Οι μπήτνικς, στην δεκαετία του 1950 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας 1960, αποτελούσαν την μεταπολεμική και αντισυμβατική γενιά, που αναζητούσε μέσα από το ταξίδι και την Τέχνη, την ουσία της ζωής και την απροσδιόριστη «Αλήθεια».
Ο Jack Kerouac από το 1948 είχε ονομάσει beat generation τους κοινωνικά αποστασιοποιημένους και ανήσυχους νεολαίους. Η λέξη beat, είχε και την έννοια του ρυθμού της τζαζ μουσικής, αλλά κυρίως την έννοια του χτυπήματος, περιγράφοντας έτσι μια «χτυπημένη γενιά» από τις αμαρτίες των προηγούμενων αλλά και από δικές τους αστοχίες και πάθη. Το «χτύπημα» αυτό βγάζει και ένα Ουρλιαχτό, που απέδωσε το 1956, ο βασικός εκπρόσωπος της μπητ γενιάς, Άλλεν Γκίνσμπεργκ (Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου κατεστραμμένα από την τρέλα...)
Στα 1958, ο δημοσιογράφος Herb Caen, στην λέξη beat προσθέτει την κατάληξη –nik (από τον Sputnik το ρώσικο διαστημόπλοιο), με διάθεση μειωτική, υπονοώντας ότι οι beats «ταξίδευαν στον κόσμο τους» και ότι ήταν κομμουνιστές. Παραδόξως, ο όρος, επικρατεί και υιοθετείται από τους νεαρούς ταξιδευτές οι οποίοι από τότε ονομάζονται μπήτνικς.
Οι πρώτοι μπήτνικς εμφανίζονται στην Αμερική, και ταξιδεύουν παντού μεταλαμπαδεύοντας την κουλτούρα τους. Έτσι μέχρι και το 1966, βρίσκουμε πολυάριθμους μπήτνικς και στις δύο μεγάλες πρωτεύουσες, Παρίσι, Λονδίνο. Στο Λονδίνο, τους οδηγεί η γοητεία της Βρετανικής εισβολής, στο Παρίσι, ο μύθος του Σηκουάνα.
Σε μία σειρά από σπάνιες φωτογραφίες του Σίμου Τσαπνίδη, βλέπουμε μπήτνικς στην όχθη του Σηκουάνα. Τόσο το ύφος, όσο και το ντύσιμό τους είναι αντισυμβατικό. Είναι φανερό, ότι δεν τους ενδιαφέρει να ντυθούν σύμφωνα με την mainstream μόδα. Παραδόξως όμως, το anti fashion αυτό στυλ, με παντελόνια σωλήνες, ενίοτε καπέλο ημίψηλο και κυριαρχία του μαύρου, δημιουργεί μια νέα μόδα.
Σε μία φωτογραφία, βλέπουμε έναν μπήτνικ να κοιμάται στην όχθη του Σηκουάνα (1965). Είναι πρωί και ο νεαρός έχει ανασηκώσει το πουλόβερ γιατί ενοχλείται από τον ήλιο. Στον τοίχο κάτω από 4 χαραγμένες νεανικές μορφές είναι γραμμένη η λέξη: beatniks.
Σε φωτογραφία που τραβά ο Σίμος Τσαπνίδης το 1960 στην κεντρική πλατεία της Κοπεγχάγης, βλέπουμε τρεις μπήτνικς με ημίψηλα καπέλα. Παίζουν κιθάρα, και τραγουδούν προφανώς γιατί έτσι έβγαζαν και τα έξοδα για το μεγάλο ταξίδι.
Κιθάρα βλέπουμε και σε παρέα μπήτνκς που απαθανατίζει ο Σίμος το 1965 σε δρόμο του Παρισιού. Οι νεαροί κάθονται στο πεζοδρόμιο και μοιάζουν να βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικό κόσμο από εκείνον που διάγουν οι καλοντυμένοι διαβάτες.
Σε φωτογραφία του 1966, καταγράφεται και στιγμιότυπο από δράση των μπήτνικς στο Θέατρο La Chimere (Παρίσι). Η ταμπέλα μας πληροφορεί πως είναι «Οι Φίλοι της Ζωής (Les Amis de la Vie)» και ότι διοργανώνουν Εβδομάδα Μπήτνικς.
Οι μπήτνικς είναι ένα ακόμη όνομα της νεανικής κουλτούρας που στην ουσία της διαχρονικά, παραμένει αναλλοίωτη. Η ζωή στο δρόμο, το περίφημο on the road που περιγράφει ο Kerouac είναι προφανές ότι δεν είναι δικό τους εφεύρημα. Από παλιά, και στην Ελλάδα ακόμα, εμφανίζονταν «δραπέτες» από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι Λιποτάκτες, για παράδειγμα, όπως περιγράφονται από τον Γιάννη Θεοδωράκη, οι Ανεύθυνοι προηγούμενα, και οι Υπαρξιστές, έχουν οπωσδήποτε την εκδήλωση τόσο του beat, όσο και του nik στοιχείου.
Το ταξίδι για τους μπήτνικς παρέμενε βασικός και απροσδιόριστος προορισμός, μέχρι να αντικατασταθεί από το επόμενο και επίσης απροσδιόριστο ταξίδι των χίπις.
Στο λιμάνι του Όσλο, έκπληκτος ο Σίμος – όπως περιγράφει στο ημερολόγιό του- βρίσκει σκηνές μπητνίκων ταξιδιωτών το 1960. Φωτογραφίζεται με ένα ζευγάρι μπητνίκων, μπροστά στη σκηνή που έχει στήσει και ο ίδιος, αφού και αυτός είναι περιπλανώμενος ταξιδιώτης.
Credits – Όλες οι φωτογραφίες Σίμος Τσαπνίδης © Μ.Νταλούκας.