Πριν από 73 χρόνια, στις 22 Ιουνίου του 1949, γεννήθηκε η εμβληματική Αμερικανίδα ηθοποιός Μέριλ Στριπ. Η πολυβραβευμένη σταρ αναγνωρίζεται πλέον ως η σπουδαιότερη ερμηνεύτρια που έχει περάσει από τη μεγάλη οθόνη, αλλά ο δρόμος της προς τη δόξα ήταν στρωμένος με εμπόδια.
Ξεκινώντας την καριέρα της στα μέσα της δεκαετίας του 70', η Μέριλ Στριπ ήρθε αντιμέτωπη με μια Χολιγουντιανή βιομηχανία προσκολλημένη σε αναχρονιστικές αντιλήψεις, απρόθυμη να τιμήσει επάξια την μοναδική της συνεισφορά στην κινηματογραφική τέχνη.
Σε μια περίοδο που χαρακτηριζόταν από πικρές αντιδράσεις κατά του σχετικά νεόφερτου κινήματος του φεμινισμού, ο μιντιακός και δημόσιος διάλογος κυριαρχούνταν από έντονες διαφωνίες σχετικά με τους μεταβαλλόμενους ρόλους των φύλων, και την ιδέα της υπερ-γυναίκας που ισορροπούσε ανάμεσα στην οικογένεια και την καριέρα.
Παρόλο που η Αμερικανίδα ηθοποιός αντιστάθηκε επανειλημμένα στους ρόλους τόσο της superwoman όσο και της superstar, η πορεία της καριέρας της στη δεκαετία του 1980 στοιχειώθηκε από τα θηλυπρεπή αρχέτυπα βάσει των οποίων προσπαθούσαν να τη σμιλέψουν.
Η θηλυκότητα ήταν ένα ακανθώδες ζήτημα στον απόηχο του γυναικείου κινήματος, όπως υποδηλώνει η ταινία με την οποία η Στριπ έκλεισε τη δεκαετία του 1980, η φεμινιστική σάτιρα She-Devil (1989), στην οποία παρωδούσε μια υπερ-θηλυκή σελέμπριτι της οποίας ο πολυτελής τρόπος ζωής εξαυλώνεται από τον έγγαμο βίο και τη μητρότητα.
Η αρχή μιας λαμπρής καριέρας
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 80', η Στριπ πρωταγωνίστησε σε ταινίες υψηλού προφίλ με mainstream απήχηση. Εκτός από την ταινία Plenty, όλες οι ερμηνείες της κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου την ανέδειξαν σε υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, με την καθηλωτική της κατάθεση ψυχής στην ταινία Sophie's Choice να της χαρίζει τη νίκη.
Η Στριπ ξεχώρισε από την αρχή της υποκριτικής της καριέρας για την ευελιξία της και την ικανότητά της να ενσαρκώνει χαρακτήρες από ένα μεγάλο φάσμα εθνικοτήτων και κοινωνικών στρωμάτων, υποδυόμενη ρόλους που αποκάλυπταν την εντυπωσιακή υποκριτική δεξιοτεχνία της. Ιδίως η ευχαίριά της με τις γλώσσες και τις φωνητικές αλλαγές της επέτρεπε να υιοθετεί εντελώς διαφορετικές προφορές και περσόνες: μια Βρετανίδα σύζηγο, μια Πολωνή μητέρα, μια Δανέζα βαρονέσα, μια απογοητευμένη αντιστασιακή, μια άστεγη αλκοολική.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, είχε προκύψει το φαινόμενο που η καθηγήτρια κινηματογράφου Κάρεν Χόλινγκερ αποκαλεί "ταινία α λα Μέριλ Στριπ" - δηλαδή σύνθετη, εγγράμματη και επικεντρωμένη σε μια προκλητική, πολύπλευρη ηρωίδα.
Χάσμα μεταξύ ανοδικής πορείας και φθίνουσας δημοτικότητας
Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της, η Στριπ τιμήθηκε με πολλαπλά βραβεία και αφιερώματα, απόδειξη ότι οι κριτικοί και οι συνάδελφοί της αναγνώριζαν και επαινούσαν το βαθύ υποκριτικό της ταλέντο. Ωστόσο, παρά το παράσημα που είχε προσκομιστεί, η απήχηση και τα έσοδα της Στριπ στο box office μειώθηκαν σημαντικά μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 80'. Η φήμη της υπέφερε λόγω του υποκριτικού της στυλ, της άρνησης της διασημότητας και της επιλογής όλο και πιο «δυσάρεστων» χαρακτήρων.
Παρόλο που η ταλαντούχα ηθοποιός ανέλαβε κάποιους παραδοσιακά λαμπερούς ρόλους στις αρχές της δεκαετίας, ήταν απολύτως πρόθυμη να υποδυθεί και μη ελκυστικές -συμβατικά μιλώντας- γυναίκες. Δε φοβόταν να τσαλακωθεί, να φανεί άσχημη, καταπονεμένη, να ενσαρκώσει τη μιζέρια και το ψυχικό άλγος των ηρωίδων της. Η απαράμιλλη αυτή αφοσίωση της Στριπ στην τέχνης της, η οποία την έχει πλέον τοποθετήσει στο πάνθεον των κορυφαιων ηθοποιών παγκοσμίως, προξένησε παραδόξως εξαιρετικά σκληρές κριτικές στο παρελθόν.
«Η Μέριλ Στριπ αρνείται να δώσει στο κοινό αυτό που περιμένει από μια σταρ»
Η εχθρότητα των κριτικών απέναντι στους ρόλους ή τα κοινωνικά μηνύματα των ταινιών στις οποίες πρωταγωνιστούσε η Στριπ, εκδηλώνονταν συχνά μέσω σχολίων για την εμφάνισή της - δηλαδή την άρνησή της να μοιάζει ή να συμπεριφέρεται σαν σταρ του κινηματογράφου, να αποφεύγει τη δημοσιότητα, να προστατεύει την ιδιωτική της ζωή και, όπως το έθεσε η κριτικός Μόλι Χάσκελ, να αρνείται να δώσει στο κοινό «αυτό που θέλει και περιμένει από μια σταρ».
Δεν χωρούσε στο καλούπι της «Χολιγουντιανής θηλυκότητας»
Ο θεατρικός κριτικός Χίλτον Αλς περιγράφει την αποξένωσή της Στριπ από αυτό το σύστημα ως «την προσωπική της αποκήρυξη της αμερικανικής παρόρμησης για καλλιέργεια της γκλαμουριάς». Όντας μια ηθοποιός περισσότερο γνωστή για τη φωνή της παρά για το σώμα της, η Στριπ έμελλε να τάραξει τα νερά της Χολιγουντιανής κανονικότητας. Σε μια βιομηχανία που η θηλυκότητα και το σεξαπίλ καθορίζονται με γνώμονα ανέμπνευστα και στείρα εμπορικά πρότυπα, το κλασσικό παρουσιαστικό της Στριπ, η προσγειωμένη της ενέργεια και η διακριτική της κομψότητα ερμηνεύτηκαν πολλάκις ως μια υποτιθέμενη έλλειψη γοητείας.
Η περιφρόνηση της Αμερικανίδας ηθοποιού για το θεαθήναι και η αντίσταση της να ενδυθεί τα λούσα και τη λάμψη της δημοσιότητας, της επέφεραν μια σειρά αποτυχημένων προσδοκιών. Η ωμή αλήθεια που υπηρετούσε η βιωματική υποκριτική της Στριπ δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της επίπλαστης ανεμελιάς και ελαφρότητας που όφειλε να πουλάει μια μεγάλη σταρ, ενώ η πνευματικότητα που ενέπνεαν οι ερμηνείες της δεν ικανοποιούσαν την ηδονοβλεπική εμμονή της βιομηχανίας του Χόλιγουντ, που ήθελε μια πρωταγωνίστρια να αναδεικνύεται, κατά κύριο λόγο, ως ένα αντικείμενο πόθου.
Κατακρίθηκε ακόμη και η αφοσίωσή της στην τέχνη της
Οι επικριτές της Μέριλ Στριπ δε δίστασαν να χρησιμοποιοήσουν εναντίον της ακόμη και την φιλοπονία της και την ευβλάβεια με την οποία αντιμετώπιζε την υποκριτική της εξέλιξη. Η ίδια κατηγορήθηκε για ένα υποκριτικό στυλ που έθετε σε πρώτο πλάνο τις δικές της τεχνικές, της καταλόγισαν πως οι ερμηνείες της είναι «πολύ δουλεμένες», ενώ καταδικάστηκε ακόμη και η προτίμηση της να επιλέγει ρόλους που εξαφανίζουν κάθε ίχνος της δικής της ταυτότητας.
Ποητική ειρωνία θα έλεγε κανείς, δεδομένου ότι η ικανότητα της να εξαφανίζει τον εαυτό της μέσα από τους ρόλους της -η επιτομή της υποκριτικής τέχνης- είναι αυτή που τη θεμελίωσε ως τη βασίλισσα της μεγάλης οθόνης και μια από τις καλύτερες ερμηνεύτριες όλων των εποχών.