Όταν οι σερβιτόροι απέργησαν για να διεκδικήσουν καλύτερη αμοιβή, περισσότερα ρεπό -αλλά και το δικαίωμά τους να αφήνουν μουστάκι.
Είναι τέλη Απριλίου του 1907. Ας φανταστούμε ότι είστε ένας τουρίστας που επισκέπτεται το Παρίσι για διακοπές. Θέλετε να καθίσετε να πιείτε έναν καφέ, αλλά δεν βρίσκετε έναν σερβιτόρο να τον σερβίρει. Απορείτε και ξύνετε το κεφάλι σας. Μέχρι που μαθαίνετε τα νέα...
Σε όλη τη γαλλική πρωτεύουσα εκείνη την εποχή οι σερβιτόροι απεργούσαν για να διεκδικήσουν καλύτερη αμοιβή, περισσότερα ρεπό και (κυρίως) το δικαίωμα να αφήνουν μουστάκι.
Όπως έγραφε η εφημερίδα La Lanterne στις 27 Απριλίου, «οι αγανακτισμένοι σερβιτόροι αποχώρησαν μαζικά από τα πολυτελή εστιατόρια όπου εργάζονταν και βγήκαν στους δρόμους».
Μουστάκι, το σύμβολο του γαλλικού ανδρισμού
Όσοι σερβιτόροι έμειναν να εξυπηρετούν τους θαμώνες αντιμετωπίστηκαν όπως συχνά αντιμετωπίζονται όσοι θεωρούνται απεργοσπάστες: εκφοβίστηκαν από τους απεργούς που ήθελαν να ενταχθούν στο κίνημα.
Η... «εξέγερση των μουστακιών» έπιασε εξαπίνης τη Γαλλία, όπου το μουστάκι έκανε τον άνδρα για γενιές ολόκληρες. Μέσω της απεργίας αυτής, η χώρα είχε αναγκαστεί να αντιμετωπίσει μια ταξική αδικία που για πολύ καιρό φώλιαζε κάτω από τη μύτη της παρισινής κοινωνίας.
Όπως σημείωνε τότε η La Lanterne, αναφέροντας μια σύντομη ιστορία του μουστακιού, αυτή η μορφή τριχοφυΐας στο πρόσωπο αποτελούσε σημάδι προνομίων και κύρους στην Ευρώπη ήδη από την αρχαιότητα.
Μέχρι τον 19ο αιώνα, το θυσανωτό, στρατιωτικό μουστάκι ήταν και πάλι στη μόδα, καθώς οι στρατοί σε ολόκληρη την ήπειρο προσπαθούσαν να μιμηθούν το επίλεκτο ουγγρικό ιππικό. Οι Ουσάροι πολεμούσαν με στιλ - πλουμιστά κράνη, σέλες καλυμμένες με δέρμα λεοπάρδαλης και τεράστια, έντονα μουστάκια.
Η εμφάνισή τους, λέει ο ιστορικός της γενειάδας Christopher Oldstone-Moore, «ήταν η αρχική μορφή του σοκ και του δέους» και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι περισσότεροι Γάλλοι στρατιώτες έπρεπε να έχουν αποκτήσει μουστάκι (αν και σε ορισμένους στις κατώτερες τάξεις, για να ενισχυθεί η στρατιωτική ιεραρχία, δεν επιτρεπόταν).
Η απαίτηση ήταν τόσο αυστηρή που οι στρατιώτες που δεν μπορούσαν να αναπτύξουν τρίχες στο πρόσωπο με φυσικό τρόπο έπρεπε να κολλήσουν ψεύτικες!
Επιθυμώντας να επιβεβαιώσουν τον ανδρισμό τους, η αριστοκρατία και η αστική τάξη αγκάλιασαν το στιλ, μετατρέποντας το μουστάκι σε σήμα κατατεθέν του εύπορου Γάλλου. Δεν ήταν πια η καθαρά ξυρισμένη, υποτακτική Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ'. Ήταν η νέα Γαλλία, η μυστακοφόρος Γαλλία.
Το μουστάκι ως ταξική επανάσταση
Την ίδια περίπου εποχή, τα πρώτα σύγχρονα εστιατόρια άρχισαν να αναπτύσσονται το Παρίσι. Αυτές οι εγκαταστάσεις, κυρίως για τους πλούσιους, προσπαθούσαν να αναδημιουργήσουν την εμπειρία του δείπνου σε ένα πολυτελές σπίτι.
Οι σερβιτόροι λοιπόν έπρεπε να διατηρούν την εμφάνιση των οικιακών υπηρετών, στους οποίους απαγορευόταν να φέρουν μουστάκι ως ένδειξη της χαμηλής τάξης τους. Οι θαμώνες ήταν οι «κύριοι», οι σερβιτόροι ήταν κατώτεροί τους.
Μέχρι που η χαμηλή τάξη... επαναστάτησε.
«Ήταν πολύ επώδυνο για όσους αναγκάζονταν να ξυριστούν», λέει ο Oldstone-Moore. Η απαγόρευση του μουστακιού ήταν ιδιαίτερα αποθαρρυντική ειδικά για τους βετεράνους του πολέμου και τους απόστρατους, οι οποίοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τα περήφανα σύμβολα της θητείας τους μόνο και μόνο για να πληρούν τις προϋποθέσεις για ορισμένες θέσεις εργασίας.
Η απαγόρευση να φέρουν μουστάκι σήμαινε ότι υποτιμούνταν, ευνουχίζονταν μπροστά στις οικογένειες, τους γείτονες και τους φίλους τους.
Τίποτα δεν δίνει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα αυτού του γεγονότος από το διήγημα του Guy de Maupassant, «Το μουστάκι», το 1883, στο οποίο μια γυναίκα ονόματι Jeanne θρηνεί για το μουστάκι που ξύρισε ο σύζυγός της προκειμένου να αναλάβει έναν γυναικείο ρόλο σε ένα θεατρικό έργο. «Άντρας χωρίς μουστάκι δεν είναι πλέον άντρας», αναφέρει η συντετριμμένη σύζυγος.
Το συνδικάτο των πρώτων... hipster
Αν και οι Παριζιάνοι σερβιτόροι είχαν δικό τους συνδικάτο, δεν γνωρίζουμε πόσοι ακριβώς απεργούσαν και πότε. Οι ειδήσεις της εποχής αναφέρουν αριθμούς που κυμαίνονται από εκατοντάδες έως χιλιάδες και υποδηλώνουν ότι οι απεργοί εντάσσονταν αλλά και αποχωρούσαν από το κίνημα κατά κύματα.
Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι οι απεργοί σερβιτόροι είχαν ηχηρούς πολέμιους, που κατά βάθος εκτιμούσαν τη διαφορά και τον διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων και δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτα στο παρόν status quo.
Ένα καυστικό άρθρο στην εφημερίδα Le Gaulois -μια εφημερίδα που διεύθυνε ο Arthur Meyer, ένας άνθρωπος που βρέθηκε στη... λάθος πλευρά της υπόθεσης Dreyfus- φανταζόταν ότι 10 χρόνια μετά, το 1917, οι σερβιτόροι θα απεργούσαν ξανά, απαιτώντας αυτή τη φορά το δικαίωμα να είναι ξυρισμένοι όπως οι ανώτερες τάξεις (αν εκείνες αποφάσιζαν ότι αυτό θα ήταν η τελευταία τάση). Ο υπαινιγμός ήταν σαφής: δεν είναι ταξικό το ζήτημα, αλλά θέμα καθαρά της κάθε τελευταίας... μόδας.
Η ρητορική εναντίον του «ανθυγιεινού μουστακιού»
Άλλοι πάλι διαφωνούσαν με το κίνημα λόγω των ανησυχιών για την υγιεινή, οι οποίες, σύμφωνα με τον Oldstone-Moore, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται όλο και πιο συχνά. «Καθαρίζουν άραγε συχνά το μουστάκι τους;» αναρωτήθηκε η Le Journal στις 22 Απριλίου.
«Από τα ρουθούνια τους στα ποτά μας», προειδοποιούσε η εφημερίδα, «τα βακτήρια δεν θα χρειαστεί να ταξιδέψουν μακριά μέχρι το στομάχι, τα νεφρά και τα πιο ευαίσθητα όργανά μας». Επιπλέον, υποστήριζε το άρθρο, το να βλέπεις έναν άνδρα με μουστάκι να τρώει «είναι αποκρουστικό για τον θεατή».
Αλλά οι σερβιτόροι είχαν και υπερασπιστές, οι οποίοι ενώθηκαν μαζί τους για να προκαλέσουν τη Γαλλία να ανταποκριθεί στα δημοκρατικά της ιδανικά. «Αυτοί οι κύριοι θα αποκτήσουν μουστάκι», έγραψε ένας παρατηρητής στο L'Avenir. «Τους συγχαίρω και βρίσκω αυτή την κατάκτηση τόσο δίκαιη όσο και φυσική».
Για τη La Presse, το κίνημα ήταν μια έκφραση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη και επέτρεπε στους σερβιτόρους «να δείξουν επιτέλους ότι είναι άνδρες, ελεύθεροι άνδρες, που δεν έχουν πια βασιλιάδες, που δεν έχουν αφέντες και που μπορούν να φέρουν με άνεση αυτό το σύμβολο του παντοδύναμου αρσενικού, το μουστάκι»!
Ο αγώνας των σερβιτόρων είχε φτάσει μέχρι και το Κοινοβούλιο, όπου ο Antide Boyer, ο σοσιαλιστής βουλευτής από τη Μασσαλία, πρότεινε νομοσχέδιο που καθιστούσε παράνομη την απαγόρευση του μουστακιού.
Όπως αναφέρεται στους New York Times, ο Boyer κατήγγειλε ότι «ορισμένοι παραπλανημένοι ευγενείς και αλαζόνες της μεσαίας τάξης προσκολλώνται στην πεποίθηση ότι τιμούν τον εαυτό τους απαγορεύοντας στους υπηρέτες τους [στους οποίους φέρονται σαν σκλάβοι] να φέρουν μουστάκι. Μια τέτοια πρακτική στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής δημοκρατίας είναι τραγελαφική και ταπεινωτική» είπε, «μια αναβίωση περασμένης τυραννίας, αντίθετη με τις αρχές που περιέχονται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Μέχρι τις αρχές Μαΐου, οι σερβιτόροι σε όλη την πόλη είχαν κερδίσει το δικαίωμα να έχουν μουστάκι. Αυτές οι παραχωρήσεις προκάλεσαν την οργή των αριστερών ακτιβιστών, οι οποίοι είχαν υποστηρίξει την απεργία, αλλά θεώρησαν παράλογο να δοθεί προτεραιότητα σε μια συμβολική νίκη [το μουστάκι] έναντι του υλικού κέρδους και της βελτίωσης των μισθών τους [αίτημα το οποίο δεν ικανοποιήθηκε].
Ίσως οι σερβιτόροι να εξαπατήθηκαν - ή, ίσως, η απεργία τους να αφορούσε μόνο εν μέρει την εργασία και πολύ περισσότερο τον αυτοπροσδιορισμό τους και την ταυτότητά τους.