Εφυγε σε ηλικία 94 ετών, ένα από τα κορίτσια του Τζέιμς Μποντ, η ηθοποιός Όνορ Μπλάκμαν (Honor Blackman).
Οι πιο γνωστοί ρόλοι της, ήταν αυτός της Κάθι Γκέιλ στο τηλεοπτικό σήριαλ «Οι Εκδικητές» (1962-1964), της Πούσι Γκαλόρ στην ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 εναντίον Χρυσοδάκτυλου» (1964) και της θεάς Ήρας στην ταινία «Ο Ιάσων και οι Αργοναύτες» (1963).
Σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειας, η ηθοποιός, «πέθανε ειρηνικά από φυσικά αίτια, στο σπίτι της στο Ανατολικό Έσσεξ, περιτριγυρισμένη από την οικογένειά της».
«Εκτός από πολυαγαπημένη μητέρα και γιαγιά, η Όνορ ήταν πολύ δημιουργική κι ένα πολύ μεγάλο ταλέντο. Με έναν εντυπωσιακό συνδυασμό ομορφιάς, μυαλού και φυσικής δύναμης, με μια μοναδική φωνή και μια αφοσιωμένη ηθική εργασίας», συνεχίζει η ανακοίνωση.
Η Μπλάκμαν που χαρακτηρίστηκε ως «ξανθιά σεξοβόμβα» στα νιάτα της, συνέχισε να εργάζεται μέχρι και τα 80 της.
Η δεκαετία του '60 προκάλεσε μια σεξουαλική επανάσταση και η Όνορ Μπλάκμαν ήταν το απόλυτο σύμβολό της. Ήταν η πρώτη γυναίκα που αμφισβήτησε τον Μποντ, στην ταινία «Χρυσοδάκτυλος» (Goldfinger) του 1964, παίζοντας την «γκάνγκστερ βασίλισσα», Πούσι Γκαλόρ.
Ένας ρόλος που την έκανε επίσης γνωστή, ήταν αυτός της Κάθι Γκέιλ, της σέξι «σούπερ γούμαν» με τα δερμάτινα που πολεμούσε τους εγκληματίες, στην τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του '60, «Οι Εκδικητές» (The Avengers).
Η σέξι, δυναμική ηρωίδα με τα δερμάτινα
Ούτε ο κινηματογράφος ούτε η τηλεόραση δεν είχαν δει ποτέ πριν μια γυναίκα σαν κι αυτή. Οι ηρωίδες ήταν θηλυκές, ευάλωτες, ευαίσθητα πλάσματα, που χρειάζονταν την προστασία ενός κυρίαρχου αρσενικού. Φορούσαν μαντήλια και ψηλά τακούνια, και αν τσακώνονταν, ήταν με άλλες γυναίκες, «σαν τις γάτες».
Η Μπλάκμαν κατάφερε να αλλάξει αυτή τη σεξιστική εικόνα που είχε ο χώρος για τις γυναίκες. Το 1962, η δυναμική ηθοποιός μπήκε στο καστ των «Εκδικητών», γίνοντας έτσι η πρώτη γυναίκα που δεν δίσταζε να μπει σε ένοπλες μάχες και καβγάδες. Ήταν μια μαχήτρια. Φορούσε φουτουριστικά κοστούμια που συνδύαζαν την πρακτικότητα με τη σεξουαλικότητα.
Ο πρωταγωνιστής Πάτρικ Μακνί, ήθελε να της δώσουν να κρατά και όπλο. Αλλά μετά, του ήρθε μια καλύτερη ιδέα. Να γίνει ειδική στις πολεμικές τέχνες, γι' αυτό και κάλεσε έναν εξπέρ του είδους, ο οποίος ξεκίνησε να της μαθαίνει τζούντο. Αυτό όμως δεν άρεσε ιδιαίτερα στην ηθοποιό, η οποία είπε μια φορά στον συμπρωταγωνιστή της: «Μπορεί να είναι εντάξει για'σένα Πάτρικ, αλλά όταν εσένα σε ρίχνει κάποιος κάτω, δεν βλέπει το καλσόν σου».
Φυσικά, αυτός δεν το άφησε έτσι και βρήκε μια λύση, κατά την επίσκεψή του σε μια φίλη του στη Νέα Υόρκη. Αυτό ήταν. Η Μπλάκμαν θα φορούσε στενά δερμάτινα παντελόνια, τα οποία ήταν μεν σέξι, αλλά θα τη βοηθούσαν και στις σκηνές δράσης.
Αρχικά, οι παραγωγοί της σειράς δίστασαν, φοβούμενοι ότι το δέρμα θα ήταν πολύ προκλητικό για την ώρα προβολής της σειράς. Αλλά το σουέντ δεν φαινόταν καλό κάτω από τα φώτα, και έτσι έπρεπε τελικά να επιλέξουν το δέρμα. Η Μπλάκμαν διάλεξε το πράσινο, το οποίο στις μονόχρωμες τηλεοράσεις έμοιαζε μαύρο.
Η πρώτη εμφάνισή της το 1962 προκάλεσε αίσθηση. Μάλιστα, επηρέασε και τον συμπρωταγωνιστή της. Μετά από μια σκηνή, της χτύπησε την πόρτα στο καμαρίνι της και, όταν τον ρώτησε τι ήθελε, αυτός της απάντησε: «Εσένα».
Η Μπλάκμαν τότε σηκώθηκε, έβαλε τα χέρια στους γοφούς της και είπε: «Έλα τώρα… Δεν είναι ούτε η ώρα ούτε ο τόπος. Ιδρώνω απίστευτα, τα πόδια μου με σκοτώνουν, μυρίζω σαν κουνάβι και η απάντηση είναι “όχι”».
Για το υπόλοιπο της ζωής του, ο Μακνί είπε ότι η Μπλάκμαν παρέμεινε μια σπουδαία φίλη και “εξακολουθούσε να τον κάνει ό,τι θέλει”. Η σεξουαλική ένταση μεταξύ τους ήταν τόσο εμφανής στο κοινό, που οι δημοσιογράφοι ήθελαν συνεχώς να μάθουν αν έτρεχε κάτι μεταξύ τους πίσω από τις κάμερες.
Ο ρόλος της στον Τζέιμς Μποντ
Το 1964 ήρθε ο ρόλος που θα της άλλαζε τη ζωή. Οι παραγωγοί της ταινίας του Τζέιμς Μποντ, την είχαν επιλέξει να παίξει στον «Χρυσοδάκτυλο».
Ο Τζέιμς Μποντ ανακτά σιγά-σιγά τις αισθήσεις του σε ένα ιδιωτικό τζετ. Ένα θολό πρόσωπο πλησιάζει, χαμογελώντας σαρδόνια - μια γυναίκα με γαλάζια μάτια. «Το όνομά μου είναι Πούσι Γκαλόρ (Pussy Galore)», του λέει. «Πρέπει να ονειρεύομαι», μουρμουρίζει ο Μποντ, τον οποίο υποδύεται ο γοητευτικός Σον Κόνερι.
Η Ονορ Μπλάκμα θεωρούνταν ευρέως η πιο σέξι ηθοποιός της Βρετανίας, αλλά ακόμα και η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει στην ομορφιά της.
«Κοιτάζοντας πίσω, υποθέτω ότι ορισμένα από αυτά πρέπει να ήταν αληθινά, αλλά δεν μπορούσα να το διαπιστώσω εκείνη τη στιγμή», είπε στα 80 της χρόνια. «Δεν πίστευα ότι ήταν αλήθεια, λόγω του τρόπου που μεγάλωσα. Οι βρετανικές οικογένειες τότε, φοβόντουσαν πάντοτε ότι κάποιος θα γινόταν υπερήφανος ή αλαζόνας, οπότε η μητέρα μου φρόντισε να κρατήσω τα πόδια μου στο έδαφος».
«Θυμάμαι μια φορά όταν ήμουν 17 χρονών και ετοιμάστηκα να βγω έξω και νόμιζα ότι έμοιαζα υπέροχη και ρώτησα τη μητέρα μου: “Φαίνομαι εντάξει;”. “Περνάς οκ, μέσα σε τόσο κόσμο…” μου είπε. Πόνεσε πολύ αυτή η απάντηση…».
Η Μπλάκμαν γεννήθηκε στη συνοικία Πλάστω του Ανατολικού Λονδίνου και ήταν κόρη του στατιστικολόγου δημόσιου υπαλλήλου Φρέντερικ Μπλάκμαν και της συζύγου του Έντιθ Ελίζα.
Για τα 15α γενέθλιά της, οι γονείς της έκαναν δώρο μαθήματα υποκριτικής στη Μουσική και Δραματική Σχολή Γκύλντχωλ. Τελείωσε τη σχολή αυτή εργαζόμενη ταυτοχρόνως σε υπαλληλική θέση του Δημοσίου. Μετά την αποφοίτησή της, το 1947, εμφανίσθηκε στο θεατρικό έργο «Η τυφλή Θεά».
Η Όνορ παντρεύτηκε δύο φορές στη ζωή της, πρώτα στον Μπιλ Σάνκεϊ από το 1948 έως το 1956. Αργότερα παντρεύτηκε τον Βρετανό ηθοποιό Μορίς Κάουφμαν και μαζί υιοθέτησαν δύο παιδιά.
Μετά το διαζύγιό της από τον Μορίς, το 1975, η Ονορ δεν ξαναπαντρεύτηκε και είπε ότι προτιμούσε να μείνει μόνη. Είχε τέσσερα εγγόνια.