Διαβάσαμε το νέο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου «Η ανέγγιχτη», ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τον λευκό γάμο του Νίκου Καζαντζάκη με την πρώτη του σύζυγο Γαλάτεια, που προσπαθεί να εξηγήσει τη σεξουαλική αποχή του θρυλικού Έλληνα συγγραφέα, αλλά και να καταρρίψει τις φήμες ότι ήταν ανίκανος.
Ο Καζαντζάκης έχει στοιχειώσει το φαντασιακό μας. Με την ευκολία του να μπαινοβγαίνει από το Χόλιγουντ στο Άγιο Όρος, με τη φημολογούμενη σεξουαλική του ανικανότητα, με τον αναθεματισμό του από την εκκλησία ως αιρετικό, με τη φιλία του με τον Σικελιανό, με την νιτσεϊκή κοσμοθεωρία του, με τον Ζορμπά και τα λοιπά αριστουργήματά του που τον έφεραν εννέα φορές ως υποψήφιο στο κατώφλι του βραβείου Νόμπελ.
Λογικό και επόμενο λοιπόν ένα νέο βιβλίο, ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του, αλλά κυρίως από την πικάντικη ιστορία για τη σεξουαλική του αποχή του από το γάμο του με την πρώτη του σύζυγο, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, να προκαλεί αμφίθυμες αντιδράσεις και συναισθήματα.
Οι αποκαλύψεις της Γαλάτειας Καζαντζάκη ξανά στο προσκήνιο
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: το 1957 η Γαλάτεια Καζαντζάκη πικραμένη από την τεράστια επιτυχία του πρώην συζύγου της με την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» από τον Ζυλ Ντασέν, γράφει ένα βιβλίο με τίτλο «Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι» στο οποίο αποκαλύπτει ότι στα δεκαπέντε χρόνια που διήρκεσε ο γάμος τους ο Καζαντζάκης δεν την είχε αγγίξει ερωτικά. Η αποκάλυψη αυτή της κλειδαρότρυπας προκάλεσε σάλο. Η κριτική, φίλοι, γνωστοί, κατακεραύνωσαν και απομόνωσαν την εκδικητική πρώην σύζυγο για την αμετροέπειά της, όμως όσα είχε ισχυριστεί έβαλαν φωτιά στα κουτσομπολιά και τις σπέκουλες οδηγώντας σε μια παραφιλολογία που δεν είχε προηγούμενο.
Συγγραφείς, δημοσιογράφοι, βιογράφοι αρχίσαν να σκαλίζουν το θέμα, να δίνουν τις δικές τους εκδοχές και ερμηνείες: Ήταν ανενεργός σεξουαλικά ο Καζαντζακης επειδή ήθελε να αγιάσει; Τον είχε χτυπήσει στα αχαμνά ένα μουλάρι όταν ήταν μικρός και είχε μείνει ανίκανος; Ή απλώς τιμωρούσε την Γαλάτεια που τον είχε εξαναγκάσει πιεστικά να την αποκαταστήσει επειδή το Ηράκλειο της Κρήτης είχε αρχίσει να βοά που την είχε σπιτωμένη κι αστεφάνωτη στην Αθήνα; Γιατί εμφανιζόταν με διάφορες άλλες γυναίκες αφήνοντας υπονοούμενα ότι ήταν ερωμένες του; Γιατί δεν απέκτησε ποτέ παιδιά ούτε με τη δεύτερη σύζυγό του; Για όλα αυτά τα ερωτήματα και για άλλα πολλά που έχουν ακουστεί γύρω από τον μύθο του Καζαντζάκη, έχουν γραφτεί εκατοντάδες άρθρα, πολλά βιβλία όπως το καυστικό δοκίμιο «Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός» της Λίλης Ζωγράφου που τον απομυθοποιεί με ατάκες όπως η γνωστή βιτριολική: «O Καζαντζάκης βάζει με μεγάλη ευκολία τους ήρωές του να απαρνιούνται δύο αγαθά που ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ: το σεξ και τον πλούτο», ακόμα και επιστημονικές διατριβές όπως αυτή της καθηγήτριας του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, Μαριέττας Ιωαννίδου, με τίτλο «Νίκος Καζαντζάκης: Υμνητής της Γυναίκας ή Μισογύνης;».
Ο Ραπτόπουλος αναζωπυρώνει ένα παλιό σκάνδαλο για να υπερασπιστεί τον ανδρισμό του Καζαντζάκη
Με αφορμή αυτή την πολύκροτη σεξουαλική αποχή του Καζαντζάκη ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος, στο νέο του μυθιστόρημα με τον προβοκατόρικο τίτλο «Ανέγγιχτη», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος, ρίχνει λάδι στη φωτιά φουντώνοντας ένα παλιό σκάνδαλο που δεν λέει τελικά να κοπάσει.
Γιατί όμως σε μια χρονιά όπου το έργο του Καζαντζάκη θα συστηθεί ξανά σε ένα πιο νεανικό κοινό, μέσα από την απόκτηση των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου του από τις εκδόσεις Διόπτρα, οι οποίες θα φέρουν τα βιβλία του σε επαφή με το νεότερο κοινό, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος παρακολουθεί τον συγγραφέα του Ζορμπά, μέσα από την κλειδαρότρυπα; Το μυθιστόρημά του «Ανέγγιχτη» προσεγγίζει σκανδαλωδώς με όρους αφήγησης σε τηλεριάλιτι την προσωπική ζωή ενός θρύλου ή προσπαθεί να αποκαταστήσει την ερωτική φήμη του θρυλικού συγγραφέα της Ασκητικής και του Ζορμπά;
Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο προκατειλημμένος, βέβαιος ότι θα έρθω αντιμέτωπος με ένα μυθιστόρημα κλειδαρότρυπας. Δυο πράγματα ενίσχυσαν αυτή την εικόνα: Αφενός, η επιλογή του τίτλου που λειτουργεί σαν εύφλεκτο υλικό, αλιεύοντας αναγνώστες στα θολά νερά ενός ξεθυμασμένου (;) ερωτικού σκανδάλου και, αφετέρου, η επιλογή του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει ονόματα μυθοπλασίας για τους ήρωες, φροντίζοντας όμως να εξηγήσει από το οπισθόφυλλο κιόλας ότι το έργο είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη και της πρώτης του συζύγου, Γαλάτειας.
Σχετικά με την επιλογή των ονομάτων, μπορώ να κατανοήσω αυτό που εξηγεί ο ίδιος ο συγγραφέας στις συνεντεύξεις του, ότι δηλαδή η μη χρήση των αληθινών ονομάτων του έδινε μια δημιουργική ελευθερία να παίξει όπως εκείνος επιθυμούσε με τη μυθοπλασία. Σεβαστό και κατανοητό. Σχετικά όμως με την επιλογή όχι απλώς να χρησιμοποιήσει ως κράχτη τη θεματική της σεξουαλικής αποχής του Καζαντζάκη από τον γάμο του με την Γαλάτεια, αλλά να χτίσει ουσιαστικά ολόκληρο το βιβλίο πάνω σε αυτή, υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις καθώς υποσκάπτουν τη δουλειά που έχει κάνει ο συγγραφέας ως προς την έρευνα που κρύβεται πίσω από το βιβλίο. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, το όχι και τόσο πειστικό εύρημα του Ραπτόπουλου να βάλει την Γαλάτεια Καζαντζάκη να γράφει μετανιωμένη ένα νέο βιβλίο, λιγότερο εκδικητικό αυτή τη φορά, όπως ενημερώνει η ίδια στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, δημιουργούν μια αμηχανία που υποσκάπτει διαρκώς το μυθιστόρημα. Υπάρχουν στιγμές που η 80χρονη αφηγήτρια μοιάζει σαν να έχει βγει με γυρισμένη πλάτη στην κάμερα για να κάνει τις σοκαριστικές της αποκαλύψεις σε τηλεριάλιτι. Αρχικά το βιβλίο με έκανε να αισθάνομαι σαν να παρακολουθώ μια προσέγγιση τηλεψυχολόγου που κάνει διάγνωση εξ αποστάσεως σε μεσημεριανή εκπομπή, χωρίς να φτάνει σε κάποιο ουσιαστικό βάθος. Λες και όλη αυτή η αναμόχλευση ενός παλιού σκανδάλου είχε ως στόχο της απλώς να επαναφέρει το κοινό σε μια σκουριασμένη από καιρό κλειδαρότρυπα μιας πετσικαρισμένης πόρτας που τρίζει ενοχλητικά.
Μια γυναίκα στην κόλαση ενός ανέραστου γάμου
Η μυθιστορηματική από πολλές απόψεις ζωή του Καζαντζάκη -υπάρχουν πολλοί συγγραφείς στην Ελλάδα που έφτασαν μέχρι το Χόλιγουντ και ταυτόχρονα να παραμένουν πιστοί σε μια πεζογραφία με υψηλές λογοτεχνικές αξιώσεις που αγγίζει τη φιλοσοφία, τη θεολογία και τις λοιπές ευγενείς επιστήμες;- θα προσφερόταν για μια επιστημονική, άρτια ιστορική έρευνα, για μια τεκμηριωμένη βιογραφία ή και γιατί όχι, υπό προϋποθέσεις, για ένα ατμοσφαιρικό ιστορικό μυθιστόρημα που θα φώτιζε πολυπρισματικά την προσωπικότητα του Καζαντζάκη και της Γαλάτειας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως έχουμε ένα μυθιστόρημα, από έναν έμπειρο και καταξιωμένο συγγραφέα, που η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κατά τη γνώμη μου, δεν του επιτρέπει να φτάσει σε βάθος αφού ως αφηγηματική τεχνική έχει όρια. Όποτε ο Ραπτόπουλος επιχειρεί να μπει σε βάθος στην ιστορία -στις πιο καλές στιγμές του βιβλίου- αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο, αμφίθυμο, αντιμέτωπο με μια ηρωίδα μπερδεμένη, που φαίνεται ελαφρώς αναξιόπιστη, η οποία άλλοτε μιλά σαν παντογνώστης βιογράφος και άλλοτε σαν πληγωμένη, χολωμένη πρώην σύζυγος.
Από την αρχή, από την πρώτη κιόλας σελίδα, η αφηγήτρια, η Μελίνα Καστρινάκη, δηλαδή η Γαλάτεια Καζαντζάκη όπως την παρουσιάζει ο Ραπτόπουλος, μιλά χρόνια μετά εμμονικά για τον λευκό γάμο της με τον Αλέξανδρο Καστρινάκη, δηλαδή το Νίκο Καζαντζάκη. Σε πολλά σημεία μάλιστα η γραφή γίνεται ακατέργαστη, προφορική, σχεδόν τόσο πρωτόγονη που ξενίζει: ειδικά ο (άκομψος) διάλογος του ζευγαριού, όπως τον φαντάστηκε ο Ραπτόπουλος, πάνω από ένα καμινέτο στο οποίο βράζει ο Καζαντζάκης νερό για τσάι: «Ξαφνικά, κοιτώντας τον που κρατούσε το μπρίκι πάνω στη φωτιά κάπως αφηρημένα και χωρίς να συνειδητοποιεί τι ακριβώς κάνει, τον ρώτησα με ένα σπαρακτικό ύφος, όλο παράπονο: “Αλέξανδρε γιατί με αποφεύγεις; Δε με θες πια; Λόγω του γάμου; Επειδή πιέστηκες να παντρευτούμε; Εκείνος άρχισε το γνωστό τροπάρι για την υπέρβαση του ερωτικού ενστίκτου προς όφελος της πνευματικότητας. Και, σχεδόν στα καλά καθούμενα, μου λέει: “Το ξέρεις ότι ο Ωριγένης, ένας Αλεξανδρινός θεολόγος και ερμηνευτής των Γραφών, είχε κόψει τα γεννητικά του όργανα, προκειμένου να ανέβει το σπέρμα του στην κεφαλή του και να γίνει πνεύμα;”. Σαν έτοιμη από καιρό, και μη θέλοντας να αφήσω τίποτα να πέσει χάμω, έσπευσα να του απαντήσω, αποστομώνοντάς τον: “πρώτον ο Ωριγένης σου δεν τα έκοψε μόνος του, αλλά του τα έκοψαν!”».
Μια απολαυστική αφήγηση που σώζει τα τρωτά του βιβλίου
Ωστόσο, το βιβλίο έχει και αρετές: η αφήγηση του Ραπτόπουλου έχει τη γνωστή άνεση που κάνει το κείμενο να ρέει και να διαβάζεται ευχάριστα. Φυσικό χάρισμα αυτό για έναν συγγραφέα, να διαβάζεις και να αντιλαμβάνεσαι ότι ο αφηγητής δεν κουβαλάει στην πένα του το άχθος της γραφής, ότι δεν κοπιάζει ακόμα κι αν όντως το κάνει, αλλά αντίθετα απολαμβάνει να λέει ιστορίες, να τις μοιράζεται αβίαστα, να γραπώνει την προσοχή του αναγνώστη.
Η εμπειρία του συγγραφέα να κινείται μέσα στα ιστορικά δρώμενα της σύγχρονης Ελλάδας, κρατώντας την προσωπική ματιά του ήρωά του προσηλωμένη στον τόπο και το χρόνο όπου κινείται η αφήγηση, χαρίζει στο βιβλίο όσα η βασική ιδέα της πρωτοπρόσωπης εξομολόγησης της πρώην συζύγου τού στερεί.
Ο Καζαντζάκης παρουσιάζεται σαν ένας δειλός νέος που φοβόταν τον πατέρα του, έναν «σκληρό, αγέλαστο, άκαμπτο χωριάτη, ο οποίος επιπλέον ήταν μέθυσος». Η Γαλάτεια, κατά το βιβλίο του Ραπτόπουλου, εκβίασε τον Καζαντζάκη να την παντρευτεί, για να κοπάσει το σούσουρο στο νησί ότι την είχε αστεφάνωτη και σπιτωμένη. Τον εκβίασε ότι θα τον εξέθετε στους φίλους του από την άτυπη φιλολογική λέσχη των εκδόσεων Ηρακλής. Εκείνος, κλαίγοντας με λυγμούς, δέχεται να την παντρευτεί.
Ο Καζαντζάκης παντρεύεται υπό πίεση την Γαλάτεια σε μια μισοσκότεινη, ζοφερή εκκλησία σε ένα νεκροταφείο στο Ηράκλειο, για να αποφευχθεί το σούσουρο και για να μην φτάσει το νέο στον πατέρα του που τον έτρεμε. Μέσα η νύφη, δίπλα σε κάτι στεφάνια απο μια πρωινή κηδεία που δεν πρόλαβε να μαζέψει ο νεωκόρος και απ έξω μια χαροκαμένη μάνα που θρηνεί πάνω στο νωπό χώμα ενός τάφου τον ανήλικο γιο της. Νεκρός γάμος...
Το μυθιστόρημα «Ανέγγιχτη» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου προσεγγίζει με όρους αφήγησης σε τηλεριάλιτι την προσωπική ζωή ενός θρύλου ή προσπαθεί να αποκαταστήσει την ερωτική φήμη του θρυλικού συγγραφέα της Ασκητικής και του Ζορμπά;
Ο πατέρας του Καζαντζάκη όμως έμαθε τα νέα και έξαλλος που ο γιος του τον αγνόησε και δεν ζήτησε την ευχή του πήγαινε κάτω από το σπίτι του τυπογράφου, εκδότη εφημερίδας και βιβλιοπώλη πατέρα της Γαλάτειας και τύφλα στο μεθύσι το πετροβολούσε. Όλα αυτά ο Ραπτόπουλος τα αποδίδει πολύ δυνατά, με την αφηγηματική δεινότατα που χαρακτηρίζει τη γραφή του, με το ψυχρό αίμα και την αποστασιοποίηση μιας ισορροπημένης λογοτεχνίας, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς.
Καζαντζάκης: Γοητευτικός εραστής ή κοσμοκαλόγερος;
Με μια παρένθεση όπου η ροπή στον ασκητισμό και την σεξουαλική αποχή του Καζαντζάκη προσπαθούν να εξηγηθούν κάπως μπερδεμένα και αντιφατικά, όλο το βιβλίο από τη μέση και μετά, μέχρι το τέλος, είναι μια υπεράσπιση για το πόσο λειτουργικός ήταν ο ανδρισμός του με όλες τις γυναίκες που γνωρίζει εκτός από την Γαλάτεια και ένα κορίτσι στη Βιέννη που πριν τη συναντήσει για να περάσουν τη νύχτα μαζί παθαίνει μια αναφυλαξία στο πρόσωπο που τον παραμορφώνει τρομακτικά. Από τη μια περιγράφεται ως ένας άντρας με ψυχοσωματικά που επειδή θεωρεί τον σαρκικό έρωτα αμαρτία, αρρωσταίνει και παραμορφώνεται εξαιτίας μιας δερματικής ψυχογενούς πάθησης που γεμίζει το πρόσωπό του με πύον (το επεισόδιο στη Βιέννη όπου τον κουράρει ένας μαθητής του Φρόιντ), και από την άλλη ως ένας ακαταμάχητος γοητευτικός άντρας που σε κάθε ταξίδι του γνωρίζει κι από μια μοιραία γυναίκα με την οποία έχει ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις χωρίς κανένα ψυχοσωματικό. Η λίστα των γυναικών είναι μακρά και καταγράφεται προς υπεράσπιση του ανδρισμού του: η δασκάλα αγγλικών Κάθλιν Φορντ που ήταν η πρώτη του ερωτική επαφή, η Ράλα-Ραχήλ, η Ιτκα, η Ελσα Λάνγκε, η Ρέιτσελ Λιπστάιν κ.ά.
Γιατί η σεξουαλική ζωή του Καζαντζάκη σκανδαλίζει ακόμα;
Τελείωσα το βιβλίο με τα ανάμεικτα συναισθήματα να γίνονται απορία: γιατί στο δαίμονα ένας συγγραφέας σαν τον Ραπτόπουλο που τον έχει διανύσει το δρόμο του και έχει πληρώσει ήδη από την πρώτη του νιότη τα «Διόδια» σε αυτό που λέμε καλή ελληνική μεταπολιτευτική λογοτεχνία, να μπει στη διαδικασία να ασχοληθεί με την αγαμία ενός θρύλου ή με την σεξουαλική του λειτουργικότητα; Από τον βίο του Καζαντζάκη δεν υπήρχε τίποτα πιο δυνατό από το σεξ (την παρουσία ή την απουσία του) ώστε να γίνει ο βασικός άξονας του μυθιστορήματος;
Αν το βιβλίο είχε να προσθέσει κάτι καινούριο σε όλο αυτό, πάσο. Η «Ανέγγιχτη» όμως δεν ξεφεύγει από την κλειδαρότρυπα, δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω σε μια παλιά ιστορία, δεν φωτίζει καμία νέα πτυχή. Η άποψη του Ραπτόπουλου, όπως προκύπτει τόσο από το βιβλίο όσο και από σχετικές συνεντεύξεις του ίδιου, ότι ο Καζαντζάκης δεν ήταν σεξουαλικά ανίκανος, αλλά ότι απείχε σεξουαλικά γιατί ήθελε να έρθει πιο κοντά στον Θεό, να οδηγηθεί στη θέωση, καταδικάζοντας μια γυναίκα που τον επιθυμούσε σε έναν λευκό βασανιστικό γάμο, δεν αποδίδεται πειστικά στο μυθιστόρημα. Όσο κι αν η αφήγηση σε κρατάει, απότοκο της μακράς εμπειρίας του συγγραφέα και της αδιαμφισβήτητης αφηγηματικής του δεινότητας, όλη αυτή η θεωρία περί θέωσης δεν στηρίζεται επαρκώς, γιατί σε άλλα σημεία του βίου αλλά και του βιβλίου αυτός ο ασκητισμός δεν εμποδίζει τον Καζαντζάκη να συνάπτει ολοκληρωμένες σαρκικές ερωτικές επαφές με άλλες γυναίκες.
Μπορεί το σεξ -ή η απουσία του- στα χρόνια της Λούλας, και των ανδρικών περιοδικών τύπου Playboy, να πουλούσε, να σοκάριζε, να τραβούσε την προσοχή, αλλά στα χρόνια των Millennials η εμπορευματοποίησή του ή η λογοτεχνική αξιοποίησή του έχει φτάσει στο σημείο να θεωρείται απλώς ένα πατριαρχικό κιτς που έχει ξεπεραστεί. Ποιον σοκάρει το 2022, με τη no gender κουλτούρα να έχει αλλάξει τα πάντα, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό απο το lifestyle μέχρι τις νοοτροπίες, με τα diversities να μονοπωλούν στα εναπομείναντα επιδραστικά έντυπα περιοδικά όπως η Vogue, με τις πασαρέλες στη μόδα να κυριαρχούνται από νέα μοντέλα μιας ασεξουαλικής αισθητικής; Ποιον αφορά, πέρα από τη σφαίρα του κουτσομπολιού, η προσωπική επιλογή ενός ανθρώπου να κάνει ή να μην κάνει σεξ; Να είναι ενεργός ή να απέχει από τα ερωτικά δρώμενα; Ποιον ιντριγκάρει, εκτός από τον αναγνώστη της κλειδαρότρυπας, αν ήταν ανέγγιχτη η Γαλάτεια στα δεκαπέντε χρόνια του λευκού γάμου της με τον Καζαντζάκη, ή αν εκείνος τελικά είχε ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις με άλλες γυναίκες; Στην εποχή μας, περισσότερο θα αφορούσε μια κοινωνιολογικού τύπου προσέγγιση για το πόσο καταπιέζονταν στα χρόνια του Καζαντζάκη, άνδρες και κυρίως γυναίκες από την πατριαρχική μηχανή κονιορτοποίησης των κοινωνικών συμβάσεων, πράγμα που είχε κάνει, για παράδειγμα, η πολύ μπροστά από την εποχή της Λιλή Ζωγράφου στο σπουδαίο μυθιστόρημά της «Η Συβαρίτισσα». Ένας αναγνώστης του σήμερα περισσότερο θα αναρωτιόταν όχι γιατί ένας άνδρας αποφασίζει να αγνοήσει ερωτικά τη γυναίκα που έχει επιλέξει να παντρευτεί, αν το κάνει για να οδηγηθεί στη… θέωση ή γιατί είναι ανίκανος, αλλά κυρίως γιατί αυτή η γυναίκα έχει καθίσει να υποστεί αυτή την απόρριψη δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ενώ τον επιθυμεί και βασανίζεται. Ποια κοινωνική πίεση, ποια νοοτροπία, ποια δεσμά, οδήγησαν αυτή τη γυναίκα να ανέχεται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα μια σχέση που της δημιουργεί κρίσεις πανικού και άγχους; Ποια είναι η ψυχοσύνθεση η το κοινωνικό background που την κάνει να ανέχεται μια τέτοια βία; Σε τίποτα από όλα αυτά δεν απαντάει το βιβλίο. Η «Ανέγγιχτη» εστιασμένη στην προσπάθεια του συγγραφέα να συνομιλήσει μόνο με το σύμπαν του Καζαντζάκη και να υπερασπιστεί τον ανδρισμό του, τελικά δεν συνομιλεί καθόλου με την εποχή μας. Και αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι, αν τελικά έπρεπε να διαβάσει κάποιος ένα μυθιστόρημα που απλώς αναπλάθει το βιβλίο της Γαλάτειας ή τα βιβλία του Καζαντζάκη χωρίς να τα περνά μέσα από ένα σημερινό φίλτρο, γιατί να μην διαβάσει απευθείας αυτά;