Η 37χρονη Αdriana Aguirre διαμένει μόνιμα στα νησιά Γκαλαπάγκος.
Η ζωή της μοιράζεται ανάμεσα στα παιδιά της και τις γιγάντιες χελώνες, τα ιγκουάνα και τα σαλάχια που κατακλύζουν κάθε γωνιά του νησιωτικού συμπλέγματος.
Ο πρώτος κάτοικος των νησιών Γκαλαπάγκος ήταν ο ναυτικός Πάτρικ Γουάτκινς -γνωστός και ως «Ιρλανδός Πατ»-, ο οποίος ναυάγησε κάπου στον Ειρηνικό και ξεβράστηκε στο νησί Φλορεάνα του νησιωτικού συμπλέγματος για δύο χρόνια, από το 1807 έως το 1809, όντας ο ίδιος... ένα παράξενο νέο ζώο ανάμεσα στα υπόλοιπα θαλασσοπούλια, τις χελώνες και τα ιγκουάνα, τα οποία σίγουρα τον κοιτούσαν με απορία.
Αν και υπήρχε ελάχιστο πόσιμο νερό στην παραλία της Φλορεάνα -εκτός από μια λίμνη που γέμιζε με βρόχινο νερό κατά την περίοδο των βροχών-, ο Γουάτκινς τα κατάφερε. Κυνηγούσε και καλλιεργούσε λαχανικά σε ένα μικρό κομμάτι γης, ανταλλάσσοντάς τα με ρούμι από τους διερχόμενους ναυτικούς.
Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που έμεινε εκεί, και σύμφωνα με τα ημερολόγια του καπετάνιου Ντέιβιντ Πόρτερ -ο οποίος άκουσε μόνο ιστορίες για τον Γουάτκινς και αποφάσισε να τις καταγράψει-, ο Πατ ήταν ένα θέαμα αξιοσημείωτο.
«Έμοιαζε με ένα θηρίο με κουρελιασμένα ρούχα γεμάτα παράσιτα, το δέρμα του πολύ καμένο από τη συνεχή έκθεση στον ήλιο και τόσο άγριος στον τρόπο και την εμφάνισή του που προκαλούσε σε όλους φρίκη», γράφει το ημερολόγιο.
Ο Γουάτκινς ήταν επίσης πανούργος, καταφέρνοντας με κάποιον τρόπο να κλέψει ένα πλοίο και να κατευθυνθεί προς τα παράλια του παρακείμενου Εκουαδόρ. Κατόπιν, μετακόμισε στο Περού και έπεισε μια γυναίκα να επιστρέψει μαζί του στα Γκαλαπάγκος. Αλλά πριν προλάβουν να φύγουν, η τοπική αστυνομία τον βρήκε και τον έριξε στη φυλακή. Έκτοτε δεν έχει ακουστεί τίποτα για τον Patrick Watkins. Ζει, ωστόσο, στο μυθιστόρημα «Iguana», του Ισπανού συγγραφέα Alberto Vázquez-Figueroa, που λέγεται ότι είναι εμπνευσμένο από αυτόν.
Τα Γκαλαπάγκος και η πανίδα τους
Την επιθυμία του Πατ να επιστρέψει στα νησιά τη μοιράζονται πλέον πολλοί άλλοι. «Οι άνθρωποι θέλουν να μετακομίσουν εδώ - είναι πανέμορφα, είναι ασφαλή, υπάρχει πολλή φύση, είναι γαλήνια», λέει στο Thrillist η Adriana Aguirre, φυσιοδίφης του Εθνικού Πάρκου Γκαλαπάγκος και πρόσφατα ξεναγός στην εναρκτήρια κρουαζιέρα εξερεύνησης της Hurtigruten στα νησιά. Αφού μεγάλωσε στο Γκουαγιακίλ, τη μεγαλύτερη πόλη του Ισημερινού, ζει τώρα στο νησί Σάντα Κρουζ με τον σύζυγό της, τα τρία παιδιά της και τη μητέρα της.
«Για κάποιον που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε μια μεγάλη πόλη, ξέρεις ότι μπορεί να είναι επικίνδυνη. Όταν ήρθα εδώ, ένιωσα τόσο ελεύθερη. Ελεύθερη να περπατάω στους δρόμους χωρίς φόβο: για τα αυτοκίνητα, για τους κλέφτες, για κάθε κίνδυνο. Δεν αισθάνεσαι καμία απειλή για σένα», προσθέτει η ίδια.
Σήμερα, υπάρχουν λίγο περισσότεροι από 32.000 κάτοικοι στο αρχιπέλαγος των 13 νησιών, ενώ τέσσερα είναι τα κύρια νησιά που κατοικούνται. Η Σάντα Κρουζ έχει την πλειονότητα, μετά το Σαν Κριστόμπαλ, η Ιζαμπέλα και, με περίπου 100 κατοίκους, η Φλορεάνα. Το 80% των κατοίκων εργάζεται στον τομέα του τουρισμού. Κάποιοι ζουν από την αλιεία.
Οι πρώτοι τουρίστες έφτασαν πολύ πριν από τον Δαρβίνο
Ο τουρισμός δεν είναι ακριβώς κάτι καινούργιο για τα Γκαλαπάγκος. Οι πρώτοι τουρίστες έφτασαν στα νησιά με κρουαζιερόπλοιο το 1834. Αλλά δεν υπήρχαν τουρίστες εκεί μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες άνοιξαν μια στρατηγική στρατιωτική βάση στο νησί Baltra και κατασκεύασαν έναν διάδρομο για αεροπλάνα ως απάντηση στο Περλ Χάρμπορ. Ήταν τότε που τα νησιά Γκαλαπάγκος άνοιξαν για τον κόσμο. Μπορεί ακόμα και σήμερα να προσγειωθείτε σε ένα αεροδρόμιο εκεί.
Το 1959, για τον εορτασμό της 100ής επετείου του βιβλίου του Δαρβίνου Περί της Καταγωγής των Ειδών, ο Ισημερινός ανακήρυξε τα νησιά σε προστατευόμενο εθνικό πάρκο - κατά 97%, τουλάχιστον.
Το υπόλοιπο 3% κατοικείται και χρησιμοποιείται από αυτούς τους 30.000 κατοίκους και περίπου 250.000 τουρίστες ετησίως. Θα υπήρχαν πολύ περισσότεροι κάτοικοι, αλλά το 1998 -την ίδια χρονιά που δημιουργήθηκε το θαλάσσιο καταφύγιο των Γκαλαπάγκος- η κυβέρνηση θέσπισε έναν νόμο περί διαμονής για να περιορίσει τον ανθρώπινο πληθυσμό πάνω στο νησιωτικό σύμπλεγμα.
Πώς μένει κάποιος μόνιμα εκεί
Για να μείνετε μόνιμα εκεί πρέπει να αποκτήσετε βίζα εργασίας για έως και πέντε χρόνια, ενώ ο καθένας μπορεί να επισκεφθεί τα νησιά ως τουρίστας έως και 60 ημέρες ετησίως.
Αλλά υπάρχουν μόνο τρεις τρόποι για να ζήσει κανείς νόμιμα στα νησιά. Ο πρώτος είναι δικαιωματικά: αν μπορείτε να αποδείξετε ότι ζούσατε εδώ πριν από τη θέσπιση του νόμου περί διαμονής το 1998, είστε ελεύθεροι και καθαροί. Ο δεύτερος είναι με την καταγωγή, εάν ο πατέρας ή η μητέρα σας σας κληροδότησαν τη μόνιμη κατοικία τους, και ο τρίτος είναι με γάμο, για τουλάχιστον 10 χρόνια.
«Αν χωρίσετε για οποιονδήποτε λόγο πριν από αυτό, δεν μπορείτε να μείνετε. Πρέπει να φύγετε», λέει ο Aguirre. «Παλαιότερα το όριο ήταν πέντε χρόνια, αλλά υπήρχαν πολλοί ψεύτικοι γάμοι και άνθρωποι που έπαιρναν χρήματα για έγγραφα. Η κυβέρνηση θα κάνει πραγματικά επισκέψεις στο σπίτι για να δει ότι όντως είστε ζευγάρι και ότι ο γάμος σας δεν είναι ψεύτικος».
Η Aguirre έφτασε στα Γκαλαπάγκος μέσω της καταγωγής της. Γεννημένη στο Γκουαγιακίλ το 1987, οι γονείς της μετακόμισαν στα νησιά όταν εκείνη ήταν ενός έτους. Αμέσως μετά χώρισαν και η Aguirre επέστρεψε στην ηπειρωτική χώρα με τη μητέρα της, αλλά επέστρεψε στα Γκαλαπάγκος στα δεκαέξι της χρόνια.
«Ο πατέρας μου με κάλεσε να έρθω στα νησιά για ένα μήνα και με πήγε να κάνω τα πρώτα μου μαθήματα κατάδυσης», λέει. «Και για κάποιον που μεγάλωσε σε μια πόλη, αυτό ήταν». Στη συνέχεια πήρε την πρώτη της γεύση για το πώς είναι να είσαι ξεναγός, με μια επίσκεψη στο νησί Bartolomé. «Πήγαμε για ψαροντούφεκο, πήγαμε για πεζοπορία. Θυμάμαι να κοιτάζω τον οδηγό και να σκέφτομαι ότι ''αυτή είναι μια υπέροχη δουλειά''»!
Η ζωή της ανάμεσα σε φώκιες και ιγκουάνα
Επέστρεψε στα νησιά σε ηλικία 18 ετών και το 2017 ολοκλήρωσε το μάθημα του οδηγού/φυσιοδίφη του Εθνικού Πάρκου, ένα σημαντικό και κάπως σπάνιο επίτευγμα. Υπάρχουν συνολικά μόνο περίπου 1.000 ξεναγοί φυσιολατρών -ένα μικρό μέρος από αυτούς γυναίκες-, με την προϋπόθεση ότι πρέπει να είναι μόνιμοι κάτοικοι των Γκαλαπάγκος.
Τα... παράθυρα ευκαιριών που ανοίγουν είναι ελάχιστα. «Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει τακτικά, εξαρτάται από τη ζήτηση», λέει η ίδια. «Το τελευταίο τμήμα ξεναγών/οδηγών πριν από το δικό μου ήταν επτά χρόνια πριν από αυτό, και πριν από αυτό ήταν δέκα χρόνια πριν από αυτό»
Στη Σάντα Κρουζ, όπου ζει, υπάρχουν αλμυρές λιμνοθάλασσες, θαλάσσια λιοντάρια που ξεφαντώνουν, γιγάντιες χελώνες και ιγκουάνα. Είναι κοντά στον ερευνητικό σταθμό Charles Darwin Research Station, με προγράμματα αναπαραγωγής για την αύξηση του πληθυσμού τών εν λόγω χελωνών.
Τις ζεστές μέρες, η οικογένειά της κάνει ποδήλατο στα υψίπεδα, σταματώντας για φαγητό. Για την ίδια, αν και η Σάντα Κρουζ είναι τουριστικά «φορτωμένη» -κάτι που έχει τα προβλήματά του-, η ζωή εδώ είναι ειδυλλιακή.
«Έχεις όλα τα πλεονεκτήματα μιας μικρής πόλης: σούπερ ασφάλεια, όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους», λέει. «Είναι μια κλειστή κοινότητα, αλλά έχεις ακόμα όλα τα πλεονεκτήματα μιας μεγάλης πόλης, επειδή είναι τουριστικός προορισμός. Υπάρχουν πολύ καλά εστιατόρια».
Ποδήλατα και καθόλου ΙΧ
Στα Γκαλαμπάγκος δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου αυτοκίνητα, καθώς προκαλούν βλάβη στο περιβάλλον και είναι αρκετά ακριβά. Οι περισσότεροι άνθρωποι τα αποκτούν για επαγγελματικούς σκοπούς. Για τους υπόλοιπους, το ποδήλατο είναι το προτιμώμενο μέσο μεταφοράς. «Ο αριθμός των αυτοκινήτων που επιτρέπονται στο νησί ρυθμίζεται από την κυβέρνηση», λέει. «Αν θέλετε να αποκτήσετε αυτοκίνητο, πρέπει να αποδείξετε ότι ζείτε μακριά, όπως στα ορεινά, και χρειάζεστε μεταφορικό μέσο».
Η Σάντα Κρουζ εφαρμόζει και άλλα περιβαλλοντικά μέτρα, όπως η απαγόρευση των πλαστικών μιας χρήσης, καθώς και ένα προοδευτικό σύστημα ανακύκλωσης, το οποίο εφαρμόστηκε με τη βοήθεια του Παγκόσμιου Ταμείου για τη Φύση (WWF) και αποτελεί πλέον πρότυπο για τη μελλοντική ανακύκλωση σε ολόκληρο τον Ισημερινό.
Τα μειονεκτήματα της ζωής εκεί
Αλλά η ζωή εκεί έχει τα εμπόδιά της. Το σύστημα αποχέτευσης, για παράδειγμα, που δεν υπάρχει. «Υπάρχει ένα υδραυλικό σύστημα. Έχουμε μια μεγάλη τρύπα στο σπίτι μας όπου συσσωρεύονται τα στερεά υλικά και ο δήμος έρχεται και τα ρουφάει όλα με ένα ειδικό όχημα», λέει η Aguirre.
«Τα νερά του ντους και όλα τα υπόλοιπα υγρά δυστυχώς επιστρέφουν στη γη και στη θάλασσα». Το οποίο οδηγεί στο δεύτερο πρόβλημα: δεν υπάρχει πόσιμο νερό. «Είναι αρκετά μολυσμένο», λέει. «Γι' αυτό δεν πίνουμε ποτέ νερό από τη βρύση. Κάθε νοικοκυριό στα νησιά αγοράζει πόσιμο νερό που έχει καθαριστεί. Μπορείς ακόμα να κάνεις ντους και να πλύνεις τα δόντια σου με το νερό της βρύσης, αλλά δεν το χρησιμοποιώ ούτε για μαγείρεμα. Μαγειρεύω με καθαρισμένο νερό για παν ενδεχόμενο».
Υπάρχουν δύο νοσοκομεία σε όλο το αρχιπέλαγος, στη Σάντα Κρουζ και στο Σαν Κριστόμπαλ, για βασικές μόνο ασθένειες. Για οτιδήποτε σοβαρό πρέπει να πας στην ηπειρωτική χώρα, όπως έγινε όταν ο γιος της Aguirre έσπασε το χέρι του. Α, και το ίντερνετ είναι αργό. Πολύ αργό. Σαν... χελώνα.
Ακρίβεια και μικρόβια
Τα προϊόντα από την ηπειρωτική χώρα έρχονται με υπέρογκες προσαυξήσεις - μια κόκα κόλα των 25 λεπτών στην ηπειρωτική χώρα μπορεί να κοστίζει μέχρι και 2 δολάρια στο νησί. Και αυτό αν μπορούν καν να έρθουν στο νησί. «Υπάρχουν πολλά προϊόντα που δεν επιτρέπεται να εισαχθούν στο νησί, επειδή θα μπορούσαν να φέρουν οργανισμούς ή παράσιτα που θα μπορούσαν να γίνουν επιβλαβή για την άγρια ζωή στα νησιά», λέει η Aguirre.
«Για παράδειγμα, τα υπερευαίσθητα μάνγκο. Σχεδόν κάθε μάνγκο που φτάνει στα νησιά έχει ελεγχθεί σχεδόν με μικροσκόπιο, για να βεβαιωθούμε ότι δεν μεταφέρει μύγες φρούτων ή άλλα είδη που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόβλημα στην υπόλοιπη χλωρίδα και πανίδα των νησιών».
Για να αντισταθμίσουν την προσαύξηση, οι κυβερνητικοί υπάλληλοι, όπως η Aguirre, πληρώνονται περίπου 80% περισσότερο από τους συναδέλφους τους στο ηπειρωτικό Εκουαδόρ. Ωστόσο, για την Aguirre -αλλά και για τους υπόλοιπους 32.000 κατοίκους του αρχιπελάγους, καθώς και για αμέτρητους άλλους που λαχταρούν να ζήσουν σε αυτό το φυσικό, εντελώς μοναδικό μέρος- αυτό δεν έχει και πολλή σημασία.
Τη ρωτάνε ποιο είναι το αγαπημένο της ζώο στα νησιά και εκείνη απαντάει χωρίς καν να το σκεφτεί: η σαύρα των Γκαλαπάγκος. «Έχω μια μικρή εμμονή. Κάνουν... push-ups παντού και τρέχουν ανάμεσα στα πόδια σου». Και το αγαπημένο της πουλί είναι το άλμπατρος.
«Είναι γιγάντια πουλιά. Είναι τόσο μεγάλα, και όταν περπατούν κουνιούνται από τη μια πλευρά στην άλλη. Και ζευγαρώνουν για μια ζωή. Είναι πολύ ρομαντικά στο φλερτ τους», καταλήγει εμφατικά η Αγκίρε.