Ένα συναρπαστικό ταξίδι στη ζωή του θρυλικού Μπέμπη, του βιρτουόζου του μπουζουκιού που από τις φτωχογειτονιές της Φρεαττύδας κατέκτησε τις αθηναϊκές πίστες στα 60ies και μεγαλούργησε στην Αμερική, ξοδεύοντας το σπάνιο ταλέντο του στo αλκοόλ και στη νύχτα.
Ο Δημήτρης Στεργίου, ο περιβόητος Μπέμπης, ήταν το πιο διάσημο μπουζούκι του Πειραιά τις δεκαετίες του '50 και του '60, το αντίπαλον δέος του Μανώλη Χιώτη, ο εραστής της Μπέμπα Μπλανς, ο αντίζηλος της Σωτηρίας Μπέλλου και του Τέλλυ Σαβάλα που έβλεπαν την Μπλανς να τραγουδά και έλιωναν, ο άνθρωπος που έζησε στη νύχτα και έγινε θρύλος στα μπουζουξίδικα της Αθήνας και της Νέας Υόρκης, έχοντας όμως πίσω του σημαντικές σπουδές κλασικής μουσικής, μαγεύοντας ακόμα και την Κάλλας με τους αυτοσχεδιασμούς του.
Γεννημένος το 1927 στη γειτονιά του Αγίου Βασιλείου, στη Φρεαττύδα, σε μια ευκατάστατη για την εποχή οικογένεια -ο πατέρας του ήταν διευθυντής της εταιρείας «Γκιόλμαν», με κλασικές σπουδές στη μουσική που του είχαν εξασφαλίσει μια καλή θέση στην ορχήστρα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά- ο Δημήτρης Στεργίου, που έμελλε να γίνει διάσημος με το ψευδώνυμο Μπέμπης, ήταν ένας αριστοκράτης-μάγκας που σπούδασε κλασική μουσική αλλά τον κέρδισε το μπουζούκι.
Ήταν «ο Παγκανίνι του μπουζουκιού» σύμφωνα με τους Los Angeles Times
Ένα νέο βιβλίο, μια μυθιστορηματική βιογραφία του Θωμά Κοροβίνη με τίτλο «Μπέμπης» (εκδ. Άγρα), γίνεται η αφορμή για ένα συναρπαστικό ταξίδι στον Πειραιά του '30 και του '40, αλλά και στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού της μεταπολεμικής Ελλάδας που έκανε το μπουζούκι βάλσαμο για όλες τις κοινωνικές τάξεις -για την Τρούμπα και το Κολωνάκι, για τη Φωκίωνος Νέγρη και την Ομόνοια, για το λιμάνι και το σαλόνι, για την πίστα και τις δεξιώσεις-, σε μια χώρα που προσπαθούσε να βρει τα πατήματά της μετά από μια άγρια Κατοχή και έναν αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο.
Ο Θωμάς Κοροβίνης, ο πολυγραφότατος συγγραφέας του διάσημου μυθιστορήματος «Ο γύρος του θανάτου», γράφει όχι μια τυπική βιογραφία, αλλά έναν μυθιστορηματικό μονόλογο, ντυμένο με γλώσσα πλούσια, γεμάτη χυμούς από ντοπιολαλιές της εποχής - από την πειραιώτικη αργκό μέχρι ποντιακά και τούρκικα, αρβανίτικα και γαλλικά. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, σαν να παρακολουθείς έναν θεατρικό μονόλογο στη σκηνή ενός θεάτρου, την εξομολόγηση ενός ταλαντούχου αγοριού που έσκασε σαν κομήτης στην αθηναϊκή νύχτα και έσβησε στα 45 του χρόνια, ρημαγμένος από το αλκοόλ, μετά από μια ξέφρενη μουσική πορεία στην Αμερική, από το 1959 έως το 1965 που επέστρεψε στην Ελλάδα και καταστράφηκε μπαινοβγαίνοντας στα ψυχιατρεία -Αιγινήτειο, Μαρκομιχελάκειο, Δαφνί-, για αποτοξίνωση από το ποτό, μέχρι τον θάνατό του στις 24 Δεκεμβρίου του 1972.
Το μυθιστόρημα του Κοροβίνη, το οποίο έχει πίσω του μια τεράστια εξονυχιστική έρευνα σε κάθε είδους πηγές, αλλά και μια πλούσια βιβλιογραφία, έχει τη μορφή μιας εξομολόγησης, μιας εκ βαθέων πρωτοπρόσωπης αφήγησης, μάγκικης, πικάντικης και ταυτόχρονα ευαίσθητης και συγκινητικής. Χρησιμοποιώντας το τέχνασμα μιας φιλικής διήγησης, ο Μπέμπης εξιστορεί τη ζωή του σε έναν αδελφικό φίλο με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί στις αλάνες του Πειραιά.
Η επιλογή του πρώτου προσώπου δίνει μεγάλη λογοτεχνική αξία στο βιβλίο, καθώς η χειμαρρώδης αφήγηση, πότε μπρουταλιστική και αλήτικη και πότε παραληρηματική, έχει μια άγρια ποιητικότητα, εμπλουτισμένη με μια σπάνια -λαογραφικού τύπου- καταγραφή της εποχής του '40, του ΄50 και του '60.
Ωστόσο, αυτό γίνεται και τροχοπέδη στο βιβλίο, το οποίο δεν μπορεί να φτάσει στα βάθη ενός τριτοπρόσωπου μυθιστορήματος, καθώς το πρώτο πρόσωπο ως αφηγηματική τεχνική έχει μια σειρά από δυσκολίες και περιορισμούς που δεν επιτρέπουν στο κείμενο να μπει σε μια βαθύτερη ανάλυση της ψυχοσύνθεσης του ήρωα.
Έτσι, το βιβλίο μένει σε ένα μονοδιάστατο επίπεδο, σε κάποιες στιγμές μάλιστα ο συγγραφέας αναλώνεται σε μια άνευρη καταγραφή συνεργασιών, σαν αποδελτίωση της εργογραφίας και των εμφανίσεων του Μπέμπη (πού έπαιξε μπουζούκι, με ποιους συνεργάστηκε κ.λπ.), η οποία προκαλεί αμηχανία στον αναγνώστη. Εκεί, κάπου στη μέση, το βιβλίο κάνει μια κοιλιά, αλλά μετά από περίπου 20 σελίδες απογειώνεται ξανά, με τη συναρπαστική αφήγηση του Μπέμπη για τα χρόνια της Αμερικής και τον έρωτά του με την Μπέμπα Μπλανς.
Από τη Φρεαττύδα, στο Μανχάταν
Ο Μπέμπης δεν ήταν απλώς ένας άσος του μπουζουκιού. Ήταν ένας σολίστας που μέσα στο λαϊκό γλέντι έκανε κάτι ποιητικά άλματα από τον Μπαχ μέχρι την τζαζ. Είχε πίσω του σημαντικές σπουδές κλασικής και βυζαντινής μουσικής στο Ωδείο του Πειραιά. Παράλληλα, όπως όλα τα παιδιά της γειτονιάς του, ανδρώθηκε στους δρόμους, τριγυρνώντας και «αλητεύοντας» στην Τρούμπα, στο Μικρολίμανο, στο Πασαλιμάνι, μαθαίνοντας τι θα πει νύχτα απ' την καλή κι απ' την ανάποδη.
Το βιβλίο του Κοροβίνη μάς ταξιδεύει στον Πειραιά της Κατοχής, όταν ο Δημήτρης Στεργίου ήταν έφηβος. Οι γειτονιές γύρω από το λιμάνι, η Δραπετσώνα, η Κοκκινιά, η Αμφιάλη, τα Καμίνια, τα Ταμπούρια, τα Μανιάτικα, τα Υδραίικα, η Τρούμπα, σκιαγραφούνται μέσα από τις αναμνήσεις του Μπέμπη. Τα εργοστάσια του Παπαστράτου, τα ναυπηγεία, τα τσιμέντα του Ηρακλή, οι κλωστοϋφαντουργίες της Ρετσίνας, ο Κεράνης, οι ταρσανάδες του Περάματος, τα καΐκια και οι ψαράδες στο Πασαλιμάνι, ο Ολυμπιακός, τα προσφυγικά, τα μπακάλικα με βερεσέ, οι οίκοι ανοχής, οι μπακαλοταβέρνες με τη ζωντανή μουσική, οι ανύπαντρες κόρες που γίνονταν εργάτριες στις κλωστές Πεταλούδα και στις κλωστές Ντε Μι Σε, οι καβγάδες στα Μανιάτικα, τα φονικά για την τιμή, οι αλητείες στην Τρούμπα και οι έρωτες των ατίθασων κοριτσιών που σαν τη Στέλλα της Μελίνας -στην ταινία του Κακογιάννη- έντυναν τη φτώχεια σε έναν μανδύα λαγνείας για να ξεχαστούν και να νιώσουν για λίγο πριγκίπισσες.
Ο Δημήτρης Στεργίου, ως μαθητής ακόμα, μυείται στο μπουζούκι από έναν γέρο τυφλό Μικρασιάτη, σε ένα πανηγύρι στον Άγιο Διονύση, εκεί όπου δένουν τα πλοία της Κρήτης, στο Λιμάνι, και δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ. Έχοντας χάσει τον πατέρα του νωρίς (όταν εκείνος ήταν 13 ετών, ο πατέρας του βγήκε για ψάρεμα με μια μικρή βάρκα και πνίγηκε στα ανοιχτά της Πειραϊκής), ο Μπέμπης αναγκάστηκε να δουλέψει από μικρός για να βοηθήσει την οικογένειά του, τη μητέρα και την αδερφή του. Στις αρχές, μέχρι να φτιάξει το όνομά του και να γίνει περιζήτητος, δούλευε το πρωί δακτυλογράφος σε ένα συμβολαιογραφείο στην πλατεία Κάνιγγος και το βράδυ έπαιζε μπουζούκι σε ταβέρνες όπως ο «Διάβολος» στη Σολωμού 44.
Ντυμένος πάντα στην πένα, με καλοραμμένα κοστούμια και καλογυαλισμένα παπούτσια, από έφηβος παίρνει το μπουζούκι του και χτίζει μια εντυπωσιακή καριέρα που ξεκινά από τις φημισμένες ταβέρνες του Πειραιά, οι οποίες τότε είχαν ορχήστρα, και θα τον οδηγήσει στην κορυφή: στις μεγαλύτερες πίστες της Αθήνας και της Νέας Υόρκης. Σε αυτή τη διαδρομή, πρόσωπα γνωστά του λαϊκού τραγουδιού -ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μανώλης Χιώτης, η Μαίρη Λίντα, ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Μπέμπα Μπλανς (με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος), ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Μαρία Κάλλας, ο Τέλλυ Σαβάλας κ.ά.- μπαινοβγαίνουν στο αφηγηματικό κάδρο του Κοροβίνη, μέσα από στιγμιότυπα από τη ζωή του Μπέμπη.
Ο αριστοκράτης-μάγκας
Ο Μπέμπης, αν και είχε πολύ μικρή δισκογραφία, έκανε μόνο 28 ηχογραφήσεις -κι αυτές με το ζόρι-, έγινε γρήγορα γνωστός για τον συναρπαστικό τρόπο με τον οποίο έπαιζε το μπουζούκι σαν τζαζίστας, κάνοντας αυτοσχεδιασμούς, παντρεύοντας την παραδοσιακή ελληνική μουσική με κλασικά έργα του Μπαχ, του Mότσαρτ και του Αλμπινιόνι, συνδυάζοντας το λαϊκό τραγούδι με βυζαντινή μουσική και τούρκικους αμανέδες, περνώντας μέσα σε λίγα μόνο λεπτά με τεράστια ευκολία από τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη, στον Μωρίς Ραβέλ και στον Μπέλα Μπάρτοκ.
Το στυλ του αριστοκράτη-μάγκα που ξεκίνησε να λανσάρει όταν ακόμα έπαιζε μπουζούκι στον «Διάβολο» το εξέλιξε και το κράτησε μέχρι το τέλος. «Εκεί μέσα τους έκανα πολλά τρελά, όχι για φιγούρα, για το κέφι μου, στο "Διάβολο" δούλευα, διάβολος είμαι, διαβολικά έκανα, πάθαιναν την πλάκα τους οι πελάτες, έστηνα το μπουζούκι μου μπροστά, σε απόσταση απ' το κορμί μου, σα λαουτιέρης, και τους έκανα γυμναστικές επιδείξεις, ζογκλερίστικες, δικής μου εμπνεύσεως, έκτοτε το καθιέρωσα αυτό το στυλ του τζαμάζη (σ.σ. ακροβάτη), ξαφνικά, ανάμεσα στα λαϊκά, πατούσα τρίτη, και έχωνα ένα κομμάτι του Μότσαρτ, ή ένα προκλασικό, του Αλμπινιόνι, για ένα-δυο λεπτά, μπορεί μια φράση μελωδική απ' τον Τσακ Μπέρρυ, τους αχτύπητους μαύρους κιθαρίστες που άκουγα στο σπίτι με τις ώρες και έκλεβα κάτι από το στυλ τους [...] Τα έπαιζα έτσι ώστε να κολλάνε δίπλα στα χασάπικα και τις ρούμπες, εναρμονισμένα δηλαδή, ενσωματωμένα, να μην ακούγονται παράταιρα, πειραματιζόμουν και σε αυτοσχεδιασμούς πάνω σε μοτίβα ανατολίτικα, αραβικά ή τούρκικα, που ξεσήκωνα από σταθμούς».
Η φήμη του τον έκανε περιζήτητο, οι διάσημοι έκαναν ουρές για να τον ακούσουν, τον παραδέχονταν μεγάλοι συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης και, καθώς ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας, ψηλός, μελαχρινός και καλλίγραμμος, τον ερωτεύονταν οι λαϊκές τραγουδίστριες της εποχής και οι κυρίες της καλής κοινωνίας που κατέβαιναν με τη γούνα και τη γόβα όπου κι αν έπαιζε, είτε στα καταγώγια είτε στα μεγαλύτερα μαγαζιά, για να τον ακούσουν.
Η Αμερική, οι καβγάδες, το αλκοόλ, το πάθος με την Μπέμπα Μπλανς
Το 1959, όπως έκαναν εκείνη την εποχή οι περισσότεροι μπουζουξήδες, οργανοπαίκτες, τραγουδιστές -τα λαϊκά είδωλα-, ο Μπέμπης μπαίνει σε ένα υπερωκεάνιο στον Πειραιά και σαλπάρει για την Αμερική. Για περιοδεία ξεκινά, αλλά μένει έξι χρόνια, παίζοντας στα μεγαλύτερα music halls της Νέας Υόρκης, κάνοντας εμφανίσεις στο τηλεοπτικό δίκτυο CBS και ηχογραφώντας τραγούδια σε μεγάλες εταιρείες που είχαν τα στούντιό τους στη 8η λεωφόρο της Νέας Υόρκης.
Εκείνη την περίοδο, τραγουδώντας μαζί με τη Σεβάς Χανούμ, ξεκινάει έναν μυθικό καβγά μαζί της που έχει γράψει ιστορία. Λόγο στον λόγο, οξύθυμοι και οι δύο, διαφωνούν και σύντομα χάνουν τον έλεγχο, τόσο που ο Μπέμπης, σύμφωνα με την αφήγηση του Κοροβίνη, της φέρνει το μπουζούκι στο κεφάλι, ενώ οι θαμώνες πέφτουν στα τέσσερα για να μαζέψουν κομμάτια από το «ιερό» ξύλο του μαγικού μπουζουκιού του Μπέμπη...
Οξύθυμος, καβγατζής, παρορμητικός και ανυπάκουος, ο Μπέμπης δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Έχοντας ήδη αρχίσει να εθίζεται άσχημα στο αλκοόλ, χάνει συχνά τον έλεγχο. Αργεί στις πρόβες, χάνει ηχογραφήσεις γιατί τον πήρε ο ύπνος, πηγαίνει με το ζόρι σε σημαντικές συναντήσεις που αν τις κυνηγούσε θα απογείωναν ακόμα περισσότερο την καριέρα του, σε διεθνές επίπεδο. Σε ένα μεθύσι του επάνω ξεχύνεται στους δρόμους, τα χαράματα, με την είσπραξη της νύχτας στην τσέπη και μέσα στις λεωφόρους του Μανχάταν αρχίζει να πετάει τα χαρτονομίσματα στον αέρα και, περνώντας από τους άστεγους, σταματά και τα μοιράζει όλα. Είναι πλέον εκτός ελέγχου.
Ένα βράδυ μπαίνει η Κάλλας στο μαγαζί όπου τραγουδούσε στη Νέα Υόρκη, ο Μπέμπης σηκώνεται όρθιος, της παίζει μπουζούκι και τη μαγεύει. Ένας Παναμέζος μόδιστρος, καταξιωμένος στην Αμερική, τον ερωτεύεται και του προτείνει να αφήσει το μπουζούκι και να τον κάνει διάσημο μοντέλο.
Η παρέλαση των χολιγουντιανών αστέρων και των επιχειρηματιών, από τον Ελία Καζάν μέχρι τον Αριστοτέλη Ωνάση, δεν έχει τελειωμό. Οι celebrities και οι jet-setters έρχονται να τον δουν, να απολαύσουν, αυτό το φαινόμενο του μπουζουκιού για το οποίο παραμιλάνε όλοι, από κοντά.
Ο Τέλλυ Σαβάλας, όμως, τον εκνευρίζει άσχημα γιατί φλερτάρει απροκάλυπτα την Μπέμπα Μπλανς, που είναι το κορίτσι του. Ο Μπέμπης γίνεται... Τούρκος, αφηνιάζει, παίρνει το μπουζούκι και αρχίζει τις μπουζουκομαχίες με τον Σαβάλα, που κάθεται στα πρώτα τραπέζια. Τραγουδά σε έντονο ύφος ένα τραγούδι με νόημα για έναν άτιμο άνδρα που προσπαθεί να κλέψει τη γυναίκα ενός άλλου. Το λέει μία, το λέει δύο, το λέει τρεις, όλο το μαγαζί έχει παγώσει, και ο Σαβάλας σηκώνεται και φεύγει. Λίγο μετά, μέσα στο μεθύσι του, ο Μπέμπης ανακαλύπτει ότι ταυτόχρονα έχει εξαφανιστεί και η Μπέμπα Μπλανς.
Η χυμώδης λαϊκή τραγουδίστρια είναι η μεγάλη καψούρα του Μπέμπη. Και όχι μόνο. Για πάρτη της, όπως αναφέρει το βιβλίο του Κοροβίνη, η Σωτηρία Μπέλλου ένα βράδυ, τυφλωμένη από τον πόθο, βουτάει ένα μπουκάλι μπύρας, το σπάσει σε ένα τραπέζι και παραλίγο να κάνει φονικό γιατί ζήλεψε που ένας τύπος συνόδευε την Μπέμπα Μπλανς στο «Φαληρικόν» στην Ηπείρου.
Το άδοξο τέλος στον Πειραιά
Το 1965 ο Μπέμπης επιστρέφει στην Ελλάδα. Η κατάσταση της υγείας του έχει επιδεινωθεί ραγδαία εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ. Παντρεμένος πλέον με μια άλλη γυναίκα, την Ελένη, έχει αποκτήσει δύο κόρες, αλλά δυσκολεύεται να τις θρέψει, καθώς έχει ξοδέψει όλα τα χρήματα που είχε βγάλει από τις περιοδείες. Στο βιβλίο αναφέρει ο Κοροβίνης ότι έχει ξεπέσει τόσο που δεν μπορεί πια να κρατήσει σταθερά ούτε το μπουζούκι. Τα μαγαζιά που άλλοτε τον αποθέωναν του γυρνούν την πλάτη.
Στον Πειραιά, μάλιστα, τον πετυχαίνουν πεσμένο στα γόνατα να προσπαθεί να μαζέψει πεταμένες γόπες για να τις καπνίσει. Το αλκοόλ παραμένει ακόμα ο δαίμονάς του. Διαβάζουμε στη μυθιστορηματική βιογραφία του ότι ζητιανεύει για να αγοράσει καθαρό οινόπνευμα από το φαρμακείο, γιατί για ποτά δεν του φτάνουν πια τα λεφτά, και πίνει αυτό για να ξορκίσει τον δαίμονα που στο τέλος τον τρώει ζωντανό: Δαφνί, Δρομοκαΐτειο, Μαρκομιχελάκειο, Αιγινήτειο... Ο Μπέμπης μπαινοβγαίνει μάταια στα ψυχιατρεία για απεξάρτηση από το αλκοόλ, αλλά, στις 24 Δεκεμβρίου του 1972, πάνω σε μια κρίση, πεθαίνει. Μόλις 45 ετών, με μια διαδρομή πίσω του που του έδωσε άπειρες ευκαιρίες αλλά τις ξόδεψε όλες, μαζί με το σπάνιο ταλέντο του. Τις ξόδεψε στη νύχτα, στο ποτό, στον έρωτα, στο μπουζούκι, στο εφήμερο.