Ήταν ο «κύριος τέλειος» του Χόλιγουντ. Αλλά στην αυτοβιογραφία του ο Πολ Νιούμαν μιλάει για τα προβλήματά του με το αλκοόλ και την απουσία πατρικής στοργής, ενώ αποκαλύπτει το μυστικό της σεξουαλικής του γοητείας.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν ο όμορφος, ο Τζέιμς Ντιν ήταν ο τραγικός, ο Στιβ Μακουίν ο τραχύς και ο Μάρλον Μπράντο ο άγριος. Αλλά ο Πολ Νιούμαν ήταν ο τέλειος: όμορφος αλλά και αρρενωπός. Ήταν εξίσου καλός στον ρόλο του σκληρού όσο και στη συναισθηματική ευπάθεια, και κανείς ίσως δεν είχε πιο άμεσο, ακαταμάχητο χάρισμα στην οθόνη.
Συν τοις άλλοις, ο 50ετής γάμος του με την Τζοάν Γούντγουορντ ήταν φημισμένα ευτυχισμένος και η φιλανθρωπία του ήταν τόσο γνωστή, που όταν πέθανε, το «The Economist» έγραψε πως ήταν «το πιο γενναιόδωρο άτομο, σε σχέση με το εισόδημά του, στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών του 20ού αιώνα». Με άλλα λόγια, τέλειος!
Κι αυτό φαίνεται πως αποκαλύπτουν τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν την περασμένη εβδομάδα, με τίτλο «Paul Newman: The Extraordinary Life of an Ordinary Man». Το βιβλίο αυτό έχει συγκεντρώσει στοιχεία από 14.000 σελίδες απομαγνητοφωνημένου υλικού συνεντεύξεων, όταν, μεταξύ 1986 και 1991, ο Πολ Νιούμαν συνομιλούσε με τον φίλο του Στιούαρτ Στερν και ένα μαγνητόφωνο κατέγραφε. Στις σελίδες του θα διαβάσει, επίσης, κανείς διανθισμένα σχόλια από σκηνοθέτες και μέλη της οικογένειάς του, συνθέτοντας το πορτρέτο ενός σταρ που πίστευε πως «δεν είχε συναισθηματική υποστήριξη από κανέναν».
Τον μπέρδευαν με τον Μάρλον Μπράντο ή τον Τζέιμς Ντιν
Ο Νιούμαν δεν πίστευε καν πως ήταν τόσο όμορφος. Στη δεκαετία του 1950, όταν ένα περιοδικό έκανε δημοσκόπηση στους αναγνώστες του ρωτώντας «με ποια ίσως γνωστή προσωπικότητα έχετε σεξουαλικές φαντασιώσεις», νικητής ήταν ο Πολ Νιούμαν, και ο ίδιος δεν καταλάβαινε το γιατί. Για μεγάλο χρονικό διάστημα πίστευε πως όλοι τον περνούσαν για τον Μάρλον Μπράντο ή τον Τζέιμς Ντιν και μάλιστα υπέγραφε με τα ονόματά τους όταν μοίραζε αυτόγραφα.
Τα παιδικά του χρόνια και η «κακιά» μητέρα
Ο Πολ Νιούμαν γεννήθηκε το 1925 σε μια εύπορη οικογένεια στο Οχάιο, η οποία είχε μια εταιρεία αθλητικών ειδών που ήταν «δεύτερη μετά την Ambercrombie & Fitch της Νέας Υόρκης».
Ο πατέρας του εργαζόταν άπειρες ώρες και ήταν αλκοολικός. Πέθανε σε ηλικία 56 ετών από πρόβλημα στο πάγκρεας. Ο Άρθουρ Νιούμαν δεν έδειξε «καμία στοργή, καμία ανησυχία για το μέλλον του Πολ, κανένα πατρικό στοιχείο», όπως αναφέρεται.
Όσο για τη μητέρα του, Τερέζα Φέτζκο, μετανάστρια από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, είχε τέτοια μανία με την καθαριότητα και το σπίτι, που σεντόνια κάλυπταν μονίμως τα έπιπλα. «Τα πάντα ήταν σχεδιασμένα για την εμφάνιση, όχι για την άνεση».
Η Τερέζα ήταν διπολική, αν της γινόταν διάγνωση τη σημερινή εποχή. Τη μια στιγμή ο Πολ Νιούμαν ήταν ντυμένος και περιποιημένος, και την άλλη, χωρίς να υπάρχει κάποιος διακριτός λόγος, «του επετίθετο άγρια με μια βούρτσα μαλλιών».
Τι γράφει ο Πολ Νιούμαν για τη μητέρα του: Η πιο καχύποπτη και υστερική
Σε όλο το βιβλίο, ο Νιούμαν κάνει ό,τι μπορεί για να συμφιλιωθεί με μια μητέρα που, δυστυχώς, ήταν «η πιο καχύποπτη γυναίκα που έζησε ποτέ, υστερική από τη σκέψη ότι ποτέ δεν θα γινόταν αποδεκτή ή ότι δεν θα έπαιρνε το μερίδιο που της αναλογούσε σε τίποτα».
Χωρίς να έχει πει ποτέ ένα «μπράβο» ή να δείξει λίγη στοργή στον γιο της, ο Πολ Νιούμαν σταμάτησε τελικά να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί της - την πέταξε μάλιστα έξω από το αυτοκίνητό του. «Η ικανοποίησή μου για την επιτυχία μου μετριάζεται πάντα με μια μεγάλη θλίψη πως η μητέρα μου δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει πραγματικά μέρος της απόλαυσης» αναφέρει στα απομνημονεύματά του.
Ως παιδί, ο Πολ Νιούμαν έκανε κάθε είδους δουλειά: διανομές για ένα ανθοπωλείο και ένα στεγνοκαθαριστήριο, ενώ κουβαλούσε «βαρέλια με πίκλες και κιβώτια με Coca-Cola για ένα ντελικατέσεν». Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Νιούμαν κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό.
Πήγε στο Kenyon College και στο Yale για να σπουδάσει θέατρο, διαπιστώνοντας ότι του άρεσε «όλη η προκαταρκτική δουλειά, η λεπτομέρεια, η παρατήρηση, η συναρμολόγηση των πραγμάτων» για τη δημιουργία ενός χαρακτήρα.
Τότε ήταν που τον εντόπισαν οι ανιχνευτές ταλέντων -αυτό το πρόσωπο, αυτά τα μάτια- και, παρόλο που πίστευε ότι «ίσως μπορούσε να βρει δουλειά ως μοντέλο», η Warner Brothers σύντομα τον πλήρωνε 1.750 δολάρια την εβδομάδα για να υποδύεται πυγμάχους, εργάτες ράντσου, στρατιώτες, παίκτες μπιλιάρδου, καθώς και Ρωμαίους εκατόνταρχους.
Ο πρώτος γάμος με την Τζάκι Γουίτ και ο έρωτας της ζωής του
Το 1949 παντρεύτηκε την πρώτη κοπέλα με την οποία είχε σοβαρή σχέση, την Τζάκι Γουίτ, την οποία αρνήθηκε να αποδεχθεί η μητέρα του, καθώς ήταν κόρη χασάπη και όχι αρκετά σικ.
Ο Νιούμαν στα απομνημονεύματά του δεν λέει σχεδόν τίποτα για τον πρώτο του γάμο - κυρίως επειδή θέλει να επικεντρωθεί στον έρωτα της ζωής του, στην Τζόαν Γούντγουορντ, με την οποία πέρασε «μια ευτυχισμένα απλή σχέση 54 ετών», αρχής γενομένης από το 1958.
Η δεύτερη σύζυγός του ήταν αυτή που ξύπνησε τη σεξουαλικότητά του -Έκαναν σεξ σε δημόσιους χώρους
Η Τζόαν ήταν εκείνη που ξύπνησε ή αναστάτωσε τις ερωτογενείς ζώνες του. «Κυνηγούσα τον πόθο» λέει ο Πολ Νιούμαν. «Η Τζοάν με έκανε να νιώθω σέξι».
Όπως μάλιστα αποκαλύπτεται στο βιβλίο, ο ηθοποιός έκανε έρωτα με τη γυναίκα του δημοσίως: από ξενοδοχεία και μοτέλ μέχρι δημόσια πάρκα, πισίνες και παραλίες, αλλά και ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα.
Το πάθος του ενός για τον άλλον κάθε άλλο παρά κρυφό ήταν. «Για να μπουν στην κρεβατοκάμαρά τους, είχαν μια συνηθισμένη ξύλινη πόρτα και μετά μια πιο χοντρή πόρτα, και οι δύο κλειδωμένες από μέσα» περιγράφει η κόρη του, συνεχίζοντας: «Ήταν μια πολύ σέξι σχέση. Ήταν πολύ ερωτευμένος με τη μαμά μου».
Έχοντας αποκτήσει έξι παιδιά -τρία με την πρώτη του σύζυγο (Σκοτ, Σούζαν και Στέφανι) και άλλα τρία με την Τζόαν (Νελ, Λίσι και Κλέα), ο Πολ Νιούμαν, με τεράστια ζήτηση από τα κινηματογραφικά στούντιο, έκανε ό,τι μπορούσε για να συμπεριφερθεί ως κανονικός οικογενειάρχης ακόμη κι αν «το κλίμα στο σπίτι ήταν ασταθές: θυελλώδες τη μία στιγμή, χαρούμενο την άλλη».
Ο θάνατος του γιου του από ναρκωτικά
Η αστάθεια αυτή ενσωματώθηκε με τραγικό τρόπο στη μοίρα του Σκοτ, που γεννήθηκε το 1950, ο οποίος ποτέ δεν προσαρμόστηκε και δεν άντεξε το βάρος τού να είναι γιος του Πολ Νιούμαν. Μην μπορώντας να ξεπεράσει τη δημοφιλία του πατέρα του, ο Σκοτ έπεσε σε ένα σπιράλ εθισμού στα ναρκωτικά και αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Το 1978 ο ηθοποιός έλαβε το τηλεφώνημα που από καιρό φοβόταν και περίμενε. «Ζητώ συγχώρεση από εκείνο το κομμάτι του εαυτού μου που έδωσε το έναυσμα για την καταστροφή του Σκοτ» είπε. Πήγε να αναγνωρίσει τη σορό του παιδιού του στο νεκροτομείο. «Ξαφνικά τον γνώρισα και μπόρεσα να κλάψω, να τον κοιτάξω και να τον αγαπήσω» εξομολογήθηκε.
Ο εθισμός του Πολ Νιούμαν -Κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες μπύρας
Αλλά και ο ίδιος ο Πολ Νιούμαν είχε εθισμούς. Έπινε μπύρες σε τεράστιες ποσότητες - εκατοντάδες χιλιάδες κουτιά Budweiser, σύμφωνα με την εκτίμησή του. Ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Σκοτ, ο Νιούμαν έπινε μέχρι να ζαλιστεί, συνεχίζοντας μέχρι να είναι ικανός να κάνει μόνο «ακατάληπτους ζωώδεις ήχους». Κατάφερνε όμως να διατηρεί τη σιλουέτα του περνώντας ατελείωτες ώρες στη σάουνα, όπου ουσιαστικά ζούσε.
Το κύριο πάθος του δεν ήταν, όμως, καν ο κινηματογράφος. Ήταν οι αγώνες αυτοκινήτων. «Ο μόνος τρόπος για να μείνεις ζωντανός είναι να αψηφάς τον θάνατο» έλεγε. Γύριζε τις πίστες ως ημιεπαγγελματίας, κερδίζοντας τον τελευταίο του αγώνα λίγο πριν πεθάνει. Όσο για το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος, ήταν ένα VW Beetle με κινητήρα από μια Porsche.
Το άλλο του ενδιαφέρον ήταν τα ντρέσινγκ για σαλάτες. Οι πωλήσεις της δικής του σάλτσας τού απέφεραν περίπου 19 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Τα κέρδη τα μοίραζε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα για παιδικές κατασκηνώσεις.
Ο Πολ Νιούμαν πέθανε το 2008 σε ηλικία 83 ετών.