Εξήντα χρόνια έχουν περάσει από την πρεμιέρα της ταινίας «Ο Λόρενς της Αραβίας», κι όμως άγνωστες ιστορίες έρχονται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας.
Το έργο αγάπης του Ντέιβιντ Λιν κόστισε 15 εκατομμύρια δολάρια και είχε ένα μοναδικό καστ, με τους Πίτερ Ο’ Τουλ, Άλεκ Γκίνες, Ομάρ Σαρίφ, Άντονι Κουίν, Τζακ Χόκινς, Άντονι Κουέιλ και Χοσέ Φερρέρ. Αν και δεν υπήρχε ούτε ένας γυναικείος ρόλος, μια παράλειψη που θα προκαλούσε κατακραυγή σήμερα, πρόκειται για ένα διαχρονικό αριστούργημα. Μεγάλοι σκηνοθέτες όπως ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ο Τζορτζ Λούκας και ο Ρίντλεϊ Σκοτ το θεώρησαν βασική τους επιρροή.
Ένα επικό θαύμα που «μάγεψε» το κοινό
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ την αναφέρει ως την αγαπημένη του ταινία όλων των εποχών, χαρακτηρίζοντάς την «θαύμα». Και δεν είναι περίεργο. Περιέχει μερικές από τις πιο αθάνατες κινηματογραφικές σκηνές, ίσως πάνω από όλα τη λεγόμενη «σκηνή της οφθαλμαπάτης», τα τρεμάμενα πλάνα που απεικονίζουν την άφιξη του χαρακτήρα του Ομάρ Σαρίφ, τον Σέριφ Αλί.
Για τους θεατές στις αρχές της δεκαετίας του 1960 τέτοιες σκηνές έκοβαν την ανάσα. Μάλιστα, σύμφωνα με τα λόγια του κριτικού Dilys Powell, ήταν η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος μετέδιδε «έκσταση». Κι αυτό ήταν πολύ καλό, γιατί δεν υπήρχε τίποτα το εκστατικό στη δημιουργία της ταινίας.
Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν κυρίως στην Ιορδανία, στην Ισπανία και στο Μαρόκο μεταξύ Μαΐου 1961 και Σεπτεμβρίου 1962 και, αντιθέτως, ήταν ένας εφιάλτης με ανάλογα επικές διαστάσεις που στιγματίστηκε από καμήλες που δεν υπάκουαν, αφηνιασμένα άλογα, συγκρούσεις προσωπικοτήτων, επικά ποτά, τζογάρισμα, τρελή αύξηση του κόστους, φυλάκιση ενός σεναριογράφου αλλά και μιας κατσίκας που έπασχε από μανιοκατάθλιψη. Για να μην αναφέρει κανείς τους δυσαρεστημένους απλήρωτους κομπάρσους -στρατιώτες του μαροκινού στρατού- που έριχναν τυχαίες βολές στο καστ και στο συνεργείο μεταξύ των γυρισμάτων.
Πώς προέκυψε η ταινία «Ο Λόρενς της Αραβίας»
Η αξιοσημείωτη ιστορία του Τ.Ε. Λόρενς, του θαρραλέου, πολυμήχανου και αινιγματικού αξιωματικού του στρατού που πρωτοστάτησε στη βρετανική υποστήριξη της αραβικής εξέγερσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, είχε αρχικά προταθεί από τον ίδιο τον Λόρενς ως ταινία. Το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Επτά πυλώνες σοφίας», που δημοσιεύτηκε το 1926, ήταν μια τεράστια λογοτεχνική επιτυχία με προφανείς δυνατότητες για την οθόνη, αλλά πολλά σχέδια για τη μεταφορά του είχαν μείνει στο περιθώριο.
Τότε ο παραγωγός Σαμ Σπίγκελ, για τον οποίο ο Λιν είχε γυρίσει το 1957 την επιτυχία «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι», απέκτησε τα δικαιώματα. Ο Σπίγκελ ήταν Αυστροουγγροεβραίος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Αμερική, είχε αρχικά μετονομαστεί σε S.P. Eagle για να κρύψει την εβραϊκή του ταυτότητα σε μια κοινωνία όπου ο αντισημιτισμός ήταν διάχυτος.
Ήξερε ότι η ταινία θα έπρεπε να γυριστεί τουλάχιστον εν μέρει σε αραβικές χώρες, όπου η εθνικότητα θα αποτελούσε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα, γι’ αυτό και προσκάλεσε έναν διπλωμάτη με καλές διασυνδέσεις από τον Old Eton, τον Άντονι Νάτινγκ, ως τεχνικό σύμβουλο. Ο Νάτινγκ, ο οποίος ήταν επίσης ένας από τους βιογράφους του Λόρενς, κανόνισε ώστε ο Σπίγκελ να πάρει βίζα στην οποία θα αναγραφόταν το θρήσκευμά του ως αγγλικανικό.
Πώς επελέγη για πρωταγωνιστής ο Πίτερ Ο' Τουλ
Η πρώτη επιλογή του Σπίγκελ για τον ρόλο του Λόρενς ήταν ο Μάρλον Μπράντο, αλλά, όταν ο Μπράντο αποφάσισε να κάνει την ταινία «Ανταρσία του Μπάουντι», η προσοχή στράφηκε σε έναν ελάχιστα γνωστό ηθοποιό: στον Άλμπερτ Φίνεϊ.
Έκανε δοκιμαστικό, αλλά στη συνέχεια απέρριψε κι αυτός τον ρόλο, λέγοντας ότι θα τον έκανε σταρ και δεν αισθανόταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το ότι θα γινόταν διάσημος σε μια νύχτα. «Φοβάμαι τι θα μου κάνει ως άτομο» εξήγησε.
Έτσι, το κυνήγι ξεκίνησε ξανά, μέχρι που ο Λιν είδε μια ταινία με τίτλο «The Day They Robbed The Bank Of England», με έναν άγνωστο για πρωταγωνιστή. Παρά τις αντιρρήσεις του Σπίγκελ, αισθανόταν σίγουρος πως στο πρόσωπο ενός βραχύσωμου ιρλανδικής καταγωγής άνδρα από το Γιόρκσαϊρ (αν και ο Λόρενς ήταν Ουαλός ύψους 1,75 μ.) είχε επιτέλους βρει τον πρωταγωνιστή του. Και, φυσικά, ο Φίνεϊ είχε δίκιο. Ο «Λόρενς της Αραβίας» μετέτρεψε τον Πίτερ Ο’ Τουλ σε έναν από τους κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής του.
Οι τραυματισμοί του Πίτερ Ο' Τουλ: Από εγκαύματα, κατάγματα μέχρι αιμορραγία στην πλάτη από τις ώρες που περνούσε καθισμένος στις καμήλες
Ωστόσο, η ερμηνεία που έκανε διάσημο τον Ο’ Τουλ ήταν και η πιο επίπονη της καριέρας του. Τα γυρίσματα, εξάλλου, ενός πολεμικού έπους στην έρημο ενείχαν κινδύνους, και ο Ο’ Τουλ υπέστη διάφορους τραυματισμούς, όπως εγκαύματα τρίτου βαθμού, κάταγμα κρανίου, εξάρθρωση σπονδυλικής στήλης, δύο διαστρέμματα στους αστραγάλους, ρήξη βουβωνικής χώρας και σπασμένο αντίχειρα.
Πέρασε, επίσης, τόσο πολλές ώρες καθισμένος σε καμήλες, που η πλάτη του αιμορραγούσε. Αυτό το πρόβλημα το αντιμετώπισε, τελικά, με ένα σφουγγάρι από καουτσούκ που είχε σταλεί από την Αγγλία και το οποίο είχε ενσωματώσει στη σέλα. Οι ντόπιοι Βεδουίνοι, οι οποίοι δεν χλεύαζαν τους δυτικούς τρόπους του, αποφάσισαν ότι αυτό ήταν μια πολύ καλή ιδέα. Άρχισα να κάνουν το ίδιο πράγμα και οι ίδιοι, και του έδωσαν ένα όνομα που έμεινε, το «Αb al-Isfanjah», που σημαίνει «πατέρας του σφουγγαριού».
Τα προβλήματα με το αλκοόλ
Λέγοντας σφουγγάρι, πρέπει να αναφερθεί πως ο Πίτερ Ο’ Τουλ κατανάλωνε το αλκοόλ σαν σφουγγάρι, με αποτέλεσμα να είναι συχνά μεθυσμένος. Επιστρέφοντας στην Αγγλία γιόρτασε την αμοιβή του ύψους 12.500 λιρών (που ισοδυναμεί με 210.000 λίρες σήμερα) αγοράζοντας ένα αυτοκίνητο Morris Minor για τη σύζυγό του Σίαν Φίλιπς, το οποίο της παρέδωσε ανήμερα τα Χριστούγεννα τυλιγμένο με μια τεράστια κορδέλα.
Στην συνέχεια δανείστηκε το όχημα για μια νυχτερινή έξοδο και εκείνη δεν το ξαναείδε ποτέ. Παραλυμένος από το αλκοόλ, το έριξε στο πίσω μέρος ενός περιπολικού. Πέρασε, τελικά, τη νύχτα σε κελί.
Όταν αργότερα επέστρεψε στην Ιορδανία, πέρα από το να είναι μεθυσμένος, ήταν και ένα ψυχολογικό ράκος. Παρά την έπαρση που έδειχνε στον κόσμο, ο Πίτερ Ο’ Τουλ ήταν ανασφαλής τόσο για το ταλέντο του όσο και για το κύρος του. Όταν ο Νάτινγκ τον προειδοποίησε με αυστηρό τόνο πως θα προσέβαλλε βαθιά τους Άραβες οικοδεσπότες του εάν μεθούσε εκεί, τονίζοντας μάλιστα πως μπορεί ακόμη και να τον απελάσουν, εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να μην αλλάξει τα «πιστεύω» του.
Ένα άλλο θέμα ήταν το να καταφέρει να μείνει όρθιος επάνω στην καμήλα. Ο Ο’ Τουλ μαζί με τον Ομάρ Σαρίφ, τον Αιγύπτιο συμπρωταγωνιστή του, έπρεπε στη σκηνή της επιδρομής στην Άκαμπα να οδηγήσουν -πάνω σε καμήλες- 400 κομπάρσους, σε μια επίθεση ενάμισι χιλιομέτρου. Ο Σαρίφ τότε του είπε ότι σχεδίαζε να δεθεί επάνω στη σέλα για να μην πέσει. Ο Ο’ Τουλ είπε πως θα έκανε κι αυτός το ίδιο.
Ήπιαν λοιπόν μερικά ποτήρια μπράντι και γάλα, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της επίθεσης ο Σαρίφ, που κρατιόταν ακόμα από το σχοινί, να γυρίσει αργά ανάποδα. Ο Ο’ Τουλ έμεινε όρθιος μέχρι το τέλος, όταν έπεσε και παραλίγο να σκοτωθεί από τα αφηνιασμένα άλογα των κομπάρσων.
Όταν βγήκε η ταινία, το περιοδικό «Time» επαίνεσε τη «μεσσιανική μανία του» σε αυτή τη σκηνή. Ερωτηθείς σχετικά σε μια συνέντευξη, απάντησε: «Μεσσιανική οργή; Ήμουν τσαντισμένος!».
Και δεν ήταν ο μόνος. Μια κατσίκα που χάρισαν οι Βεδουίνοι σε έναν από το συνεργείο, ο οποίος την ονόμασε Μπίλι, ανέπτυξε ακόρεστη όρεξη για αλκοόλ. Η κατσίκα έμπαινε στο μπαρ στις 6 το απόγευμα κάθε μέρα περιμένοντας τους άνδρες του συνεργείου να την κεράσουν ποτά...
Όταν ο Ο' Τουλ και ο Ομάρ Σαρίφ την «έπεσαν» σε καλόγριες χωρίς να το καταλάβουν
Ο Ο’Τουλ και ο Σαρίφ ασκούσαν κακή επιρροή ο ένας στον άλλον. Μόνο τα γυρίσματα στην Ιορδανία διήρκεσαν σχεδόν τέσσερις μήνες και, καθώς ο καιρός κυμαινόταν από αφόρητη ζέστη σε μανιασμένους ανέμους και αμμοθύελλες, μαζί δραπέτευαν όσο πιο συχνά μπορούσαν στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, τη Βηρυτό.
Εκεί -γεμάτοι αμφεταμίνες για να μη χάνουν πολύτιμο χρόνο στον ύπνο- συνήθιζαν να τζογάρουν όλους τους μισθούς τους και να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο σεξ. Μια νύχτα κατέληξαν σε ένα κτίριο γεμάτο γυναίκες που δεν έδειχναν να συγκινούνται από την ομορφιά τους. Αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για μοναστήρι.
Ο ενθουσιασμός του βασιλιά της Ιορδανίας
Σε ό,τι αφορά τα γυρίσματα, όσο εξαντλητικά κι αν ήταν, έγιναν ευκολότερα χάρη στη φιλική συνεργασία του βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν, του οποίου ο προπάππους είχε ξεκινήσει την αραβική εξέγερση μαζί με τον Λόρενς το 1916.
Ενθουσιασμένος, ο βασιλιάς -ο οποίος είχε δει τρεις φορές την ταινία «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι»- έθεσε τους στρατιώτες της Δύναμης της Ερήμου στη διάθεση του Λιν.
Η εμπλοκή του είχε, επίσης, μακροπρόθεσμες συνέπειες. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο βασιλιάς ερωτεύτηκε μια Αγγλίδα τηλεφωνήτρια στο γραφείο παραγωγής, την Τόνι Γκάρντινερ. Αλλάζοντας το όνομά της σε Μούνα αλ Χουσεΐν, έγινε η δεύτερη σύζυγός του λίγους μήνες αργότερα (είναι η μητέρα του σημερινού μονάρχη, του βασιλιά Αμπντάλα).
Ακόμη όμως και με την εύνοια του βασιλιά της Ιορδανίας, τα πράγματα δεν σταμάτησαν να πηγαίνουν στραβά για τον Λιν. Ήταν ένας από τους πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες στον κόσμο, που αναμφίβολα τον άγγιζε η ιδιοφυΐα, αλλά ήταν επίσης ένας δύσκολος, κυκλοθυμικός άνθρωπος που δεν επαίνεσε ποτέ τους ηθοποιούς και το συνεργείο του, ούτε ζήτησε ποτέ συγγνώμη από αυτούς, σε καμία περίπτωση. Το ότι μάλιστα κυκλοφορούσε με μια κλιματιζόμενη Rolls Royce Silver Cloud στη Μέση Ανατολή δεν τον έκανε πολύ αγαπητό σε όλους αυτούς.
Η εκτόξευση του μπάτζετ
Όλα αυτά τα προβλήματα εκτόξευσαν το μπάτζετ καθώς και τις προθεσμίες, και τελικά ο Σπίγκελ, αφού έστειλε πολλά τηλεγραφήματα στον Λιν απαιτώντας να επιταχύνει τα πράγματα, έκλεισε τελικά την παραγωγή στην Ιορδανία και κανόνισε να μεταφερθεί στη Νότια Ισπανία.
Ο Λιν ήταν έξω φρενών. Ο σχεδιαστής παραγωγής της ταινίας, ο Τζον Μποξ, θυμήθηκε αργότερα ότι έπρεπε να «σύρουν ουρλιάζοντας τον σκηνοθέτη, έξω από το τροχόσπιτό του».
Αλλά ο Πίτερ Ο’ Τουλ δεν είχε κανένα πρόβλημα με την αλλαγή των σχεδίων. Στην Ισπανία ένιωσε ότι μπορούσε να είναι πολύ λιγότερο συγκρατημένος με το αλκοόλ, κάτι που σκανδάλισε τον Άλεκ Γκίνες, ο οποίος υποδυόταν τον πρίγκιπα Φαϊζάλ. Μάλιστα, σε μια περίπτωση, χρόνια αργότερα, τρομοκρατήθηκε όταν τον είδε, μεθυσμένο σε ένα πάρτι, να πετάει σαμπάνια στο πρόσωπο του οικοδεσπότη του. «Ο Πίτερ Ο’ Τουλ θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί, πυροβοληθεί ή στραγγαλιστεί» έγραψε στο ημερολόγιό του, συμπληρώνοντας: «Και αρχίζω να σκέφτομαι ότι είναι κρίμα που δεν το έκανε».
Η σύλληψη του σεναριογράφου
Εν τω μεταξύ, για τον Σπίγκελ, η ανακούφιση από τη μεταφορά των γυρισμάτων στην Ισπανία τον Σεπτέμβριο του 1961 υπονομεύτηκε όταν ο λαμπρός σεναριογράφος της ταινίας, ο θεατρικός συγγραφέας Ρόμπερτ Μπολτ, συνελήφθη στο Λονδίνο ενώ διαδήλωνε στην πλατεία Τραφάλγκαρ κατά των πυρηνικών όπλων και φυλακίστηκε για έναν μήνα.
Καθώς ο Μπολτ δεν είχε ολοκληρώσει το σενάριο και στη φυλακή τού είχε απαγορευτεί να εργαστεί πάνω σε αυτό, ο Σπίγκελ αναγκάστηκε να σταματήσει την παραγωγή για άλλη μία φορά.
Ευτυχώς, όλα είχαν αίσιο τέλος, όπως αποδείχθηκε στην τελετή απονομής των Όσκαρ τον Απρίλιο του 1963. Ανάμεσα στα επτά Βραβεία Όσκαρ, ο «Λόρενς της Αραβίας» κέρδισε το πολυπόθητο διπλό αγαλματίδιο καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας.