Οι εποχές έχουν αλλάξει. Οι επιχειρήσεις σήμερα δεν πρέπει να είναι απλά ελκυστικές στον πελάτη, αλλά και στον εργαζόμενο. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Με το employer branding.
Ουσιαστικά, με το employer branding χτίζεται η εικόνα για τις αξίες, τα συστήματα και τις συμπεριφορές που έχει ένας χώρος εργασίας, δηλαδή την κουλτούρα της επιχείρησης. Στόχος είναι τόσο η προσέλκυση νέων εργαζόμενων, όσο και η διατήρηση υφιστάμενων -κάτι που δεν γίνεται με… «ευχολόγια», αλλά με μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει κάθε επιχείρηση. Οι τάσεις αναδιαμορφώνονται με τον καιρό. Έτσι, σήμερα, θεωρείται, για παράδειγμα, παράγοντας - «κλειδί» η διαφορετικότητα και η συμπερίληψη (diversity and inclusion).
Είναι όμως πράγματι τόσο σημαντικό το employer branding για μια επιχείρηση; Και τι μπορεί να προσφέρει; Το iefimerida.gr ζήτησε τα «φώτα» της Μαίρης Μπιτούνη, Διευθύνουσας Συμβούλου της Humanis, μια από τις κορυφαίες HR εταιρείες στην Ελλάδα -με «χρυσό» πελατολόγιο, η οποία, σημειωτέον, αναδείχθηκε το 2022 στις 10 καλύτερες στην Ευρώπη, σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες «Διαφορετικότητας και Συμπερίληψης».
Μαίρη Μπιτούνη: Οι εργαζόμενοι σήμερα έχουν πολλές επιλογές -Με το employer branding η επιχείρηση γίνεται πιο ανταγωνιστική στην προσέλκυση ταλέντων
«Είναι αρκετά απλό. Το employer branding καθιστά μια επιχείρηση πιο ανταγωνιστική έναντι άλλων, στην προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού και ταλέντων. Οι καιροί έχουν αλλάξει, όπως και ο εργασιακός χάρτης στη μετα-Covid περίοδο. Η virtual εργασία έχει επιδράσει πολύ σε αυτό, καθώς δεν υπάρχουν πλέον σύνορα στον εργασιακό χάρτη. Μπορείς να μένεις στην Αμερική και να δουλεύεις για την Ευρώπη αλλά και το αντίστροφο. Άρα οι εργαζόμενοι έχουν περισσότερες επιλογές» λέει η Μαίρη Μπιτούνη.
Η κουβέντα, αυτόν τον καιρό, συχνά επικεντρώνεται στη Gen Z, τους Millenials. Ρωτήσαμε τη Μαίρη Μπιτούνη τι το διαφορετικό έχουν και πώς αυτά τα χαρακτηριστικά αλλάζουν το εργασιακό γίγνεσθαι. «Για τη Gen Z, γνωστή και ως “παιδιά της οθόνης” (1998-2015), η Amy Lynch, ειδική στη μελέτη των γενεών, έχει πει ότι αυτή η γενιά έχει πολλά κοινά με αυτούς που γεννήθηκαν μεταξύ 1925 και 1945, δηλαδή αυτούς που αποτελούν την περίφημη Σιωπηλή Γενιά. Βίωσαν την εποχή της οικονομικής κρίσης, χειρίζονται έξυπνα το χρήμα καθώς δεν είναι σπάταλοι και είναι σε μεγάλο βαθμό ολιγαρκείς όπως και οι παππούδες τους» εξηγεί.
Σε ό,τι αφορά τη Gen Y, η Μαίρη Μπιτούνη παρατηρεί πως είναι μια γενιά «εξοικειωμένη με την τεχνολογία, με προτεραιότητα στην οικογένεια και υψηλές προσδοκίες. Είναι εν πολλοίς άνθρωποι που δεν φοβούνται να αμφισβητούν την εξουσία, διψούν για feedback, έχουν θέληση για ομαδικότητα και αλλάζουν πολλές δουλειές, αποκτώντας εμπειρία. Ο στόχος τους, συχνά, είναι να φτιάξουν τη δική τους δουλειά» προσθέτει.
Σύμφωνα με την ίδια, «όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αποτελούν μία πρόκληση για τις εταιρείες ώστε να αναπτύξουν ένα περιβάλλον που να εμπεριέχει αξίες, διαδικασίες και κουλτούρα τέτοια ώστε να αγκαλιάζει και να αξιοποιεί τα ιδιαίτερα ταλέντα και τις προτιμήσεις των διαφορετικών γενεών και να γεφυρώνει την επικοινωνία και τη συνεργασία με τους gen x και baby boomers».
Καίριας σημασίας η εκπαίδευση των εταιρειών σε θέματα διαφορετικότητας
Ένα κοινό όλων των… γενεών είναι η σημερινή -σχεδόν απόλυτη- παντοκρατορία των social media. Πολλοί εκτιμούν ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό εργαλείο, ώστε -μεταξύ άλλων- ο καταναλωτής να καταθέτει δημόσια την άποψή του για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας εταιρείας. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ένα «όπλο» που μπορεί, υπό συνθήκες, να διαλύσει μια επιχείρηση σε διάστημα… ωρών.
«Με τον κεντρικό ρόλο που έχουν τα social media σήμερα οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στο πώς μιλάνε μεταξύ τους, ή στους πελάτες και συνεργάτες τους ώστε να μην αναδεικνύουν συμπεριφορές για διακρίσεις, ρατσισμό, harassment κ.λπ» υπογραμμίζει η Μαίρη Μπιτούνη.
Όπως λέει, έχει τύχει «εταιρεία να μας ζητήσει να εκπαιδεύσουμε εργαζόμενους, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν τη “διαφορετικότητα” οι εργαζόμενοί της, διότι ένας κακός επικοινωνιακός χειρισμός υπαλλήλου, υπεύθυνου για προσλήψεις, προς έναν υποψήφιο, οδήγησε σε δυσφήμιση της εταιρείας».
Η Humanis έχει επενδύσει σημαντικά στην ανάπτυξη ηγετικών δεξιοτήτων Συμπερίληψης (Inclusive Leadership) και D&I κουλτούρας στις επιχειρήσεις. Δεν είναι λίγοι όσοι -κακεντρεχώς- θα ρωτούσαν τι απτά οφέλη μπορεί να έχει για μια εταιρεία η εφαρμογή αυτών των αξιών, της διαφορετικότητας και της συμπερίληψης.
«Η αποδοχή της Διαφορετικότητας παύει να είναι ένα ηθικό μόνο ζήτημα για την κοινωνία και τις επιχειρήσεις. Αποτελεί ουσία και οι επιχειρήσεις που έχουν μεριμνήσει ώστε να έχουν δομές, διαδικασίες και συμπεριφορές που ενθαρρύνουν τη διαφορετικότητα, είναι πιο ανταγωνιστικές στην προσέλκυση ταλέντων και σύμφωνα με έρευνες έχουν μεγαλύτερη κερδοφορία, και νέους πελάτες» απαντά η κυρία Μπιτούνη.
«Δεν αρκούν μόνο οι αριθμοί»
Επομένως, αρκεί, για παράδειγμα, μια επιχείρηση να δείξει ότι έχει… μοιρασμένες θέσεις εργασίας σε γυναίκες και άντρες;
«Για να χαρακτηρίζεται ένα εργασιακό περιβάλλον ως “Inclusive” δεν αρκεί να παρουσιάζουν μόνο νούμερα (λ.χ. ποσοστά αντρών γυναικών σε διοικητικές θέσεις, mix ηλικιών, εθνικοτήτων, σεξουαλικών προτιμήσεων, κλπ), αλλά οι εργαζόμενοι και η διοίκηση να επιδεικνύουν συμπεριφορές που προάγουν τη δικαιοσύνη, το σεβασμό, να παρέχουν ίσες ευκαιρίες για εξέλιξη, εκπαίδευση, προαγωγή, να ακούγονται όλες οι διαφορετικές γνώμες. Είναι αρκετά πιο σύνθετο» σημειώνει.
Με αυτό τον τρόπο, δηλαδή όταν ένας εργαζόμενος διαπιστώσει το κλίμα αποδοχής σε μια εταιρεία, τότε αντιλαμβάνεται «ότι έχει ευκαιρίες για εξέλιξη, ανάπτυξη, γνώση. Ότι η γνώμη του λαμβάνεται υπόψη και ότι συμμετέχει ουσιαστικά στην πορεία της εταιρείας. Εμπλέκεται και παράγει περισσότερο».
Μαίρη Μπιτούνη: «Υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει από της μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα και χρειάζεται η συνδρομή της Πολιτείας»
H Humanis ιδρύθηκε το 2012, σε μια διαφορετική περίοδο, με άλλες ανάγκες. Όπως το περιγράφει η Μαίρη Μπιτούνη, «αν και βρίσκομαι στο χώρο της παροχής Hr υπηρεσιών από το 1998, η Humanis ιδρύθηκε μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης για τη χώρα μας. Στόχος μας ήταν να παραμείνουμε “ζωντανοί” στο χώρο. Επενδύσαμε σε υψηλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες με συνεργασίες από την Αμερική. Η εκπαίδευση κι ανάπτυξη των εργαζομένων αποτελεί ένα “δώρο” με προστιθέμενη αξία για τις επιχειρήσεις, ειδικά σε περιόδους που δεν μπορείς να τους ανταμείψεις οικονομικά. Και οι εργαζόμενοι θα επιλέξουν να εργαστούν σε ένα περιβάλλον που τουλάχιστον έχει ένα κλίμα αναγνώρισης, ανάπτυξης και γνώσης. Άρα έπρεπε να “εκπαιδεύσουμε” τους πελάτες μας να αναγνωρίσουν αυτή την ανάγκη».
Κλείνοντας, ρωτήσαμε τη Διευθύνουσα Σύμβουλο της Humanis σε τι φάση βρίσκεται η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις εργασιακές συνθήκες και αν υπάρχει χώρος για βελτίωση και μάς απάντησε το εξής:
«Υπάρχει τεράστιος χώρος για βελτίωση των εργασιακών συνθηκών στην Ελλάδα στις Ελληνικές μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις. Οι μεγάλες Ελληνικές επιχειρήσεις αναγκαστικά, λόγω μεγέθους αλλά και ειδικών διατάξεων, έχουν ξεκινήσει και επενδύουν στο ανθρώπινο δυναμικό. Οι μικρομεσαίες όμως έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους και χρειάζονται βοήθεια από την πολιτεία που μπορεί να μεριμνήσει για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου πλαισίου υγιούς ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού, που να είναι ταυτόχρονα οικονομικά ελκυστικό. Αν βοηθήσει κανείς να αντιληφθούν οι εργοδότες-ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων, το οικονομικό όφελος που θα έχουν αν επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους, να επικοινωνούν αποτελεσματικά, να συνεργάζονται, να αξιοποιούν όλους τους εργαζόμενους, να δίνουν ίσες ευκαιρίες, να προσλαμβάνουν τους κατάλληλους συνεργάτες κλπ...τότε θα μπορούσαν να μεγαλουργήσουν.Έχουμε ποικιλόμορφη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα δραστηριότητα μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την οικονομία μας, μιας και όλοι γνωρίζουμε ότι οι μικρομεσαίες συμβάλουν κατά σχεδόν 20% στο ΑΕΠ μας*»
*Οι ΜμΕ συμμετέχουν ενεργά στην επιχειρηματικότητα και την οικονομία τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Στην Ελλάδα, το πλήθος τους είναι κοντά στο 99,9% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων. Καλύπτουν ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και κλάδων. Αντιπροσωπεύουν περίπου το 19,3% του ΑΕΠ και το 87% της απασχόλησης σε επιχειρήσεις. (ΣΕΒ & ΕΥ, Οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα Μέρος Α: Συμβολή στην οικονομία, εξελίξεις και προκλήσεις Παράρτημα – Βασικά στοιχεία)