«Είμαστε προϊόντα του περιβάλλοντός μας, είμαστε προϊόντα των λαθών μας, είμαστε προϊόντα της εποχής, σα να είμαστε μπάλες σε ένα μεγάλο μπιλιάρδο, εξαρτάται από πού θα χτυπήσουμε και ποιον θα χτυπήσουμε στο διάβα μας για το αν θα πέσουμε στην "τσέπη". Και κυρίως, ποιος κρατάει τη στέκα...».
Πριν γίνει Vangelis
«Toν Βαγγέλη εσύ τον έφτιαξες;», με ρώτησαν μερικοί. Όχι, δεν τον έφτιαξα εγώ τον Βαγγέλη, ούτε ο Βαγγέλης έφτιαξε εμένα. Μαζί «φτιάξαμε» διάσημους και δημοφιλείς τους Forminx, πέντε τόσο καλούς και ταιριασμένους μουσικούς, που αποτέλεσαν την απρόβλεπτη στροφή 180 μοιρών της δισκογραφίας: από τα 45αράκια του Καζαντζίδη, του Αγγελόπουλου και του Μπιθικώτση, στο Jeronimo Yanka των Forminx όταν πούλησε 20.000 αντίτυπα σε μία εβδομάδα, όσο η Ελλάδα το χόρευε μετά μανίας. Και οι Forminx ήταν προϊόν της εποχής, ήρθαν σε μια κατάλληλη στιγμή, που η κρατική ραδιοφωνία είχε αρχίσει να αποδέχεται τα ξένα pop τραγούδια, και στην ελληνική δισκογραφία, ανάμεσα στο «ελληνικό ελαφρό» και στο «λαϊκό» τραγούδι, μπήκε ανέλπιστη σφήνα η «ελληνική pop».
Kανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι θα είχε γίνει αν οι Forminx είχαν έρθει τρία χρόνια πριν ή τρία χρόνια μετά. Το συγκρότημα, η φρενιτιώδης επιτυχία του, τα εντυπωσιακά τους τραγούδια, σε μια εποχή περιορισμένων μέσων (περιοδικά και ραδιόφωνο μόνο) και οι προβολείς πάνω στα πέντε μέλη και ιδιαίτερα στον Βαγγέλη, συνθέτη σχεδόν όλων των hits, ήταν άπαντα προϊόντα της εποχής, του περιβάλλοντος, του λάθους τους να μπλέξουν μαζί μου και του υπολοίπου μπιλιάρδου, όπου τη στέκα την κρατούσε μονίμως ο κόσμος-αποδέκτης.
Όταν μου ζήτησαν οι φίλοι μου του iefimerida να κάνω ένα σύντομο ταξίδι down memory lane, δεν υποπτευόμουν ότι με έσπρωχναν σκληρά και αδυσώπητα σε έναν δρόμο με ανηφόρες και κατηφόρες, κούρμπες και ευθείες, μισοσκότεινο, που όμως, σε κάθε βήμα μου, θα άναβε κι ένα υποκίτρινο φως. Τα χρόνια της νιότης μας τα καταθέτουμε σε μια παράδοξη τράπεζα αναμνήσεων και τα αποσύρουμε σιγά-σιγά, σαν άλλοθι για τα λάθη που χρεώσαμε σε άλλους ή τα λάθη που χρεωθήκαμε εμείς, με την αγάπη που μας πίστωσαν και πιστώσαμε. Χαμένος απροσανατόλιστα σε ένα αρχείο από αναμνήσεις εκκωφαντικά στριμωγμένες ανάμεσα σε υστερική δημιουργικότητα, μερόνυχτα δουλειάς, πνιχτό γέλιο, αλλόκοτους ήχους και ατέρμονη μουσική, σαν μόνο ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται βασανιστικά, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Και ας μου συγχωρήσουν οι λεπτο-ακριβολόγοι «ιστορικοί» τις λάθος ημερομηνίες και χρονολογίες, όλες τους τις είδα σαν επιγραφές neon που τρεμόσβηναν, μερικοί αριθμοί είχαν καεί, κάποιες τελείως σβηστές, και έτσι δεν ορκίζομαι για την ακρίβειά τους.
Έπειτα, οι αναμνήσεις μου, που κάποτε ήταν γεγονότα, είναι εδώ ανάκατες, ώστε, αν ήταν σενάριο, το final cut να είναι του αναγνώστη.
Ένα βράδυ του '82
Καθώς ακούω, στην άλλη άκρη της γραμμής, το τηλέφωνο να χτυπάει, η ανάσα μου ξαναγυρίζει στα κανονικά της. Στο έκτο κουδούνισμα... «Μμμπρος», «Βαγγέλη, κοιμάσαι; Ο Νίκος είμαι». Βαριά ανάσα. «Εσύ είσαι κωλόφιδε;*». «Ναι, ρε μαλάκα, μόλις κέρδισες το Όσκαρ και δεν είσαι εδώ να το πάρεις». Βαριά ανάσα. «Πάρ' το εσύ για μένα κι άσε με να κοιμηθώ».
Η δική μου άκρη, στο Λος Άντζελες, σιωπηλή. Η άλλη άκρη, στο Λονδίνο, ακόμη με ανάσα, που όμως έχει γίνει ρυθμική, κανονική. «Δεν με ξεγελάς εμένα, κωλόφιδε. Δεν ξανακοιμήθηκες». Κλικ.
- «κωλόφιδε,» η αγαπημένη έκφραση μεταξύ Forminx, βγαλμένη από μια σπαρταριστή φάρσα που έκαναν στον Ευγνώμονα* και που είχαν δικαίωμα να τη χρησιμοποιούν μόνο τα μέλη του συγκροτήματος.
- Ο Eυγνώμων έπαιζε κρουστά κάποιες φορές με το συγκρότημα.
Μια τυπική νύχτα των 6Οs
Ήταν η κόκκινη «Άλπάϊν» ανοικτή, κι είμαστε τρεις πλήρωμά της. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου με το μούσι και τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν στον αέρα, ο Ρούντυ Μορώνης (νεαρός συνάδελφος, πολύ φίλος και συνεργάτης) κι εγώ. Ξεκινήσαμε από την 'Ομόνοια -τέλειωνα γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα την δουλειά στην εφημερίδα- και οδεύσαμε προς Καλαμακίου Τόπον. Στον δρόμο, αν θέλαμε να κορνάρουμε, δεν πατούσα κλάξον. Φωνάζαμε κι’ οι τρεις, με όση δύναμη είχαμε: «Λαλαλαλα - λάλα λάλα - λαλαλαλα - λαέοοοοοο οο». Κι ο κόσμος ή γελούσε, ή έκανε τον σταυρό του. Πάντως, ο Νουβέλ Βαγκ είχε πολύ κέφι εκείνη την ημέρα, και επειδή είναι ερωτευμένος, είχε και εμπνεύσεις. Έτσι, στην ταράτσα τής «Μπί - Πι» όπου αποφασίσαμε να την κάνουμε ταράτσα, ο μεν Ρούντυ έχασε 30 δραχμικές θερμίδες στο δραχμοβόρον κουμ-κάν, ο Βαγγέλης έπαιξε πιάνο και κατέπληξε τούς πάντας, εγώ ο πεζός έφαγα - αντί να κάτσω και να γράψω σονέττα!
Για να μην με κατηγορήσετε όμως για τρομερά ρεαλιστή (ως γνωστόν προσπαθώ πάντα να καταπολεμώ τον ελάχιστο ρομαντισμό μου) σάς λέω και μια άλλη πλευρά των εξόδων μας με τον Βαγγέλη. Τρεις μέρες πριν την πολυθόρυβη βραδυά, είχαμε κατέβει πάλι στην «Μπί - Πι» ο Βαγγέλης, ο Νίκος -μπράδερ του-, η Νίκη -γκέρλ του Νίκου- και μια άλλη παρέα, ανάμεσα στα μέλη της κι’ ο Θύμιος Πέτρου, πού ήταν κάποτε στο συγκρότημα των Φόρμιγξ." Όταν καθαρίσαμε δυο - τρία πιάτα παντός είδους σπεσιαλιτέ, ο Βαγγέλης θυμήθηκε ότι ή βραδυά ήταν καλοκαιρινή, έκατσε στο πιάνο, και έπιασε μερικές νότες, τελείως ξαφνικά. Μου άρεσε η μελωδία, τού είπα: «Βαγγέλη, πιάστην άπ’ την αρχή», ο Βαγγέλης την επανέλαβε, και σε δέκα λεπτά, ήταν έτοιμη ή μελωδία τού απίθανου «’Έντ μέημπυ μόρ». Είναι το πιο όμορφο τραγούδι των Φόρμιγξ, ο Τασούλης σ’ αυτό μπαίνει ανάμεσα στους πέντε καλύτερους τραγουδιστές τού κόσμου (το λέω ειλικρινά και το πιστεύω αυτό) και εσείς, πού ακούσατε το κομμάτι άπ’ το «Πικ - Νικ» και την «Διασταύρωσι», δεν έχετε παρά να περιμένετε μέχρι τον Σεπτέμβρη. Τότε θα κυκλοφορήση, στο πρώτο άλμπουμ των Φορμιγγών, με δώδεκα τραγούδια πού θάχουν τον γενικό τίτλο «’Άουρ λάστ Σεπτέμπερ». Φυσικά, είναι εύκολο να καταλάβετε ότι τιμώμενος του δίσκου, θα είναι ο μεγάλος μας έρωτας, το «’Άουρ λάστ Σεπτέμπερ»...
(Ακριβώς όπως δημοσιεύθηκε στους «Μοντέρνους Ρυθμούς» μια εποχή που ήμουν χαμένος στη δίνη ενός απελπισμένου, τραυματικού έρωτα, καταδικασμένου από την αρχή να τελειώσει χωρίς happy end. Για τον έρωτα αυτόν γράφτηκε το Our Last September, όπου στους δικούς μου πικρούς στίχους ο Βαγγέλης έβαλε με κατανόηση τη μουσική που έκανε το τραγούδι εκείνο ίσως το καλύτερο δείγμα της δισκογραφίας του συγκροτήματος. Για μια δική του Άσπα, ο Βαγγέλης κι εγώ γράψαμε το And Maybe More.)
Nύχτες στη «Ρέμβη»
Τι κάνουν αυτοί οι μουρλοί τουρίστες στην πίστα; Άλλο έπαιζαν οι Fοrminx, άλλο χόρευαν εκείνοι. Πλησίασα έναν και του φώναξα στ’ αυτί: «τι είναι αυτό που χορεύετε;». «Δικός μας χορός». «Από πού;». «Φινλανδία» Όταν πήραν ανάσα, μου ψιθύρισαν κάποιο σκοπό και ρώτησαν αν θα μπορούσε το γκρουπ να τον παίξει. Τους πήγα στον Βαγγέλη, του ψιθύρισαν κι εκείνου το «λαλαλαλα» τους και το Hammond στέναξε κάτω από το ρυθμικό παραδοσιακό, όμως τώρα με γεύση Παπαθανασίου. Αν θυμάμαι καλά, όλη η «Ρέμβη» χόρευε μέχρι τις 5 το πρωί κι εμείς, μαζί με τον Νίκο Παπαθανασίου, κάναμε μετά σύσκεψη για το αν και πότε θα μπαίναμε στο στούντιο. Ο Βαγγέλης είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζει τη διασκευή του φινλανδικού παραδοσιακού, προσθέτοντας, αφαιρώντας και βάζοντάς του σφραγίδα και τίτλο, μια δική του φαντασίωση που πολλές φορές μάς την είχε αφηγηθεί! Η δική μου σύμπραξη περιορίστηκε σε ηχητικές ιδέες και ένα «κουπλεδάκι».
Ποτέ δεν περάσαμε το Jeronimo Yanka για δικό μας, πάντα σαν διασκευή αναφέρθηκε, όμως όταν τη «διασκευή» αυτή επιχείρησαν να μας την κλέψουν, πήγαμε στα δικαστήρια τις αντίπαλες δισκογραφικές. Από περίεργη σύμπτωση, και η άλλη (πρώτη) μεγάλη επιτυχία του Βαγγέλη με τους Aphrodite’s διασκευή ήταν, σε κλασικό θέμα του Πασελμπέλ.
H θεότρελη φαντασίωση του Vangelis
Ελάχιστοι ξέρουν τι είναι ο Jeronimo για τον οποίο, στο τέλος του κομματιού, ακούγεται και μια υστερική κραυγή (από τη φωνή του Παπαθανασίου): Ο Βαγγέλης είχε από μικρός μια τρελή φαντασίωση: να μπορούσε να καλωδιώσει με κρυφά μεγάφωνα όλες τις πολυκατοικίες της Αθήνας και μια νύχτα ν' ανέβει με το μικρόφωνο κι ένα γιγαντιαίο ενισχυτή στον Λυκαβηττό και να ουρλιάξει «Τζερόνιμοοοοοοοοο», για να δει χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείπουν πανικόβλητοι. Ήταν ίσως, μεταφορικά, η αντιπάθειά του για τις πολυκατοικίες της Αθήνας.
Αυτό το όνειρο μπορεί να μην το πραγματοποίησε ποτέ του, αλλά το έκανε ηχητική πραγματικότητα στο φινάλε της μεγαλύτερης επιτυχίας των Forminx.
Μια μέρα του Μαΐου 2022
Τον Βαγγέλη έχω να τον δω, να του μιλήσω κάποιες δεκαετίες, ίσως από τη «Μυθωδία» στο μνημείο, όταν πήγα στο καμαρίνι του, με υποδέχτηκε με το «αχ, κωλόφιδε!» -του γνώρισα την κόρη μου και τον εγγονό μου κι εκείνος σχολίασε «ρε γαμώτο, εγώ άργησα».
Δεκαετίες. Τότε γιατί νιώθω τον πόνο του θανάτου του τόσο κοντά, τόσο βαθιά; Αυτό το μυρμήγκιασμα στα δάχτυλα που δεν το ξεφορτώνεσαι ούτε εύκολα, ούτε σύντομα, που κρατάει ακόμη, σε μέρες που η τηλεόραση κάνει ακόμη όλο και λιγότερα αφιερώματα, που όσοι είχαν κάτι να πουν, μίλησαν. Που τον Βαγγέλη τον καμαρώνουν με ψεύτικη ή υποχρεωτική υπερηφάνεια ακόμη και πολλοί που δεν έχουν ιδέα ποιος ήταν, που δεν μπόρεσαν ποτέ να ακούσουν παραπάνω από δυο λεπτά της μουσικής του, αλλά δηλώνουν θαυμαστές της μεγαλοσύνης του.
Παγωμένες οι κουβέντες που ανταλλάσσουμε με τον Βασίλη Μπακόπουλο. Είναι ίσως ο τελευταίος των Μοϊκανών των 60s που μιλούσε με τον Βαγγέλη. «Μαγκωμένος» από τη Ν. Υόρκη μου ακούστηκε και ο Τζίμης Νταής. Του είχε πει ο Βλαβιανός για τον Βαγγέλη, το νοσοκομείο, τη διασωλήνωση, όσα ξέραμε κι εμείς οι ελάχιστοι, έξι μήνες τώρα. Έξι μήνες που κάθε μέρα ελπίζαμε ν’ ακούσουμε από το Παρίσι «ο Βαγγέλης βγήκε». Τελευταία ο Βαγγέλης ζητούσε να γυρίσει σπίτι, αφού είχε τελειώσει η ιστορία του κορωνοϊού. Και θα είχε γυρίσει, αν δεν τον πρόφταινε η ενδονοσοκομειακή λοίμωξη που βρήκε στόχο την καρδιά του.
«Σε λίγο» -καθησυχάζω τη θυμωμένη συνείδησή μου- «που ο Βαγγέλης δεν θα είναι πιασάρικο θέμα για την τηλεόραση. Σε λίγο, θα περάσει και το μυρμήγκιασμα στα δάχτυλα, θα γίνει ο πόνος πίκρα και θα περάσει κι αυτή».
Μια μέρα του '63 στο στούντιο ΕΡΑ
«Γράφουμε» τα ραδιοφωνικά γενέθλια της «Μεσημβρινής», όπως τα έχει παραγγείλει η κυρία Ελένη, το αφεντικό. Σκετσάκια με όλους τους σταρ του σινεμά. Τραγούδια σε πρώτη εκτέλεση. Μπητλς. Και ορχήστρα. Ο μαέστρος και κολλητός φίλος, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης, μου συστήνει τους μουσικούς που τους ξέρω άλλωστε όλους, εκτός από τον... «πώς σε λένε εσένα, φίλε μου;», «Βαγγέλη με λένε και παίζω βιμπράφωνο». Η πρώτη του φορά σε επαγγελματικό στούντιο, αλλά η περίεργη αύρα του δείχνει ότι ζει σε έναν κόσμο φτιαγμένο αποκλειστικά για εκείνον και κανέναν άλλο.
Τον ακούω να σολάρει στο μοτίβο τού L’ Ecole Est Fini, και το βιμπράφωνο κοντεύει να πάθει μεταλλική ανακοπή στα χέρια του. «Ρε συ Βαγγέλη», του λέω, «θα γίνεις φοβερός μουσικός». Ο Βαγγέλης γελάει με ένα ύπουλα κελαρυστό παιδικό γέλιο. «Τρελός παπάς σε βάφτισε», λέει με ψευτοεπίσημο ύφος, «η μουσική είναι χόμπι, εγώ θα γίνω ζωγράφος, τι διάολο τη θέλουμε τη Σχολή Καλών Τεχνών».
Rewind: Ένα βράδυ του 1959
Ο νεαρός σπουδαστής Βασίλης Μπακόπουλος σκοπεύει να περάσει ένα συναρπαστικό βράδυ με τους ήχους γνήσιας τζαζ. Ένα είδος που για να το ακούσεις, πρέπει να πας στην Ελληνοαμερικανική Ένωση όταν κάνει τέτοιες βραδιές. Oχι βεβαία live jazz, αλλά από δίσκους και μαγνητόφωνο, ένα συμβιβαστικό είδος ιεροτελεστίας, για πολύ εκλεκτικούς ακροατές που δεν βρίσκουν αλλού το «είδος».
Πλάι του κάθεται ένας Βαγγέλης, ψωνάρα σκέτη με την τζαζ. Πιάνουν κουβέντα, και φεύγουν μαζί, περπατώντας όλη τη διαδρομή προς τα Πατήσια. Άντε, να είχαν άλλους τρεις, θα μπορούσαν να φτιάξουν κουιντέτο.
Fast Forward: Forminx με διαλυτικά
Ο Βαγγέλης μού είχε εξομολογηθεί ότι φτάναμε στο τέλος των Forminx, γιατί «είχε καεί» δυο χρόνια τόσο έντονα, απρόβλεπτα, κορυφωμένα κάθε εικοσιτετράωρο. Δεν ήταν μυστικό πως ήταν εκείνος που υπέφερε με χορούς, ρεσιτάλ, δημόσιες εμφανίσεις. Κάθε φορά. Ο Βασίλης έπρεπε να του κάνει μασάζ για να βγει στη σκηνή. Κάθε φορά. Απεχθανόταν αυτού του είδους την επιτυχία, έλεγε συχνά «εγώ, ρε γαμώτο, θέλω μόνο να παίζω μουσική».
Το τέλος των Forminx το ήξεραν όλοι, όμως δεν ήταν όλοι σύμφωνοι ή έστω συμβιβασμένοι με τη δική του απόφαση, που όμως «τσιμεντώθηκε» το 1966 όταν ο χημικός/κιθαρίστας Βασίλης Μπακόπουλος έβαλε πλώρη για την Καβάλα, στην πρώτη του δουλειά, του χημικού μηχανικού, στα Λιπάσματα Καβάλας. Οι Forminx διαλύθηκαν ή, όπως γράφαμε εκείνο τον καιρό, «διέλυσαν», διαλύοντας και τη ζωή των πιστών τους followers και, φυσικά, το ταμείο της Music Box. Για μένα δεν ήταν σοκ, το περίμενα πολύ πριν αρχίσει η γκρίνια και οι διάδοχες καταστάσεις ήσαν ήδη στο προσκήνιο, από την «υιοθεσία» των Juniors μετά το δυστύχημα του Σουγιούλ, μέχρι τους We Five που αστραπιαία απέκτησαν το κοινό των Forminx αλλά και νέους θαυμαστές, εκείνους που δεν συμφωνούσαν απόλυτα με τον pop χαρακτήρα και βρήκαν rock έμπνευση στο νέο φοβερό πεντάστερο γκρουπ. Τον Βαγγέλη, μέχρι τη φυγή προς το άγνωστο, με Λουκά και Ντέμη, θα τον βρει κανείς να σολάρει στο «άντρο» του Μανώλη Μικέλη (που ο Βαγγέλης τον θαύμαζε,) το Galaxy του Athens Hilton «με το τρίο (!) Last Five, συνοδεύοντας την τραγουδίστρια Βάιολετ Μάι και την Βίλμα Λαδοπούλου. Μαζί του, ο Ντέμης Ρούσσος και ο Λουκάς Σιδεράς», στην πρώτη δηλαδή ανεπίσημη εμφάνιση των μετέπειτα Aphrodite’s.
Fasta Forward / Mια μέρα του 1976 (;) στο Λονδίνο
«Ναι, ο Vangelis σας περιμένει, περάστε». Τον βρίσκω απλωμένο χέρια-πόδια στα keyboards. Δεν είναι πια μόνο το παλιό, ιστορικό, στοιχειωμένο Hammond, είναι ένα ολόκληρο λίβινγκ ρουμ-στούντιο με μηχανήματα που η ταπεινή τους σκλαβιά είναι να ερμηνεύουν τον όγκο ήχων και μελωδίας, όσα κρύβει στον αλλόκοτο εγκέφαλό του, πίσω από το παμπόνηρο χαμόγελό του, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, τέως Forminx, τέως Aphrodite’s Child και νυν περιζήτητος συνθέτης, μπροστά στη βουλιμία του διεθνούς σινεμά. «Τι έγινε, κωλόφιδε;», μου λέει σαν να είχαμε μιλήσει και χθες. «Για να δω το δάχτυλο...», λέω και μου δείχνει υπερήφανος το μικρό δαχτυλάκι του δεξιού του χεριού, που έχει ανοίξει μια μεγαλύτερη διαδρομή -σαν ανάποδο L- χρόνια πασχίζοντας να πιάσει την άπιαστη νότα πάνω στα πλήκτρα.
Γεφυρωμένα αυτόματα τα χρόνια που είχαμε να βρεθούμε. Κωλόφιδος μια φορά, κωλόφιδος forever. «Τώρα που μένεις κι εσύ Λονδίνο, να βλεπόμαστε, έτσι;». Γνέφω «ναι» χωρίς να το πολυπιστεύω, αν και ήμουν σίγουρος ότι εκείνος το πίστευε.
Έχει έρθει η στιγμή που η βοηθός του θα πάει να μας φέρει καμιά εικοσαριά διαφορετικές γεύσεις παγωτό, όσο εμείς θα κάνουμε δημιουργικές μαλακίες στα πλήκτρα, όσο ο κυριούλης με το κοστούμι και το μεταλλικό βαλιτσάκι θα συνεχίσει να περιμένει υπομονετικά στο χωλ.
Ένα βράδυ σαν όλα τ' άλλα
Τελευταία είχαμε βρεθή περιέργως, οι Φόρμιγξ κι εγώ εν απαρτία. Είναι κάτι το σπάνιο, γιατί όποτε δώσουμε ραντεβού να βγούμε για κανένα σινεμά η κανένα παγωτό, όλο και κάποιος θα λείπη. Εκείνη την ιστορική ημέρα, μού τηλεφώνησε ο Βαγκ Ντε Παπατανάς, και μού είπε: «Το βράδυ τα παιδιά είναι όλα απασχολημένα, και θα είμαι μόνος μου. Δεν έρχεσαι άπ’ το σπίτι τής οικίας τού σπιτιού μου να ύπάγωμεν ανά τάς σινεμάδας;».
Τού είπα ότι ήταν τελείως αδύνατον, γιατί είχα πολλή δουλειά στο σπίτι (ήθελα να κοιμηθώ νωρίς). Πραγματικά, επειδή κάνω πάντα αυτό πού προγραμματίζω, στις 10 παρά κάτι βρισκόμουν σπίτι.(Στου Παπαθανασίου). 'Ο μπαμπάς τού Βαγγέλη, μού είπε:«' Ο Βάγγος δεν είναι σπίτι κι ούτε θα γυρίση." Όπου νάναι, όμως, θα έλθη ο Νίκος». Εκείνη την στιγμή άνοιξε ή πόρτα και μπήκε ο Βαγγέλης.«Καλησπέρα», είπε.«Ήρθα για να είμαι στο ραντεβού μας».«Μα εγώ σου είπα καθαρά δτι δεν πρόκειται να έρθω». 'Ο Βαγγέλης χαμογέλασε.«Γι’ αυτό ακριβώς ήμουν σίγουρος ότι θα έρθης».
Περιμέναμε λίγο τον Νίκο.«Είναι σίγουρο ότι θα έρθη;», ρώτησα τον Βαγγέλη.«Καθόλου σίγουρο», απάντησε αυτός.«Τότε θα έρθη οπωσδήποτε». Εκείνη την στιγμή άνοιξε ή πόρτα και μπήκε ο Νίκος. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, όπως κάνουμε πάντα. Και εγώ είπα: «Δεν πάμε κανένα σινεμά;».
(Όπως το είχα περιγράψει στους «Μοντέρνους Ρυθμούς», λέξη προς λέξη και με ορθογραφία και στίξη της εποχής.)
Το αποτύπωμα σε φιλμ
Στην ηλικία του μεσουρανήματος του Βαγγέλη και των Forminx, η τηλεόραση έμοιαζε με φοβισμένο πεντάχρονο που διστακτικά βγάζει το κεφαλάκι του κάτω από την κουβέρτα και κοιτάζει με απορία τριγύρω, ανακαλύπτοντας τα μυστικά της σκοτεινής του κρεβατοκάμαρας. Γι' αυτό (με εξαίρεση κάποια σύντομα στιγμιότυπα σε ταινίες του Φίνου) σώζεται μόνο ένα αποτύπωμα του γκρουπ σε φιλμ, που γυρίστηκε στην πρώτη τους αθηναϊκή συναυλία, στο θέατρο «Κεντρικόν». Ήταν πια μετά το Jeronimo Yanka και η υστερία στην αίθουσα, παρόμοια μ’ εκείνη της Θεσσαλονίκης, επιβεβαίωνε τον θρύλο των «Ελλήνων Μπητλς». Το φιλμ εκείνο, παραγωγή του Γιώργου Λαζαρίδη, προβλήθηκε σαν «εκτός προγράμματος» σε πολλά σινεμά, όπου όμως σημειώθηκε ένα περίεργο φαινόμενο: Κοσμοσυρροή στο ταμείο και στην αίθουσα, αλλά δέκα λεπτά μετά, όταν είχε τελειώσει το φιλμ των Forminx, η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια!
Μια νύχτα του χειμώνα '67
Τυπικά είναι νύχτα, επειδή δεν έχει ακόμη ξημερώσει. Ο μοντέρνος καφενές που συχνάζουν τα γκρουπάκια έχει κλείσει, αλλά δυο καρέκλες γυρισμένες στυλ καου-μπόϊ «κοιτάζονται» ακόμη και έχουν ακόμη αναβάτες. «Κοίτα, το θέμα είναι πως θέλουμε τον Αργύρη, όμως ο Αργύρης θα πάει φαντάρος και δεν αστειεύεται η χούντα...». «Σσσσς, σιγότερα ρε». «Μόνοι μας είμαστε, ρε μαλάκα, δεν ακούει κανείς». «Οπότε, λες μόνο με τον Ντέμη και τον Λουκά...». «Εσύ τι λες, μάνατζέρ μου είσαι, πες μου ειλικρινά. Θα πεινάσουμε στο Λονδίνο;». «Κοίτα, γκρουπάκι με τέσσερις είναι διαφορετικό από ένα τρίο. Το τρίο είναι δύστροπο είδος». «Με πλακώνει η Ελλάδα όπως έγινε, ακόμη κι αν αλλάξουν γνώμη ο Λουκάς κι ο Ντέμης, εγώ θα φύγω». «Εσύ, μαλάκα μου, είσαι μια ολόκληρη ορχήστρα από μόνος σου». «Ναι, και έχει αρχίσει να μ’ αρέσει η ιδέα της μοναξιάς». Τον χτύπησα φιλικά στο μάγουλο. «Και μη νοιάζεσαι, θα σας δει ο David (Apps), του έχω μιλήσει, ξέρει τη μουσική σου και θα βοηθήσει...».
O Αργύρης Κουλούρης, φοβερός κιθαρίστας και υποψήφιος «Τέταρτος Aphrodite», έσμιξε με τον Βαγγέλη στην ηχογράφηση του «666.» Ήταν κι εκείνος «δικό μου παιδί», από τον καιρό των Minis, ενός από τα πολλά συγκροτήματα που έφτιαξα, ίσως υποσυνείδητα, σαν αντικατάσταση των Forminx, επιβεβαιώνοντας τη φράση της πιάτσας για μένα «αυτόν, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις...». Όμως «δικό μου» θεωρούσα και τον Λουκά, τόσο καλό ως ντράμερ, όσο και φοβερό, ζεστό, γεμάτο χιούμορ χαρακτήρα που ομόρφαινε όλα τα συγκροτήματα που κατά καιρούς «έμπαινε» και «έβγαινε». Για να καταλάβει κάποιος αυτά τα ατελείωτα μπες-βγες στα συγκροτήματα της εποχής εκείνης, έπρεπε να έχει ζήσει τη «Σόνια», ζαχαροπλαστείο της Λ. Αλεξάνδρας, όπου γίνονταν όλες οι μεταμεσονύκτιες «ζυμώσεις», με διαλύσεις συγκροτημάτων και νέα σχήματα, από τους πρωτεργάτες «δολοπλόκους» στους οποίους προέδρευε, συνήθως, ο αξέχαστος φίλος μας, ο Μάκης Σαλιάρης. Ιστορικά, στη «Σόνια» διαλύθηκαν ή φτιάχτηκαν τα περισσότερα ελληνικά γκρουπ.
Aνάμεσα στις αντίκες, 1965
«Κάνω ράλλυ με αντίκες, ο Φίνος θα γυρίσει ένα μικρού μήκους με σκηνοθέτη τον Τσιώλη, είσαι να γράψεις μουσική;». «Έλα ρε, σοβαρά;». «Κι ένα τραγούδι, να το πει σε ωραία αγγλικά η Ζωίτσα;». «Έχεις στίχο;». «Όχι, γράψε εσύ ένα γρήγορο, στυλ ξέρεις, παλιομοδίτικο και θα γράψω εγώ τους στίχους». «Όχι, γράψε εσύ τους στίχους και μετά γράφω εγώ τη μουσική». Ο Βαγγέλης πήρε εικόνες κλασικών αυτοκινήτων και τις μετασχημάτισε σε μουσική, διασκευάζοντας ακόμη και το «Στο Ζάππειο, μια μέρα» με τον σύγχρονο, δικό του κυρίαρχο ήχο.
Μια νύχτα του 1964, στην «Αργώ»
Εκεί που τρώω την τρυφερή entrecote, με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον οργανίστα της «χορευτικής ορχήστρας» και μου φαίνεται γνωστός. Ρε αυτός δεν ήταν που έπαιξε βιμπράφωνο με τον Θεοδοσιάδη; Δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό, πάω από πάνω του και του σφυρίζω «αυτό ήταν που θα γινόσουν ζωγράφος, ρε;». Ο οργανίστας σκάει στα γέλια και στο διάλειμμα κάθονται μαζί μου ο Βαγγέλης κι ο «ψηλός», ο αδελφός του ο Νίκος, μάνατζερ της «ορχήστρας». Μου λέει «εσύ έχεις ραδιόφωνο και περιοδικά, εμείς έχουμε τη μουσική. Θες να αναλάβουμε παρέα το συγκρότημα;». «Όχι όμως με 7 μουσικούς, ε;», αντιλέγω και με βεβαιώνει πως το συγκρότημα είναι πέντε μόνο, αλλά έχουν κατά καιρούς και guest μουσικούς, τον Καλλίρη όταν ο Βασίλης πήγε φαντάρος, τον Ευγνώμονα στα κρουστά, τον Θύμιο για ιταλικό ρεπερτόριο. Ο πυρήνας όμως είναι οι πέντε τους. Γκρουπάκι pop ελληνικό, αλλά τρομάζω στη σκέψη ότι αν τα τραγούδια είχαν ελληνικό στίχο, θα τα κορόιδευαν. Όχι, κανένα πρόβλημα, εμείς θα έχουμε αγγλικό στίχο. Αναστεναγμός ανακούφισης. «Έχετε όνομα για το γκρουπ;». «Ναι» λέει ο Βαγγέλης. «Forminx.» «Α-πί-θα-νο», λέω, «και διεθνώς πιασάρικο». «Μας βάφτισε ο θείος του Βασίλη. Φόρμιγξ, αρχαίο ελληνικό έγχορδο. Το αναφέρει και ο Όμηρος!». Ούτε που το είχα ακούσει. Και στα τριγύρω τραπέζια, δεν πιστεύω ότι υπήρχε έστω και ένας που να ήξερε τη φόρμιγγα.
Όταν γνώρισα και τους υπόλοιπους, άρχισα να κατανοώ τον δραματικό ρόλο που παίζει η λέξη «παρέα» στα μουσικά συγκροτήματα. Σκόκος, Αρνής, Παπασταμάτης, Μπακόπουλος είχαν τη στάμπα του χιούμορ, του ατέρμονου πειράγματος, της απόλυτης συνεννόησης και της καλής πρόθεσης. Δεν αργήσαμε να γίνουμε ένα, όμως ένιωθα παράξενα προστατευτικός για το γκρουπάκι, ακόμη κι όταν τους πήγα στο πατάρι του Music Box (έναντι Ταχυδρομείου Συντάγματος) να γνωρίσουν τον τζέντλεμαν Μαρτέν Γκεσάρ και τη «σιδηρά κυρία» Μαρίκα, τη σύζυγο και εγκέφαλο της επιχείρησης. Εκεί βρέθηκα στη μέγγενη, από τη μια η πίστη μου στο Music Box, συνεργάτης τους και «παντρεμένος» με τη φίρμα, και από την άλλη η τρυφερότητα που ένιωθα για τους Forminx. Κάπου τα δυο παντρεύτηκαν κρυφά, μέσα μου, και «τα παιδιά» βρέθηκαν στο στούντιο να ηχογραφούν (για μονοφωνικό 45αράκι) το Ah Say Yeah και την πίσω όψη, όπου εγώ έλεγα γνωστά ανέκδοτα για ελέφαντες και το συγκρότημα έπαιζε twist. Ήταν τότε σαν να βάζαμε αναμμένα κεριά σε τούρτα από μπαρούτι. Οι Forminx έδωσαν εναρκτήριο λάκτισμα σε ένα γήπεδο όπου σύντομα μπήκε ολόκληρη η χώρα, έτσι που κάθε γειτονιά να έχει από ένα «γκρουπ» και οι δισκογραφικές να κάνουν αγώνα δρόμου, με υποψήφια «ανταγωνιστικά» των Forminx συγκροτήματα.
Το φοβερό '65
Αν μετρούσα ποτέ τις χρονιές με ώρες δουλειάς, το 1965 θα ήταν τρία χρόνια συμπυκνωμένα σε καμιά τρακοσαριά μερόνυχτα. Βάση μου και παθιασμένος μου έρωτας, η «Μεσημβρινή», όμως έγραφα σε μισή ντουζίνα περιοδικά και η φορητή μου «Ολιβέττι» έμπαινε σε αεροπλάνα, αυτοκίνητα και τρένα και ο ήχος από τα πλήκτρα της ήταν φόντο σε συνεντεύξεις, συναυλίες, ηχογραφήσεις, κλαμπ. Ήμουν αχαρτογράφητα ο Έκτος Φόρμιγγας, μάνατζερ, μέντορας, promoter και όλα αυτά δωρεάν. Έπαιρνα μόνο μέρισμα από τις συναυλίες και τα στιχουργικά μου δικαιώματα, αλλά δεν πήρα ποτέ μια δραχμή από τις αμοιβές του γκρουπ σε κλαμπ, ή από την παραγωγή στους δίσκους. Ίσως ο Νίκος Παπαθανασίου, που τράβαγε όλη τη «λάτρα» της ομάδας, να είχε μια κάποια αμοιβή.
Και η δουλειά με τους Forminx πολλαπλασιαζόταν με γεωμετρική πρόοδο καθώς έγιναν περιζήτητοι σε κλαμπ, δεξιώσεις και συναυλίες, ακόμη και σε «ζωντανές» ραδιοφωνικές εκπομπές («Ο Απίθανος Κόσμος του Ταμ-Ταμ») όσο ο Βαγγέλης «υπέφερε» όλο και περισσότερο, με μια τέτοια «επιτυχία-καταδίκη».
Στην κάψα τέτοιας φρενίτιδας ψήθηκε σωστά και η φιλία μας με όλους, αλλά πολύ ιδιαίτερα με τον Βαγγέλη. Ήταν άτυπα αρχηγός του γκρουπ, χωρίς ποτέ να το... ξέρει, και όσο άλλοι μουσικοί μάθαιναν τη Farfisa, ο Βαγγέλης έσκαβε βαθιά τον ήχο του πανάκριβου (τότε) Hammond, φτιάχνοντας τη μουσική που έκρυβε στο κεφάλι του τόσα χρόνια. Ραδιόφωνα, κλαμπ, θέατρα, Παλαί Ντε Σπορ πλημμύρισαν από αυτόν τον ήχο-brand του γκρουπ και κάθε φορά που ο «νουβέλ Βαγκ» άπλωνε τα δάχτυλα στα πλήκτρα, ήξερες ότι θα διέψευδε τον μεγάλο Μπετόβεν που είχε πει «...κάθε φορά που βάζω την πρώτη νότα στο πεντάγραμμο, είμαι σίγουρος ότι είναι δικό μου δημιούργημα, όταν βάλω και τη δεύτερη, ξέρω πως κάποιος το έχει κάνει πριν από μένα».
Καλωσόρισες έρωτα
Ο Βαγγέλης με τις groupies, τις ταξιαρχίες θηλυκών που μας ακολουθούσαν από πόλη σε πόλη, από δίσκο σε δίσκο, που παρακαλούσαν τον ρεσεψιονίστα του ξενοδοχείου να τις αφήσει να ανέβουν στο δωμάτιο του Βαγγέλη, ο Βαγγέλης ερωτεύτηκε. Κι όπως όλα τα άλλα στη ζωή του, με παραλυτική δόση πάθους. Η Βίλμα Λαδοπούλου ήταν τόσο καταλυτική στη ζωή του ορκισμένου εργένη, που μετά τις δέκα το βράδυ τον Βαγγέλη δεν μπορούσες να τον πάρεις τηλέφωνο, η γραμμή βούιζε μέχρι τις επτά το πρωί. Επειδή όταν ο Βαγγέλης δεν ήταν με τη Βίλμα, ήταν στο τηλέφωνο και της διάβαζε παραμύθια όλη νύχτα.
Ένα άλυτο FILMYΣΤΗΡΙΟ
Οι Forminx γύρισαν και μια ταινία, σε σενάριο Νίκου Τσιφόρου, που άρχισε να τη σκηνοθετεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, όμως όταν είδαν τα γυρίσματα της πρώτης εβδομάδας, παραγωγός (Φαφούτης) και Forminx αποφάσισαν ότι ο μετέπειτα εθνικός μας σκηνοθέτης δεν θα τελείωνε ποτέ το φιλμ. Ίσως είχαν δίκιο, γιατί επί μία εβδομάδα ο Αγγελόπουλος τράβαγε... πόδια, φανερά επηρεασμένος από τον Λέστερ και το A Hard Day’s Night. Φέραμε τον Κώστα Λυχναρά να τελειώσει το φιλμ, γράφτηκαν ολοκαίνουργια τραγούδια γι' αυτό τον σκοπό, και με χίλια στανιά το φιλμ τελείωσε. Δεν το είδα ποτέ και κανείς από όσους γνωρίζω δεν το είδαν, αν και παίχτηκε μία και μόνη φορά στην ΕΡΤ γύρω στο ’85. Δεν ξέρω λοιπόν αν ήταν σκέτη αποτυχία ή έργο τέχνης (άλλωστε τα δύο είναι στενά συνδεδεμένα στο σινεμά), αλλά σίγουρα ήταν ιστορική συνάντηση ταλέντων σεναρίστα, σκηνοθετών και μουσικών. Το μυστήριο όμως είναι ότι ούτε κόπια, ούτε αρνητικό αυτής της ταινίας υπάρχουν. Πώς γίνεται κάτι τέτοιο, εξηγείται μόνο με την ιστορία που έχω ακούσει και δεν έχω ακόμη αποφασίσει αν έχει βάση πραγματικότητας: Ότι, δηλαδή, ο Βαγγέλης που είχε αρχίσει να απαρνείται το pop παρελθόν του, ενοχλημένος από την εικόνα του στο φιλμ, αγόρασε από τον Φαφούτη τη μοναδική κόπια και το αρνητικό και τα... έκαψε!
Μέχρι σήμερα, η υπόθεση παραμένει μυστήριο, ο Βαγγέλης δεν επιβεβαίωσε την ιστορία και, φυσικά, το φιλμ που δεν υπήρξε ποτέ όσο κι αν έψαξα, όπως κι αν έψαξα, δεν βρέθηκε. Αν έπρεπε εγώ να αποφασίσω, θα έλεγα πως μια τέτοια βίαια πράξη δεν θα μπορούσε να την έχει κάνει ένας άνθρωπος τόσο τρυφερός και πονετικός, όσο ο Βαγγέλης. Κι αν συνεχίζω να ψάχνω, είναι για να το βρω και να μην επιβεβαιωθεί ποτέ αυτή η άβολη εκδοχή.
Βαγγέλης vs Vangelis
«Ποιος ήταν και ποιος έγινε;», με ρώτησαν. Απλή η απάντηση: ο Βαγγέλης της νιότης μας ήταν ένα παιδί βαθύτατα ερωτευμένο με τη μουσική, μεγαλωμένο σε ένα σπίτι γεμάτο αγάπη, όμως το ίδιο, παιδί ανεξάρτητο, αποφασιστικό, τρυφερό, αγαπησιάρικο, απόλυτο σε όσα πίστευε. Η ειλικρίνειά του τρόμαζε πολλούς, απωθούσε μερικούς, αλλά ο Βαγγέλης δεν έκανε ποτέ «δημόσιες σχέσεις», και κατά έναν περίεργο τρόπο απεχθανόταν την επιτυχία όταν την εισέπραττε από το λάθος προϊόν (εμπορικά τραγουδάκια) ή από τους λάθος ανθρώπους. Φοβερή παρέα, πολύ γέλιο, αυτοσαρκασμός, λατρεία στις γυναίκες που ποτέ δεν τις κυνηγούσε, ίσως επειδή τον κυνηγούσαν εκείνες. Ήταν ένας φίλος που όλοι θα ήθελαν να έχουν και που όσοι τον είχαν ήσαν τυχεροί.
Εκείνος ο Βαγγέλης, όταν έγινε o παγκόσμιος Vangelis των Όσκαρ, του Blade Runner, της διεθνούς αναγνώρισης, πέρα από τους λατινικούς χαρακτήρες στο όνομά του, δεν άλλαξε τίποτα. Έμεινε ολόιδιος, νοιαζόταν πάντα τους φίλους του, βοηθούσε επιλεγμένα εκεί που άξιζε/έπρεπε, του άρεσε μεν να έχει «αυλή» από συνήθως άχρηστους ανθρώπους αλλά μόνο επειδή τους αποδεχόταν ως απαραίτητο σύμπτωμα του rock star status, ένα ακόμη τούνελ που το πέρασε αλώβητος στην τοξικότητά του. Και γευόταν την επιτυχία, μόνο όταν την εισέπραττε από προϊόν που ο ίδιος αγαπούσε. Καθόλου παράδοξο ότι ο Βαγγέλης, όλα αυτά τα χρόνια, δεν έμαθε ποτέ ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει νότες. Ήταν όμως ο ίδιος ένας τεράστιος πανίσχυρος μετασχηματιστής, που μεσολαβούσε ανάμεσα στις μουσικές εικόνες του εγκεφάλου του και στα όσα μπορούσαν -σε χρόνο μηδέν- να κάνουν τα δάχτυλά του πάνω στα πλήκτρα.
Δεν ξεπέρασε ποτέ τη φοβία του για τα αεροπλάνα -και επί Forminx, ο Βασίλης του κρατούσε το χέρι στη διάρκεια της πτήσης, μέχρι που αγόρασαν ένα βανάκι για τις μετακινήσεις τους.
Ο παγκόσμιος Vangelis ήταν πάντα προσβάσιμος στους παλιούς φίλους και όσοι τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν δεν ξεπέρασαν ποτέ την απορία τους πώς ο Vangelis, ένας άνθρωπος βαρυφορτωμένος με ταλέντο, έμπνευση, επιτυχία και διασημότητα, δεν καβάλησε ποτέ το καλάμι αλλά διατήρησε άκοπα και χωρίς προσπάθεια όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματα του Βαγγέλη.
Μοιραία ήταν η κατηγορηματική άρνησή του να μπει στο χειρουργείο για μια χρόνια τυραννική δισκοπάθεια που, σταδιακά, οδήγησε το ένα πόδι του σε παράλυση, έτσι που ο Βαγγέλης, χωρίς υποστήριγμα, δεν μπορούσε ούτε μέσα στο σπίτι να κινηθεί. Δραπέτευε όμως από τον πόνο, με ατέλειωτες ώρες «μουσικοθεραπείας». Στη συνήθως ψυχρή και απόκοσμη ηλεκτρονική μουσική, ο Βαγγέλης έβαλε ανθρώπινη πρωτεΐνη, έβαλε το αισθαντικό DNA του που είχε και πόνο και ηρωισμό, και την έκανε κατανοητή και προσιτή ακόμα και σε ένα κοινό που με καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να την καταλάβει.
Mια μέρα του 1976 (;) στο Λονδίνο (συνέχεια)
Κάποια στιγμή που έχουμε μπαφιάσει από παγωτά και απόπειρες ηλεκτρονικής σαχλαμάρας, ρωτάω «ο κυριούλης που περιμένει ποιος είναι;». «Ναι, ρε γαμώτο», δαγκώνεται ο Βαγγέλης, «τον είχα ξεχάσει, είναι από την General Motors, θέλουν μουσική για το νέο τους διαφημιστικό». «Κι εσύ δεν έχεις καν σκεφτεί, ε;». «Λες και θέλει πολλή σκέψη για είκοσι δεύτερα μουσική, έλα ρε». Ο Βαγγέλης καλωσορίζει τον κυριούλη, ο κυριούλης ρωτάει αν μπορεί να ακούσει τη μουσική, ο Βαγγέλης του λέει «ναι, έτοιμη είναι», βάζει τα χέρια του στα πλήκτρα και ξεπηδάει μια φανταστική μελωδία, τίποτα που να είχα ήδη ακούσει τόσα χρόνια, original μέχρι το κόκαλο. Ο κυριούλης ενθουσιάζεται, ο Βαγγέλης του γράφει τη μουσική σε tape, o κυριούλης αφήνει το βαλιτσάκι και φεύγει με πολλά thank you. «Στο βαλιτσάκι τι έχει;», ρωτάω. Ο Βαγγέλης χαμογελάει αφελοπόνηρα. «Μπα, τίποτα σπουδαίο. Διακόσιες χιλιάδες λίρες».
Τhe End
O καρκίνος διεκδίκησε πρόωρα τον Κώστα Σκόκο. Ο Σωτήρης πνίγηκε, ίσως από ανακοπή, εκεί που κολυμπούσε. Ο Τάσος Παπασταμάτης πέθανε από ασιτία, μόνος του σε ένα νοικιασμένο διαμέρισμα, όπου τον βρήκαν σε σήψη. Οκτώ χρόνια πριν, έφυγε από τους δικούς του, ο άλλος προσφιλής μου Παπαθανασίου, ο Νίκος, από καρκίνο στον εγκέφαλο. Ήταν όλοι αγαπημένοι φίλοι, χαριτωμένοι άνθρωποι, άξιοι μουσικοί, καλοί οικογενειάρχες.
Στη μνήμη τους και στη μνήμη του Βαγγέλη, τούτο το down memory lane οδοιπορικό, με τις ολόψυχες, ολόκαρδες ευχές μου στον Βασίλη, μόνο επιζώντα των θρυλικών Forminx, να γίνει αργά και μελωδικά 100 χρόνων και να θυμάται πάντα τρυφερά τον καλύτερο φίλο που είχε στη ζωή του.