Κάθε πρωί, στις 10.30, ο Μάνος Πενθερουδάκης κατεβαίνει στο κέντρο για να σηκώσει τα ρολά του ομώνυμου ιστορικού κοσμηματοπωλείου επί της Βουκουρεστίου. Όχι, δεν έχει αλλάξει κάτι, τα καταστήματα σε έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους εμπορικούς δρόμους της Αθήνας παραμένουν κλειστά, σύμφωνα με τις οδηγίες περιορισμού μετάδοσης του κορωνοϊού. Εκείνος όμως έχει καθημερινά, εδώ και αρκετό καιρό, ραντεβού με την Ιστορία στις βιτρίνες του κοσμηματοπωλείου του.
Οι τετράγωνες βιτρίνες του καταστήματος, που μοιάζουν τόσο με παράθυρα επικοινωνίας και συνδιαλλαγής με τον έξω κόσμο, υπήρξαν συχνά στο παρελθόν πόλος έλξης για τους περαστικούς κι όχι αποκλειστικά για τα εγνωσμένης αισθητικής κοσμήματα.
Τον περασμένο Οκτώβριο, πριν ακόμη σφαλίσουν και πάλι τα ρολά των μαγαζιών στο κέντρο της Αθήνας, ο Μάνος Πενθερουδάκης είχε ντύσει το κατάστημά του με αέρα... κινηματογραφικό.
Με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση της Μελίνας Μερκούρη, τοποθέτησε στα τρία παράθυρα του κοσμηματοπωλείου ισάριθμες αφίσες από μια άλλη, λαμπερή εποχή για τον ελληνικό κινηματογράφο. Σε μία από αυτές, η Ελληνίδα ηθοποιός που κράτησε στα χέρια της τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών, όπως αποτυπωνόταν σε πόστερ που ανακάλυψε ο χρυσοχόος σε ένα ταξίδι του στο Μπουένος Άιρες, πλάι σε εκείνο της Τζένης Καρέζη και της Ζωής Λάσκαρη.
Αυτή τη φορά, ο κύριος Πενθερουδάκης έχει ακουμπήσει στις τρεις τετράγωνες βιτρίνες του καταστήματός του ένα κομμάτι της ελληνικής Ιστορίας και ταυτόχρονα ένα κομμάτι του εαυτού του. Στερεώνοντας με προσοχή τα κοκάλινα γυαλιά του πάνω από τη μύτη του, θαρρείς πως συνομιλεί με τα μικρά μολυβένια στρατιωτάκια της βιτρίνας. Σίγουρα τσακώνεται με τον Μιαούλη και τον «κρύβει» πίσω από τους άλλους αγωνιστές της Επανάστασης. Δεν μπορεί να του συγχωρέσει την ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» μετά την απελευθέρωση.
Μικροσκοπικοί φουστανελάδες, άλλοι με ανέκφραστα, άλλοι με σβησμένα από τον χρόνο πρόσωπα, άλλοι πιο σκούροι από ό,τι θα περίμενε κανείς, βρίσκονται παραταγμένοι εκεί, όλοι τους μέλη μιας ιδιαίτερης συλλογής του χρυσοχόου, που τους αναζητεί με ζέση εδώ και δεκαετίες. Αγαλματίδια τσέπης, θα έλεγε κανείς, από όλες τις γωνιές της Ευρώπης, τη Βρετανία, τη Γαλλία, αλλά και τη Ρωσία, που αποδεικνύουν την ορμή με την οποία η Ελληνική Επανάσταση τίναξε την Ευρώπη σαν ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης.
Τα τσολιαδάκια στέκουν σε θέση μάχης ανάμεσα σε μπρούτζινα σημαιάκια της γαλανόλευκης και αναγεννησιακά αγγελάκια, άγγελους του αγώνα για απελευθέρωση που ξεκίνησε πριν από 200 χρόνια. Κεντρική θέση σε κάθε μια από τις βιτρίνες κατέχει η σημαία. Τρεις πίνακες ζωγραφικής με θέμα τη γαλανόλευκη δίνουν το χρώμα και το μοτίβο στην εικαστική αυτή πρόταση του κοσμηματοπωλείου. Η σημαία του Κολοκοτρώνη, με το χέρι του Θεού στον ώμο να… υπογράφει το συμβόλαιο της λευτεριάς. Κι έπειτα, το λάβαρο της Φιλικής Εταιρείας με σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», αλλά και η σημαία του Εύζωνα, του αέναου συμβόλου της χώρας που παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα.
Ο Μάνος Πενθερουδάκης εξηγεί τα στοιχεία στις ιδιαίτερες βιτρίνες του
Πάτησα το στρογγυλό μπεζ κουμπί που ξεπρόβαλλε από τον τοίχο και ο ηλεκτρικός βόμβος της εισόδου μου έκανε «σήμα» να σπρώξω τη μεταλλική πόρτα του κοσμηματοπωλείου. Ο Μάνος Πενθερουδάκης με περίμενε εκεί για να μου εξηγήσει τι στο καλό σήμαιναν όλα όσα διαδραματίζονταν με τόση μαεστρία στη βιτρίνα του.
Πριν από λίγες ημέρες, το κοσμηματοπωλείο που άνοιξε ο πατέρας του στον ίδιο δρόμο, λίγα μόλις χρόνια μετά τον πόλεμο, το 1948, συμπλήρωσε 73 χρόνια δημιουργίας. Ένας ακόμη λόγος να επιθυμεί ο χρυσοχόος να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους εκεί έξω. Πάνω απ’ όλα όμως, για τον κύριο Πενθερουδάκη η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να στρέψουμε για λίγο το κεφάλι μακριά από το δύσκολο και ζοφερό παρόν.
«Ο συνδυασμός είναι 200 χρόνια ελληνικής ανεξαρτησίας, που είναι ένας τρομερός χρόνος και μια δυνατή επέτειος για την Ελλάδα, και συγχρόνως ένα σύνθημα να απαλλαγούμε από την εσωστρέφεια, να αλλάξουμε λίγο την ατζέντα της καθημερινότητας», μου λέει.
Ο επιχειρηματίας δεν παραβλέπει, ούτε παραγνωρίζει το ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργεί η πανδημία στην οικονομία της χώρας. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει, ο κλάδος στον οποίο δραστηριοποιείται έχει πληγεί ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, πιο έντονα κι από την ενδεκαετή κρίση που σάρωσε την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Παρ' όλα αυτά είναι κάθε μέρα εκεί, να σηκώνει τα ρολά του κλειστού κοσμηματοπωλείου, το οποίο έτσι μετουσιώνεται στα μάτια του, αλλά και στα μάτια των περαστικών, σε ένα υπαίθριο μουσείο.
Όση ώρα βρισκόμαστε στο εσωτερικό του καταστήματος, δεκάδες περαστικοί σταματούν, φωτογραφίζουν, πλησιάζουν το πρόσωπο εξεταστικά στη βιτρίνα, προσπαθώντας να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει εκεί.
«Έρχομαι εδώ σε καθημερινή βάση για να ανοίγω τις βιτρίνες. […] Ατέλειωτος κόσμος θα φωτογραφηθεί, θα προσπαθήσει να μάθει, αν με πετύχει έξω θα με ρωτήσει...», μου εξηγεί ο χρυσοχόος με ένα αίσθημα γαληνεμένης περηφάνιας για την ανταπόκριση της εικαστικής του πρότασης. «Έτσι ξεκινήσαμε με αυτή την ιδέα… στο μυαλό μέσα έτρεχε ότι είναι η σημαία λίγο απομονωμένη από τον Έλληνα, με την έννοια ότι θεωρεί πως είναι μια ακραία εθνικιστική εκδήλωση και όχι μια εκδήλωση για την πατρίδα μας» σημειώνει και αντιτάσσει στην παγιωμένη αυτή θέση στο μυαλό αρκετών πως η σημαία «είναι το λάβαρό μας, το σύμβολό μας».
Προσπαθούμε να κάνουμε ένα διαδραστικό σκηνικό στη μέση της πόλης, όπου περνάτε σαν να είστε στην αίθουσα ενός υπαίθριου μουσείου
«Φωνάξαμε επώνυμους καλλιτέχνες να το φτιάξουν, επενδύσαμε σε αυτό για να δώσουμε την έννοια και τον στόχο, ότι αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι ένα διαδραστικό σκηνικό στη μέση της πόλης, όπου περνάτε σαν να είστε στην αίθουσα ενός υπαίθριου μουσείου» συνεχίζει ο κ. Πενθερουδάκης και περιγράφει τους πίνακες του Τάσου Μαντζαβίνου (Η σημαία του Κολοκοτρώνη), του Κωνσταντίνου Κερεστετζή (Η σημαία της Φιλικής Εταιρείας) και της Λίζας Πενθερουδάκη (Η σημαία του πολεμιστή), που μονοπωλούν το εικαστικό δρώμενο κάθε βιτρίνας.
Η συλλογή με τα μολυβένια τσολιαδάκια
Για χρόνια ο επιχειρηματίας αναζητεί την ιστορία του Έλληνα πολεμιστή, ψάχνει ιστορικά ντοκουμέντα για τον τσολιά, μελετά εις βάθος την ξεχωριστή υπόσταση του εύζωνα.
Η σπάνια προσωπική του συλλογή από μολυβένια, σιδερένια και πλαστικά τσολιαδάκια βρίσκει με αυτή την αφορμή περίοπτη θέση στην οδό Βουκουρεστίου, στη συμβολή με τη Βαλαωρίτου. «Ανακάλυψα ότι τσολιάδες φτιάχνονταν στην Ευρώπη από τους πρώτους Βαλκανικούς Πολέμους», μου εξηγεί, και περιγράφει πως μέρος της ιδιωτικής του συλλογής αφορά σε βρετανικά μολυβένια στρατιωτάκια που χρονολογούνται από το 1912.
Ανακάλυψα ότι τσολιάδες φτιάχνονταν στην Ευρώπη από τους πρώτους Βαλκανικούς Πολέμους
Τα γαλλικά τσολιαδάκια, επίσης σπάνια, είναι σύμφωνα με τον ίδιο μεταγενέστερα, περίπου το 1920, ενώ κατά την αναζήτησή του ανακάλυψε και τα ρωσικά, τα οποία είναι πολύ μεταγενέστερα και διακρίνονται από μεγάλη λεπτομέρεια. Αυτά τα τελευταία αναπαριστούν ήρωες της Επανάστασης, τον Κολοκοτώρνη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, και κατασκευάστηκαν τα τέλη του '90 με αρχές του 2000.
Σε μια γωνιά της βιτρίνας θα δείτε όμως και ελληνικά στρατιωτάκια, κατασκευασμένα από πλαστικό αυτά, από τη δεκαετία του '60 και του '70. Δημιουργίες των εταιρειών «Αθηνά» και «ΠΑΛ», που αργότερα κατασκεύαζαν φιγούρες ομάδων ποδοσφαίρου τοποθετημένες ανά εξάδες σε χάρτινα κουτιά.
«Με την τελευταία έκθεση εμφανίστηκαν άνθρωποι τους οποίους δεν γνώριζα με τη δική τους συλλογή, που μου παρουσίασαν τσολιαδάκια που δεν τα έχω δει πουθενά στο διαδίκτυο», εξομολογείται με ενθουσιασμό ο κ. Πενθερουδάκης, περιγράφοντας τη διαλογική σχέση με όσους επικοινώνησαν μαζί του αφότου παρατήρησαν τα εκθέματα της βιτρίνας.
Ο στόχος της εικαστικής παρέμβασης στο κοσμηματοπωλείο του Πενθερουδάκη
Ο χρυσοχόος φαίνεται να έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στο ζήτημα της αισθητικής, όπως αποτυπώνεται στο αστικό περιβάλλον, στην επιγραφή των καταστημάτων, στην ανάπλαση των δημόσιων χώρων. «Εμείς κάνουμε μια δουλειά και προσπαθούμε χρόνια για μια αισθητική» λέει και επιστρέφοντας στη βιτρίνα προσθέτει: «Ακόμη και τα σημαιάκια που βλέπετε, όπως και οι άγγελοι που φέρουν την ελληνική σημαία και αυτά είναι του Ερρίκου του Αϊδίνη, καλλιτέχνη που ασχολείται με τον μπρούτζο και τον χαλκό και είναι καταπληκτικές δουλειές».
Αφήνοντας πίσω μου το κοσμηματοπωλείο, συνειδητοποίησα πόση σημασία έχει η οπτική από την οποία παρατηρεί κανείς τα πράγματα. Και ο Μάνος Πενθερουδάκης, μέσα από τις βιτρίνες του κοσμηματοπωλείου του, φαίνεται πως κατάφερε να εντοπίσει τη γωνία θέασης για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση που προκαλεί μόνο θετικά συναισθήματα στον θεατή.
«Πάνω και περισσότερο από όλο, πέρα από τη σοβαρότητα απέναντι στο γεγονός, είναι και μια αίσθηση χαράς όλο αυτό. Το βλέπω και μου προκαλεί μια χαρά», σημειώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος.