Ήταν 18 Ιουλίου του 1976 όταν η 14χρονη Νάντια Κομανέτσι άφηνε άφωνη την υφήλιο κατακτώντας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ το πρώτο απόλυτο δεκάρι με το πρόγραμμά της στις ασύμμετρες δοκούς.
Στη συνέχεια των Αγώνων, η Κομανέτσι κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια, απέσπασε άλλες έξι φορές την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία και εκτοξεύτηκε στη σφαίρα του θρύλου, μετατρεπόμενη παράλληλα στο απόλυτο όπλο διεθνούς προπαγάνδας για το καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου. Αλλά με ποιο τίμημα κέρδισε τη φήμη;
Τρεισήμισι δεκαετίες μετά τα κατορθώματά της στον Καναδά, ένα βιβλίο αποκαλύπτει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τη συστηματική σωματική και ψυχολογική κακοποίηση που υφίστατο από τον διάσημο προπονητή της, Μπέλα Καρόλι, και τη γυναίκα του και την επί 24ώρου βάσεως παρακολούθησή της από τη μυστική αστυνομία του καθεστώτος, τη διαβόητη Securitate.
Βασιζόμενο σε αποχαρακτηρισμένα πλέον αρχεία της Σεκουριτάτε, το βιβλίο του Ρουμάνου ιστορικού Στεγιαρέλ Ολάρου, με τίτλο «Nadia and the Securitate», παραθέτει λεπτομερώς τα βάσανα της έφηβης Κομανέτσι, προκειμένου να μαζέψει μετάλλια, βραβεία και διακρίσεις για λογαριασμό του δικτάτορα της πατρίδας της.
Η ασφυκτική παρακολούθηση της Κομανέτσι από τη Σεκουριτάτε
«Ήταν μόλις 13 ετών όταν άρχισαν να την παρακολουθούν, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι το 1989, όταν διέφυγε από τη χώρα», εξηγεί ο Ολάρου, που είχε μεν ερευνήσει εκτεταμένα και στο παρελθόν τα αρχεία της μυστικής αστυνομίας, αλλά έπαθε σοκ όταν διαπίστωσε πόσους ανθρώπινους πόρους και υλικοτεχνικά μέσα κινητοποίησε το καθεστώς Τσαουσέσκου για να ελέγχει την «Κορίνα» -η κωδική ονομασία που είχε δώσει η Σεκουριτάτε στην Κομανέτσι τη δεκαετία του 1970.
Από την ημέρα που η μικρή γυμνάστρια άρχισε να διακρίνεται στην πατρίδα της μέχρι τη στιγμή που κατάφερε να ξεφύγει από τους διώκτες της και να περάσει λαθραία πεζή τα σύνορα με την Ουγγαρία και να ζητήσει καταφύγιο στη συνέχεια στις ΗΠΑ, σχεδόν όλες οι κινήσεις της και πολλές από τις ιδιωτικές της συνομιλίες παρακολουθούνταν και καταγράφονταν.
Μικρόφωνα είχαν εγκατασταθεί σε κάθε σπίτι όπου ζούσε η ίδια και η οικογένειά της, ενώ μια στρατιά πληροφοριοδοτών -ανάμεσά τους και ο προπονητής της Ολυμπιακής ομάδας γυμναστικής της Ρουμανίας, Καρόλι, αξιωματούχοι της ομοσπονδίας και δημοσιογράφοι που συνόδευαν στα ταξίδια της στο εξωτερικό την αποστολή- φρόντιζαν να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ο Τσαουσέσκου και η γυναίκα του, Έλενα, τι σχεδίαζε να κάνει η κορυφαία αθλήτρια της χώρας, Κομανέτσι.
Ένας από τους στόχους αυτής της επιχείρησης, λέει ο Ολάρου, ήταν να αποτραπεί τυχόν απόδραση της Κομανέτσι στο εξωτερικό, ή απαγωγή της από «εξωτερικές εχθρικές δυνάμεις», όπως φοβόταν το παρανοϊκό καθεστώς, ή να αυτομολήσει στη Δύση κατά τη διάρκεια διοργανώσεων που γίνονταν στην άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος.
Οι συγκρούσεις σε κάποιες περιπτώσεις ανάμεσα στη Νάντια και τον προπονητή της την ωθούσαν να το σκάει από τις προπονήσεις, αλλά πάντα η Σεκουριτάτε την εντόπιζε και τη γύριζε πίσω.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ηγετικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρουμανίας, περιλαμβανομένου του ζεύγους Τσαουσέσκου, παρενέβησαν προσωπικά για την αποκλιμάκωση των εντάσεων, ώστε να επιστρέψει η Κομανέτσι στον Καρόλι ή να ανατεθεί σε άλλους προπονητές, ώστε να συνεχίσει να φέρνει μετάλλια και δόξα στο καθεστώς.
Αλλά υπήρχαν κι άλλοι λόγοι γι’ αυτή την ασφυκτική παρακολούθηση: το καθεστώς ήθελε να διασφαλίσει ότι η Κομανέτσι δεν θα χαλαρώσει και θα επιμείνει στον αδιανόητα λιτό τρόπο ζωής που απαιτείτο για να παραμείνει στην κορυφή.
Οι αθλήτριες έτρωγαν οδοντόκρεμα για βραδινό -Τα περιστατικά λιμοκτονίας
Μια άλλη πηγή ανησυχίας ήταν η ένταση στις σχέσεις της Κομανέτσι με τις συναθλήτριές της και τον Καρόλι. Η έφηβη γυμνάστρια είχε απαυδήσει με τις απάνθρωπες μεθόδους του προπονητή της, που συνήθιζε να χτυπά και να προσβάλλει τις γυμνάστριες όταν αποτύγχαναν και τις ανάγκαζε να συνεχίζουν ακόμη και τραυματισμένες τις προπονήσεις, αψηφώντας τις συστάσεις των γιατρών. Ο Καρόλι τις αποκαλούσε «παχιές αγελάδες» και «γουρούνια», ενώ αποσπούσε μέρος των χρηματικών βραβείων που κέρδιζαν σε διαγωνισμούς.
«Χτυπούσαν τα κορίτσια μέχρι που μάτωναν οι μύτες τους και τα τιμωρούσαν με ασκήσεις μέχρι που κατέρρεαν από την εξάντληση», έγραψε ένας πληροφοριοδότης το 1974.
Σύμφωνα με τον Ολάρου, «η λιμοκτονία των αθλητριών ήταν μια συνήθης πρακτική από τους Καρόλι. Τα κορίτσια πεινούσαν τόσο πολύ, που έτρωγαν οδοντόκρεμα το βράδυ πριν κοιμηθούν. Σε κάποιες περιπτώσεις συζητούσαν το ενδεχόμενο να πιουν κρυφά νερό από την τουαλέτα, επειδή δεν τους επιτρεπόταν να πιουν νερό. Κάποιες κατέληξαν να πάσχουν από βουλιμία και απέκτησαν ειδικότητα στην κλοπή τροφίμων, τα οποία έκρυβαν εκεί όπου πίστευαν ότι ουδείς θα τα ανακαλύψει, όπως στο στρίφωμα της κουρτίνας».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου αναπαράγεται η αναφορά ενός πληροφοριοδότη για όσα είπε η Κομανέτσι σε ιδιωτική της συζήτηση, όπου σημείωσε ότι υποχρεωνόταν να παραμένει στη σάουνα «μέχρι που ένιωθε να αρρωσταίνει» και ότι μια φορά ο Καρόλι της απαγόρεψε το φαγητό για τρία 24ωρα προκειμένου να χάσει βάρος και να μπορέσει να μετάσχει σε αγώνες.
Οι ψυχροί υπολογισμοί του καθεστώτος
Παρά τα περιστασιακά ξεσπάσματά της που επηρέαζαν τις προπονήσεις της, η Κομανέτσι παρέμεινε πηγή δόξας για το καθεστώς μέχρι την αποχώρησή της μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980, όπου κατέκτησε άλλα δύο χρυσά μετάλλια.
«Άλλες αθλήτριες θα είχαν αποπεμφθεί από την εθνική ομάδα, αλλά η Νάντια ήταν εξαίρεση. Η Ρουμανία τη χρειαζόταν επειδή η Έλενα (Τσαουσέσκου) ήθελε τα μετάλλιά της», γράφει ο Ολάρου, εξηγώντας την ανεκτικότητα ενός κατά τα άλλα απάνθρωπου καθεστώτος απέναντι στην Κομανέτσι.
Η κατάσταση της Κομανέτσι επιδεινώθηκε όταν ο Καρόλι και η γυναίκα του -επίσης προπονήτρια- Μάρτα αυτομόλησαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια διεθνούς περιοδείας το 1981. Φοβούμενο μήπως η Νάντια ακολουθήσει τα βήματά τους, το καθεστώς ενέτεινε την ήδη αποπνικτική παρακολούθηση.
Στο μεταξύ, η Κομανέτσι έχει αναπτύξει ερωτικό δεσμό με τον αγαπημένο γιο των Τσαουσέσκου, τον Νίκου, πράγμα που ενέτεινε την εμμονή της Έλενας με τη νεαρή ταλαντούχα γυναίκα, που πάντα υποπτευόταν. Όλα αυτά οδήγησαν το καθεστώς στο να περιορίσει δραστικά τα ταξίδια της Κομανέτσι στο εξωτερικό, εκτός από το ταξίδι της το 1984 στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, όπου παρακολούθησε τον τελικό στη γυμναστική. Όταν οι κάμερες πρόβαλαν το πρόσωπό της στις γιγαντοοθόνες του σταδίου, το πλήθος των 80.000 θεατών άρχισε να ζητωκραυγάζει, όπως και εκατομμύρια άλλοι τηλεθεατές ανά την υφήλιο που είχαν εκστασιαστεί με τις επιδόσεις της προ οκταετίας στο Μόντρεαλ. «Ούτε που μπορούσαν να φανταστούν τι περνούσε ή πώς επιβίωνε με μηνιαίο μισθό 150 δολαρίων», σχολιάζει ο Ολάρου.
Μετά την αποχώρησή της από τη γυμναστική το 1984, η Κομανέτσι έγινε «κρατούμενη στην ίδια της τη χώρα», αφού μόνο σε ελάχιστα κομμουνιστικά καθεστώτα τής επιτρεπόταν να ταξιδεύει. Κατάφερε, ωστόσο, να διαφύγει στην Ουγγαρία το 1989 και από εκεί στην Αυστρία και στη συνέχεια στις ΗΠΑ, όπου ζήτησε άσυλο. Η απόφασή της προκάλεσε σοκ στο καθεστώς, που έτρεμε τα ρεπορτάζ των διεθνών ΜΜΕ, ότι ήταν «ανυπόφορο ακόμη και για τους προνομιούχους».
Η τελευταία γνωστή έκθεση της Σεκουριτάτε για την Κομανέτσι φέρει ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1989, δύο μέρες δηλαδή πριν από την πτώση του Τσαουσέσκου. «Η Νάτια όχι μόνο δεν ήταν προνομιούχα, όπως την παρουσίαζαν την εποχή εκείνη, αλλά ένα θύμα του καθεστώτος», γράφει ο Ολάρου για τη νεαρή «επαναστάτρια» και «μαχήτρια, που μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της μετά τα βάσανα που υπέστη. Έκανε ό,τι έκανε για να δώσει σάρκα και οστά στις φιλοδοξίες της».