Yves Saint Laurent και ντύνεται με δημιουργίες του Ungaro ακόμα και στις ταινίες του. Η Τζάκι Κένεντι κυκλοφορεί με Ungaro και μπάμ! τον ανακαλύπτει και η Αμερική. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια μετακομίζει στο ατελιέ που έγινε η βάση του στην Avenue Montaigne.
Η ντροπαλή ντίβα Εμέ, από τον Φελίνι στην αγκαλιά του Ungaro
Συνάπτει ερωτικές σχέσεις με γνωστές γυναίκες φροντίζοντας να κρατά άκρα μυστικότητα και να μην απαντά σε ερωτήσεις – ούτως ή άλλως έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις στη ζωή του. Η Ανούκ Εμέ που ως Μανταλένα στη Dolce Vita του Φελίνι έγινε το σύμβολο της ιδανικής γυναίκας, γίνεται η μούσα του και ίσως και η ερωμένη του. Οταν ρωτήθηκαν για τη μορφή της σχέσης τους, ο Ungaro απάντησε «Το τσέλο θα είχε μια απάντησε σε αυτό. Ο διάλογος ανέμασε στο βιλί και το τσέλο σε ένα κουαρτέτο εγχόρδων – είναι σαν ένα πραγματικό love story». Ελεγε ότι η Εμέ είναι μια ντροπαλή ντίβα.
Ο Ungaro είχε όμως και επιχειρηματικό δαιμόνιο. Δημιούργησε οικονομικά ready to wear ρούχα, σχεδίασε ειδικές συλλογές για μεγάλες μαζικές μπράντες ρουχισμού ή πολυκαταστήματα, έφτιαξε μια σειρά από αρώματα με πρωταγωνίστρια στις διαφημίσεις την Εμέ. Ταυτόχρονα θέλει να φτιάχνει φορέματα που κάθε γυναίκα δεν θα επιθυμεί απλώς να τα φορέσει, αλλά να ζήσει μέσα σε αυτά. Η βιογράφος του Christine Orban γράφει: «Ενα απλό πουλόβερ, λόγω της απαλότητας του υλικού του σε καλεί να το χαϊδέψεις. Ενα φόρεμα είναι σχεδιασμένο να κινείται, να συνοδεύει κάθε κίνηση του σώματος. Ο Ungaro ακριβώς επειδή αγαπά τις γυναίκες ξέρει τα όρια της ανδρικής ανοχής: θα δημιουργήσει ένα ρούχο πολύ όμορφο για να το σκίσεις, αλλά αρκετά έξυπνο για να υπονοήσει ότι πρέπει να το αφαιρέσεις από το σώμα σχεδόν με τρυφερότητα».
Σήμερα που ο συνδυασμός διαφορετικών prints αποτελεί υψηλή χειρονομία της μόδας, έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι πρώτος τόλμησε να το κάνει ήδη από το 1969 ο Ungaro. Eχει δηλώσει ότι ταλαιπωρήθηκε αλλά επέζησε από την «τρομοκρατία του μινιμαλισμού» και δεν σταμάτησε ποτέ να θέλει κι άλλο, να θέλει περισσότερα. Ο Ungaro τόλμησε να είναι διαφορετικός. Με τον τρόπο που του δίδαξε ο Balenciaga – με τόλμη και διαρκή αναζήτηση της τελειότητας.