Η ταινία «Ο Νονός», θεωρείται μία από τις καλύτερες όλων των εποχών.
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα πράγματα σχετικά με το αριστούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα για μια οικογένεια μαφιόζων στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1940 και τη μάχη τους για την υπεροχή με τις άλλες κορυφαίες οικογένειες της μαφίας, είναι ότι ήταν εξίσου περιπετειώδες εκτός οθόνης.
Πράγματι, πυροδότησε έναν πόλεμο μεταξύ δύο από τις πιο ισχυρές δυνάμεις στην Αμερική της δεκαετίας του 1970: τους τιτάνες του Χόλιγουντ και τους Ιταλοαμερικανούς κυρίαρχους του οργανωμένου εγκλήματος. Επίσης, έσωσε την Paramount Pictures από την καταστροφή και άλλαξε την παραγωγή ταινιών για πάντα.
Ο Μπράιαν Βάινερ από την Daily Mail αποκαλύπτει την πραγματική ιστορία πίσω από την αξεπέραστη, all time classic γκανγκστερική ταινία όλων των εποχών.
Γιατί η Paramount δεν ήθελε να κάνει την ταινία
Αλλά πριν γίνει ταινία, ο «Νονός» ήταν βιβλίο. Ο Μάριο Πούτζο ήταν ένας συγγραφέας μέχρι το λαιμό χρεωμένος, με πέντε παιδιά και μια καταστροφική συνήθεια τυχερών παιχνιδιών όταν, τον Μάρτιο του 1968, κατάφερε να συναντήσει Ρόμπερτ Έβανς, επικεφαλής της παραγωγής στην Paramount.
Ο Έβανς χρειαζόταν πολύ μια επιτυχία - όχι ότι πίστευε ότι υπήρχε έστω μυρωδιά από αυτήν στις 60 σελίδες ενός ημιτελούς μυθιστορήματος που έφερε μαζί του ο Πούτζο, το οποίο ονόμαζε Μαφία.
Η Paramount είχε μόλις φτιάξει μια ταινία για το οργανωμένο έγκλημα, την «Αδελφότητα» (The Brotherhood), η οποία ήταν αποτυχία, ακόμη και με τον Κερκ Ντάγκλας ως επικεφαλής. Ο Έβανς δεν ενδιαφερόταν να φτιάξει άλλη. Λυπούμενος όμως τον άτυχο Πούτζο, του πρόσφερε 12.500 δολάρια για τα δικαιώματα της ταινίας, υποθέτοντας ότι δεν θα τον ξαναδεί ποτέ.
Το ότι υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές αυτής της ιστορίας δείχνει το μέγεθος του τι συνέβη στη συνέχεια. Ο Πούτζο ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου του, άλλαξε τον τίτλο σε «Ο Νονός» και προκάλεσε αίσθηση, φτάνοντας στην κορυφή των λιστών μπεστ σέλερ σε όλο τον κόσμο.
Υπήρχαν πολλά βιβλία και ταινίες για τη μαφία, αλλά ποτέ κανένα που εμβάθυνε στην προσωπική τους ζωή όπως έκανε ο Νονός, πρώτα στο μυθιστόρημα του Πούτζο και στη συνέχεια στην τριλογία της μεγάλης οθόνης του Κόπολα. Πολύ αργότερα, η τηλεόραση άρχισε να κάνει το ίδιο, με το αξεπέραστο δράμα του HBO «The Sopranos».
Παρά την τεράστια επιτυχία του βιβλίου, η Paramount δεν ήθελε να κάνει την ταινία. «Οι ταινίες μαφιόζων της Σικελίας δεν παίζουν», επανέλαβε ο Έβανς. Ωστόσο, το ξανασκέφτηκε όταν η εταιρεία παραγωγής του Μπαρτ Λάνκαστερ προσφέρθηκε να πληρώσει 1 εκατομμύριο δολάρια για να εξαγοράσει τη συμφωνία των 12.500 δολαρίων με τον Πούτζο, η οποία θα εξασφάλιζε στον Λάνκαστερ τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Δον Βίτο Κορλεόνε.
Γιατί αντιδρούσε ο Φρανκ Σινάτρα στη δημιουργία της ταινίας
Ο Έβανς αποφάσισε αμέσως ότι κανείς δεν θα έκανε την ταινία εκτός από την Paramount. Ο Φρανκ Σινάτρα, ωστόσο, δεν ήθελε καθόλου να τα καταφέρει κανείς. Έξαλλος από τον χαρακτήρα του τραγουδιστή ερωτικών τραγουδιών Τζόνι Φοντέιν, που όλοι ήξεραν ότι βασιζόταν σε αυτόν, ο Σινάτρα φέρεται να σκεφτόταν να κινηθεί νομικά για να σταματήσει την παραγωγή της ταινίας.
Υπήρξε ένας άδοξος καβγάς σε ένα εστιατόριο του Λος Άντζελες ένα βράδυ, όταν ο Φρανκ Σινάτρα εκνευρίστηκε. Συναντώντας τον Πούτζο, ο οποίος μέχρι τότε είχε δεσμευτεί να γράψει το σενάριο, ο Σινάτρα ούρλιαξε ότι δεν ήταν παρά ένας «νταβατζής».
Ο Σινάτρα δεν ήταν ο μόνος Ιταλοαμερικανός που ανησυχούσε για τη δημιουργία του Νονού. Τα μεγάλα κεφάλια της Μαφίας, ήταν επίσης νευρικοί. Ένιωθαν ότι η ταινία θα έδειχνε μια άσχημη εικόνα για τους Ιταλοαμερικανούς γενικά, διαιωνίζοντας την ιδέα ότι ήταν όλοι διεφθαρμένοι.
Τι έκανε η Μαφία μόλις έμαθε για την ταινία «Ο Νονός»
Η ειρωνεία είναι ότι έστειλαν τους μπράβους τους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Ο ένας, που προμηνύει ίσως την πιο διάσημη σκηνή της ταινίας, έφτασε στο Χόλιγουντ προσφέροντας στην Paramount 1 εκατομμύριο δολάρια για να ακυρώσει την ταινία.
Στην ταινία, ο σύμβουλος του Δον Κορλεόνε, Τομ Χάγκεν (Ρόμπερτ Ντιβάλ) στέλνεται στα δυτικά για να πείσει τον παραγωγό Τζακ Βολτς να δώσει στον Τζόνι Φοντέιν ένα ρόλο στη νέα του ταινία. Όταν ο Βολτς αρνείται, ξυπνά ένα βράδυ για να βρει το κομμένο κεφάλι του αγαπημένου του καθαρόαιμου αλόγου κούρσας στο κρεβάτι του. Στη ζωή όπως και στην τέχνη, οι τακτικές έγιναν πιο βαριές μόλις απορρίφθηκε η δωροδοκία.
Μετά από πολλές απειλές κατά της ζωής του, ο παραγωγός της ταινίας, Αλ Ράντι, άρχισε μέχρι και να μεταμφιέζεται στον συγγραφέα και κωμικό Γκράουτσο Μαρξ, χαρακτηριστικό του οποίου ως ηθοποιός, ήταν το ψεύτικο ζωγραφισμένο μουστάκι και το πούρο.
Μόλις η σύζυγος του Έβανς, η ηθοποιός Άλι ΜακΓκρόου, γέννησε τον γιο τους, έλαβε κλήση στη σουίτα του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη που απειλούσε τη ζωή του μωρού. «Μην γυρίσετε καμία ταινία για την οικογένεια εδώ», είπε ο ανώνυμος άνδρας που κάλεσε.
Στην ταινία, ο Χάγκεν λέει στον Βολτς ότι αν προσλάβει τον Τζόνι, τα προβλήματα του συνδικάτου του θα «φύγουν». Στην πραγματική ζωή, το γύρισμα του Νονού στη Νέα Υόρκη ταλαιπωρήθηκε από προβλήματα με το σωματείο Teamsters.
Τα προβλήματα αυτά δημιουργήθηκαν από τον Τζο Κολόμπο, ο οποίος ήταν αφεντικό της εγκληματικής οικογένειας Κολόμπο -μία από τις πέντε οικογένειες της αμερικανικής μαφίας στη Νέα Υόρκη- και της Ιταλο-Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Δικαιωμάτων, την οποία ίδρυσε το 1970, με σκοπό να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι Ιταλοαμερικανοί απεικονίζονταν στη λαϊκή κουλτούρα. Ο Έβανς και ο Ράντι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συναντήσουν τον Κολόμπο για να διαπραγματευτούν και πήραν και τον Κόπολα μαζί τους.
Ο φιλόδοξος νεαρός σκηνοθέτης είχε προσληφθεί μόνο όταν πολλοί άλλοι αρνήθηκαν. Το ίδιο και ο Κόπολα στην αρχή. Πίστευε ότι το βιβλίο ήταν «χαζό». Αλλά όπως ο Πούτζο πριν από αυτόν, ήταν απένταρος. Η συνάντηση με τον Κολόμπο πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Park Sheraton στο κέντρο του Μανχάταν. Για όποιον γνώριζε την ιστορία της Μαφίας της Νέας Υόρκης, ήταν μια τοποθεσία γεμάτη απειλητικό βαθύ νόημα.
Το 1957, ο γκάνγκστερ Άλμπερτ Ανασταζία είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι, κατόπιν εντολής των αντιπάλων μαφιόζων Κάρλο Γκαμπίνο και Βίτο Γκενοβέζε, ενώ καθόταν στην καρέκλα του κουρέα του Park Sheraton. Οι θαυμαστές της ταινίας θα θυμούνται ότι το ίδιο συμβαίνει και με τον ιδιοκτήτη του καζίνο του Λας Βέγκας, Μο Γκριν.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Μαφίας και του παραγωγού της ταινίας
Ωστόσο, παρά αυτούς τους δυσοίωνους τόνους, ή πιθανώς εξαιτίας τους, ο Ράντι χειρίστηκε έξοχα τις διαπραγματεύσεις. Συμφώνησε να δείξει το σενάριο στη Λίγκα (τον σύνδεσμο) και να διαγράψει όλες τις αναφορές για «Μαφία» και «Κόζα Νόστρα». Προσφέρθηκε επίσης, να δώσει τα έσοδα από την πρεμιέρα της Νέας Υόρκης, στο ταμείο νοσοκομείων του συνδέσμου.
Και το πιο σαγηνευτικό από όλα, είπε ότι θα έβαζε πολλούς συνεργάτες του Κολόμπο ως κομπάρσους. Πολλοί από αυτούς ήταν δολοφόνοι και εκβιαστές, αλλά όπως όλοι οι άλλοι, λάτρευαν την ιδέα να συμμετέχουν σε ταινία του κινηματογράφου.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, όλες οι τοποθεσίες της Νέας Υόρκης που είχαν κλείσει μυστηριωδώς για τους κινηματογραφιστές - ένα γραφείο τελετών στο Μπρούκλιν κι ένα σπίτι στο Staten Island που ήθελαν ως το σπίτι του Δον Κορλεόνε - έγιναν από θαύμα διαθέσιμες.
Ψάχνοντας τον κατάλληλο «Νονό» - Δεν ήθελαν τους Μάρλον Μπράντο και Αλ Πατσίνο
Ενώ ο Ράντι αντιμετώπιζε την πραγματική ζωή, ο «πονοκέφαλος» του Κόπολα ήταν το να βρει τους κατάλληλους ηθοποιούς που θα κάνουν πιστευτή την ιστορία. Το κάστινγκ του «Νονού» ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του μέχρι στιγμής, ειδικά ο ρόλος του Δον Κορλεόνε.
Από την αρχή ήθελε είτε τον Μάρλον Μπράντο είτε τον Λόρενς Ολίβιε, αλλά ο Ολίβιε, τότε στα 60 του, δεν ήταν αρκετά καλά και τα στελέχη της Paramount τρομοκρατήθηκαν από την ιδέα του Μπράντο, τον οποίο νόμιζαν ξοφλημένο με αρνητική φήμη.
Ήταν ακόμη πιο σκληρά αντίθετοι με την επιλογή του Κόπολα για τον άλλο βασικό ρόλο της ταινίας, τον μικρότερο γιο του Δον Κορλεόνε, τον Μάικλ. Ήθελαν τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τον Ράιαν Ο' Νιλ, τον Γουόρεν Μπίτι, τον Τζακ Νίκολσον ή τον Ντάστιν Χόφμαν… Εκείνος ήθελε τον άγνωστο τότε Αλ Πατσίνο.
Η σύζυγος του φίλου του και συναδέλφου του, σκηνοθέτη Τζορτζ Λούκας, τον προέτρεψε να επιμείνει στην επιλογή του. «Πάρε τον Αλ, σε γδύνει με τα μάτια του», είπε. Το πιο σημαντικό, ο Μάριο Πούτζο συμφώνησε ότι ο Πατσίνο, ένας θεατρικός ηθοποιός που δεν είχε παίξει ποτέ ξανά σε ταινία, θα ήταν τέλειος ως Μάικλ Κορλεόνε.
«Ποτέ δεν ήμουν πιο σίγουρος για τίποτα στη ζωή μου», είπε ο Πούτζο στον Κόπολα. Αλλά ήταν ο Έβανς, που συνήθως αναφερόταν στον Πατσίνο ως «αυτός ο μικρός νάνος», που χρειαζόταν να πείσει.
Γιατί ο Κόπολα έκανε ψέματα ότι έπαθε κρίση επιληψίας
Ο Κόπολα προσπάθησε τα πάντα για να γίνει το δικό του, τόσο με τον Μπράντο όσο και με τον Πατσίνο. Σύμφωνα με ένα νέο βιβλίο σχετικά με τη δημιουργία του Νονού, το «Leave The Gun, Take The Cannoli» του Μαρκ Σιλ (που πήρε το όνομά του, από μια από τις πιο αξιομνημόνευτες ατάκες της ταινίας), όταν ο πρόεδρος της Paramount Στάνλεϊ Τζάφε διέταξε τον Κόπολα να ξεχάσει τον Μπράντο, ο σκηνοθέτης, που υπέφερε από επιληψία ως παιδί, προσποιήθηκε μια κρίση.
Έντρομος, ο Τζάφε συμφώνησε να δοκιμάσει τον Μπράντο, αλλά μόνο εάν υποβαλλόταν σε τεστ οθόνης. Τρομοκρατημένος μήπως φαινόταν να υποτιμά έναν τόσο δυνατό ηθοποιό, ο Κόπολα το παρουσίασε με οξυδέρκεια στον Μπράντο ως «τεστ μακιγιάζ». Αποδείχθηκε ότι ήταν ένα από τα πιο διάσημα τεστ οθόνης στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο σκηνοθέτης έφερε μέχρι και πιάτα με προσούτο και ιταλικά τυριά στο σπίτι του Μπράντο στο Mulholland Drive στους λόφους του Χόλιγουντ για να τον βοηθήσει να μπει στον χαρακτήρα.
Μάρλον Μπράντο: Ο τέλειος «Νονός»
Και, αναπόφευκτα, ο 47χρονος σταρ, αφού μπήκε στο δωμάτιο με ένα κιμονό, με τα μακριά ξανθά μαλλιά του δεμένα πίσω σε αλογοουρά, μεταμορφώθηκε στον καμπουριασμένο και γερασμένο Δον που μουρμουρίζει. Τα στελέχη υποχώρησαν και τελικά ενέκριναν και τον Πατσίνο.
Υπάρχουν τόσα πολλά που κάνουν τον Νονό σπουδαίο, αλλά το casting είναι ίσως το βασικότερο. Με τον Τζέιμς Κάαν, τον Τζον Καζάλε και την αδερφή του Κόπολα, Τάλια Σάιρ ως τα άλλα παιδιά του Δον, καθώς και τον Ντυβάλ, και την Νταϊάν Κίτον ως τη φίλη του Μάικλ, την Κέι, αποτελούν μια εξαίσια σύνθεση και κάθε καρέ της ταινίας είναι τέλειο.
Αυτό φυσικά, συνδυάζεται με το εξαιρετικό ταλέντο του Κόπολα στην αφήγηση, με τη βοήθεια του υπέροχου σεναρίου, πάνω στο οποίο εργάστηκαν μαζί με τον Πούτζο. Μετά, φυσικά, υπάρχει η αξέχαστη μουσική του Νίνο Ρότα, ένας ακόμη θρίαμβος για τον σκηνοθέτη, γιατί ο Έβανς ήθελε τον Χένρι Μαντσίνι, συνθέτη του θέματος του Ροζ Πάνθηρα.
Ο Κόπολα απείλησε να παραιτηθεί αν ο Ρότα δεν έπαιρνε τη δουλειά και για άλλη μια φορά, έγινε αυτό που ήθελε.
Η τεράστια επιτυχία του «Νονού»
«Ο Νονός» κυκλοφόρησε σε όλες τις ΗΠΑ στις 24 Μαρτίου 1972, δέκα ημέρες μετά την πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη, με τους κινηματογράφους να διατάσσονται να μην διακόπτουν τη σχεδόν τρίωρη προβολή του με διάλειμμα. Ο Ράντι και ο Έβανς δεν ήταν σίγουροι τι να περιμένουν.
Είχε κάνει ο Κόπολα ένα διαχρονικό αριστούργημα ή μία αποτυχία υψηλού προφίλ; Το κοινό της πρεμιέρας είχε δεχτεί την ταινία με ανησυχητική σιωπή, αλλά μόνο όπως αποδείχθηκε, επειδή ήταν τόσο συγκλονισμένο.
Σε λιγότερο από ένα δεκαπενθήμερο, ο Νονός κατέρριψε τα ρεκόρ εισιτηρίων που εξακολουθούσε να διατηρεί το έπος του 1939 «Όσα παίρνει ο άνεμος». Θρυλικοί σκηνοθέτες όπως ο Ντέιβιντ Λιν και ο Φρανκ Κάπρα έστειλαν γράμματα στον Κόπολα. Και ο κόσμος έκανε ουρές για ώρες, σε βαθμό που οι Los Angeles Times δημοσίευσαν μια λίστα με συμβουλές για το πώς να περνάτε την ώρα ενώ περιμένετε.
Αλλά οι μαφιόζοι δεν ήθελαν να περιμένουν. Ο Ράντι τους διοργάνωσε μια ειδική προβολή και αν ήλπιζε να την κρατήσει διακριτική, απέτυχε. Έξω, από περίπου 100 λιμουζίνες κατέβηκαν μαφιόζοι με τους συνοδούς τους, και ο μηχανικός προβολής του κινηματογράφου ανέφερε αργότερα ότι ένας από αυτούς, του έδωσε φιλοδώρημα 1.000 δολαρίων. Οι μαφιόζοι που κάποτε προσπάθησαν να σταματήσουν την ταινία, έγιναν οι πιο φανατικοί θαυμαστές της. Μέσα σε μια νύχτα, υιοθέτησαν τις ατάκες της.
Οι κολοσσιαίες εισπρακτικές επιτυχίες συνέχισαν να εμφανίζονται: Ο Νονός χρίστηκε Καλύτερη Ταινία στα 45α Όσκαρ και η Paramount μετατράπηκε στο πιο επιτυχημένο και ισχυρό κινηματογραφικό στούντιο στον κόσμο.
Στη συνέχεια, δύο χρόνια αργότερα, ο Κόπολα το έκανε ξανά, κάνοντας το μεγαλύτερο σίκουελ όλων των εποχών, το «The Godfather Part II», το οποίο κέρδισε επίσης το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Ως νεαρός Βίτο Κορλεόνε, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο κέρδισε κι αυτός ένα Όσκαρ. Ο Κόπολα τον εκτόξευσε στα αστέρια όπως και τον Πατσίνο.
Η τελευταία ταινία της τριλογίας ακολούθησε το 1990 και είναι η πιο αδύναμη από τις τρεις. Αλλά έχει ακόμα πολλές αρετές, χάρη στον αξιόλογο σκηνοθέτη της, ο οποίος, ειδικά με τις δύο πρώτες, άλλαξε το Χόλιγουντ για πάντα.
Ανύψωσε την τέχνη της περίπλοκης αφήγησης και ανάγκασε τα στούντιο να επενδύσουν σε μια νέα γενιά θρυλικών πλέον κινηματογραφιστών, συμπεριλαμβανομένων των Στίβεν Σπίλμπεργκ, Μάρτιν Σκορσέζε και Τζορτζ Λούκας.
Υπό αυτή την έννοια, οι ταινίες αυτών των σκηνοθετών στα μέσα της δεκαετίας του 1970 - «Τα Σαγόνια του Καρχαρία», «Ο Ταξιτζής» και «Ο Πόλεμος των Άστρων» - όλα οφείλουν κάτι στον Νονό.