Σαρανταέξι χρόνια πριν, στις 14 Αυγούστου του 1974, οι κάτοικοι της Αμμοχώστου εγκατέλειπαν την πόλη τους, υπό τον φόβο των τουρκικών στρατευμάτων που επέλαυναν, σχεδόν ανενόχλητα, κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής στην Κύπρο.
Φέτος τον Οκτώβριο, λίγο πριν από τον πρώτο γύρο των «εκλογών» στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, η «πόλη φάντασμα» του Βαρωσίου άνοιξε για πρώτη φορά, με μια αιφνιδιαστική πρωτοβουλία της Άγκυρας και του νυν ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Ερσίν Τατάρ.
Οι πρόσφυγες της Αμμοχώστου περιγράφουν γλαφυρά πώς το 1974 οι στρατιώτες του κυπριακού στρατού τούς προέτρεπαν να φύγουν από τα σπίτια τους, καθώς πίσω τους ερχόταν ο «Αττίλας 2». Οι περισσότεροι, μεταξύ αυτών και η γιαγιά μου, πίστευαν ότι θα επέστρεφαν εντός λίγων ημερών. «Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να φύγουμε, ο άντρας μου μου είπε να κοιτάξω το σπίτι μας γιατί δεν θα το ξαναδώ από κοντά. Του απάντησα ότι σε λίγες μέρες θα είμαστε πίσω. Τελικά εκείνος είχε δίκιο», μου εξιστορεί η 89χρονη πλέον Στέλλα Ζαχαριάδου.
Η Αμμόχωστος, με τους απέραντους πορτοκαλεώνες της, ήταν το 1974 το μεγαλύτερο λιμάνι και η πιο ανεπτυγμένη πόλη της Κύπρου. Γνωρίζοντας εκείνη την εποχή μεγάλη τουριστική και εμπορική άνθιση, ήταν για το νησί το σύμβολο ενός αναδυόμενου κοσμοπολιτισμού. Στην ακτογραμμή της, που κοιτάει στην Ανατολική Μεσόγειο, είχαν χτιστεί μοντέρνα ξενοδοχεία και κτίρια. Κινηματογράφοι, εμπορικά καταστήματα, τουρισμός και κοσμική ζωή, συνέθεταν το ψηφιδωτό μιας πόλης σύγχρονης, ακόμα και με τα σημερινά κριτήρια. Μιας πόλης που οι παλιοί Βαρωσιώτες θυμούνται ακόμα με καμάρι.
Η ιστορία της «πόλης φάντασμα»
Η Τουρκία κράτησε ένα μεγάλο μέρος της πόλης κλειστό. Από το 1974 απαγορεύτηκε η είσοδος σε όλους -πλην του στρατού- και το Βαρώσι (έτσι ονομάζεται το τμήμα αυτό της πόλης) μετατράπηκε σε μια πόλη ερειπωμένη και απροσπέλαστη. Έκτοτε, δύο ειδικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών καλούν την Άγκυρα να επιστρέψει την πόλη στους νόμιμους κατοίκους της, ενώ επτά φορές το Βαρώσι εντάχθηκε σε σχέδια επιστροφής, στο πλαίσιο συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού, τα οποία οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο.
Μετά το τελευταίο «ναυάγιο» στις διαπραγματεύσεις του 2017 για το Κυπριακό, η Άγκυρα άρχισε να εξετάζει σχέδια ανοίγματος της πόλης, ενώ λίγες μέρες πριν τον πρώτο γύρο των «εκλογών» στα κατεχόμενα, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του εκλεκτού της, Ερσίν Τατάρ, άνοιξε ένα μέρος της περίκλειστης πόλης.
Το οδοιπορικό στο Βαρώσι
Επισκέφθηκα την περίκλειστη πόλη του Βαρωσίου την προηγούμενη εβδομάδα. Περπάτησα στους έρημους δρόμους. Ανάμεσα σε κτίρια που στέκουν εκεί για τέσσερις δεκαετίες, λες και περιμένουν τον κόσμο να επιστρέψει για να τους δώσει και πάλι ζωή.
Βλέπει κανείς τα σπίτια, τα ξενοδοχεία, τις καφετέριες και σχηματίζει νοερά την εικόνα της καθημερινότητας των ανθρώπων που τη ζούσαν. Το Καφέ Edelweiss με τους θαμώνες του, τους μαθητές να κάθονται στην αυλή του Α' Γυμνασίου, τους πελάτες να μπαινοβγαίνουν στο κατάστημα οικιακών ειδών και τους τουρίστες να κολυμπάνε στη σκιά των ξενοδοχείων.
Περπατώντας ανάμεσα στα χαλάσματα, αναρωτιόμουν πώς είναι να ξυπνά κανείς μια μέρα και να πρέπει να εγκαταλείψει το σπίτι του, τη δουλειά του, τη ζωή του, υπό τον φόβο των τανκς και των όπλων. Δεν είναι η Σύρια, δεν είναι η Λιβύη, είναι η Αμμόχωστος. Τόσο κοινή η εικόνα του χθες και του σήμερα.
Καθώς προχωρά κανείς στην Οδό Δημοκρατίας, μπορεί να παρατηρήσει ότι αυτοσχέδιες επιγραφές την μετονόμαζαν τότε σε «Οδό Ενώσεως». Αναρωτήθηκα τι σηματοδοτούσε αυτό το ιστορικό ίχνος. Ρώτησα και έμαθα: Την περίοδο 1972-1974, όταν η σύγκρουση «Μακαριακών»-«Γριβικών» ήταν πλέον στο αποκορύφωμά της, οι οπαδοί της ΕΟΚΑ Β' προχωρούσαν σε σειρά από δράσεις σαμποτάζ των επίσημων αρχών. Μια από αυτές -ίσως βέβαια η πιο ανώδυνη- ήταν η επιχείρηση άτυπης μετονομασίας της οδού Δημοκρατίας σε οδό Ενώσεως, στο πλαίσιο του αιτήματος για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Λίγο πιο κάτω, ο δρόμος οδηγεί στο Σινεμά του Χατζηχαμπή. Με ποιους ηθοποιούς να γελούσαν ή να έκλαιγαν οι Βαρωσιώτες τότε; Εκτός από τόπος αναψυχής και διασκέδασης, όμως, ο «Χατζηχαμπής» ήταν και το σημείο όπου γίνονταν οι οδομαχίες των μαθητών την διετία πριν το πραξικόπημα και την εισβολή. Ένας «εμφύλιος» δεξιών και αριστερών μαθητών έξω από το σινεμά. Δεν ήταν όλα αγγελικά πλασμένα στο Βαρώσι.
Σε ένα από τα πεζοδρόμια υπάρχουν χαραγμένα ονόματα τουριστών που βρέθηκαν στην πόλη έναν χρόνο πριν την εισβολή. Θέλησαν να αφήσουν το στίγμα της παρουσίας τους στο τότε φρεσκοστρωμένο τσιμέντο. Πώς να φανταστούν ότι θα έμεινε εκεί, ανέγγιχτο για τόσες δεκαετίες.
Ο παραλιακός δρόμος οδηγεί στη χρυσή αμμουδιά της Αμμοχώστου, που εκτείνεται «όσο πάει το μάτι». Νερά γαλανά, ρηχά και γύρω τα ξενοδοχεία έρημα. Το μεγαλύτερο από αυτά, εγκαινιάστηκε μόλις δέκα μέρες πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974. Ο καιρός επιτρέπει τη βουτιά και η περίσταση την επιβάλλει. Όλοι οι συνοδοιπόροι συμφωνούμε ότι μπορεί να μην μας ξαναδοθεί η ευκαιρία να κολυμπήσουμε σε αυτό το κομμάτι της παραλίας, που επί χρόνια κοιτούσαμε πίσω από ένα συρματόπλεγμα.
Στον δρόμο της επιστροφής, κυριαρχεί το αίσθημα ότι οι άδειοι δρόμοι που περπατήσαμε είναι σκηνικό του παραλογισμού της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Η περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου σηματοδοτεί ίσως το μοναδικό παγκόσμιο παράδειγμα εκτοπισμού και οικιστικής ερήμωσης, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Πιάνω το τετράδιο και γράφω μια πρώτη σκέψη: «Οι Κύπριοι πρέπει να ζήσουν σε μια τέτοια πόλη. Και το Βαρώσι αξίζει να το ζήσουν άνθρωποι».