Κάποιοι την αποκαλούν «γενναία». Κάποιοι άλλοι τη χαρακτηρίζουν «παράτολμη και ανεύθυνη». Η ίδια η Marlene Engelhorn θεωρεί ότι έτσι πρέπει να γίνεται η μοντέρνα φιλανθρωπία.
Με τη συμβουλή 50 (σχεδόν) αγνώστων, η Marlene Engelhorn χαρίζει 25.000.000 ευρώ από την κληρονομιά της σε 77 οργανώσεις που υποστηρίζουν την προσιτή στέγαση, το κλείσιμο των φορολογικών παραθύρων για τους πλούσιους και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Η 31χρονη Engelhorn κληρονόμησε τα χρήματα από την οικογένειά της, στην οποία ανήκει ο χημικός κολοσσός BASF.
Η κληρονόμος προτρέπει την κυβέρνηση της χώρας της να επιβάλει φόρους στα χρήματα αυτά εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, δεδομένης της απουσίας στην Αυστρία φόρων κληρονομιάς, στράφηκε σε μια εναλλακτική λύση: τη σύσταση ενός 50μελούς συμβουλίου που θα αποφάσιζε αυτό πώς θα διανεμηθεί η περιουσία της.
Αυτό που οργάνωσε, κάτι σαν μια συνέλευση πολιτών, είναι μια ασυνήθιστη προσέγγιση στη «νέα» φιλανθρωπία. Το Guter Rat (Αγαθό/Καλό Συμβούλιο), αποτελούμενο από 50 άτομα, συγκροτήθηκε μέσω μιας διαδικασίας που είχε δύο στάδια και θα αποφασίσει για την «αναδιανομή» της κληρονομιάς της [Guter Rat für Rückverteilung].Η Engelhorn δεν έχει απολύτως καμία επιρροή ή λόγο στη διανομή.
Με ρίζες στην αρχαία Ελλάδα
Η εν λόγω διαδικασία έχει ρίζες που ανάγονται στην αρχαία Ελλάδα, εκεί όπου η συνέλευση των πολιτών είναι ο πιο δημοκρατικός τρόπος για τη λήψη μιας σημαντικής απόφασης.
Το Guter Rat δεν ήταν ιδέα της 31χρονης: αρχικά προέκυψε το 2004 στη Βρετανική Κολομβία, όταν η τότε κυβέρνηση συγκέντρωσε 161 τυχαία άτομα για να λάβουν μια απόφαση σχετικά με την εκλογική μεταρρύθμιση.
Έκτοτε το μοντέλο έχει αναπαραχθεί σε όλο τον κόσμο, μεταξύ άλλων και στην Ιρλανδία, όπου τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκαν συνελεύσεις πολιτών για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τους γάμους μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και τις αμβλώσεις.
H «νέα» φιλανθρωπία
Η φιλανθρωπία, σε μεγάλο βαθμό μια αμερικανική έννοια, έχει ακολουθήσει μια σχετικά άκαμπτη μορφή για το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ύπαρξής της. Συνήθως ένα βαθύπλουτο άτομο παίρνει ένα κομμάτι της περιουσίας του και το βάζει σε ένα ίδρυμα, συνήθως με το όνομά του, και από εκεί υπαγορεύει πού και πώς θα πρέπει να διανεμηθεί.
Αυτή η ανισορροπία δύναμης είναι που έκανε την Ένγκελχορν να αισθάνεται άβολα. «Η φιλανθρωπία πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη μόνο όταν σκέφτεται την ίδια την κατάργησή της», λέει η ίδια και δεν είναι το μόνο άτομο που σκέφτεται έτσι.
Η MacKenzie Scott, η πρώην σύζυγος του δισεκατομμυριούχου Jeff Bezos της Amazon.com Inc., εμπιστεύεται κάποιους οργανισμούς να αποφασίσουν πού θα πάνε τα χρήματά της. Και η Μελίντα Γκέιτς, η οποία εγκατέλειψε πρόσφατα Ίδρυμα Γκέιτς, πειραματίζεται ήδη με νέους τρόπους δωρεάς, παραχωρώντας 20 εκατομμύρια δολάρια σε «ειδικούς» για να τα διανείμουν απευθείας στους τομείς τους.
Η Ένγκελχορν λέει σε συνέντευξή της ότι εμπνεύστηκε την ιδέα του Guter Rat από το βιβλίο «Open Democracy: Reinventing Popular Rule for the Twenty-First Century» της Hélène Landemore, πολιτικού επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο Yale.
H διαδικασία που ακολουθήθηκε
Η Englehorn έστειλε προσκλήσεις σε 10.000 τυχαία επιλεγμένους Αυστριακούς, ζητώντας τους να συμπληρώσουν μια έρευνα. Περιόρισε τους συμμετέχοντες στην έρευνα σε 50 μέλη του συμβουλίου και τους ανέθεσε να διανείμουν 25.000.000 ευρώ σε όσους τα χρειάζονται.
Το ποικιλόμορφο συμβούλιο περιλάμβανε άτομα διαφορετικών ηλικιών, εισοδημάτων, μορφωτικών επιπέδων, ακόμη και στάσεων σχετικά με τη διανομή του πλούτου. Συντονίστηκαν από μια ομάδα οκτώ ατόμων και είχαν επίσης συμβουλές από ακαδημαϊκούς και εμπειρογνώμονες.
Αφού συνεδρίασε επί έξι Σαββατοκύριακα, η ομάδα των 50 ατόμων αποφάσισε να διανείμει την κληρονομιά σε 77 πρωτοβουλίες, μεταξύ των οποίων το Tax Justice Network, η Attac Austria, το Momentum Institute και το World Inequality Lab.
Αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα για την καταπολέμηση ασθενειών που σχετίζονται με τη φτώχεια, καθώς και για την προστασία των γυναικών από τη βία.
«Ο φτωχός σε κάνει άρρωστο και ο άρρωστος σε κάνει φτωχό», δήλωσε το μέλος του συμβουλίου Dietmar Feurstein.
Τώρα, η Landemore και οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και της Σχολής Επιχειρήσεων Booth του Πανεπιστημίου του Σικάγο συνεργάζονται για να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο οι «συνελεύσεις» αυτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για τους δυνητικούς επενδυτές.
Η ιδέα είναι ότι η τρέχουσα ρύθμιση των συνελεύσεων των μετόχων και των διοικητικών συμβουλίων δεν κάνει καλή δουλειά και δεν «μεταφράζουν» σωστά τις επιθυμίες των μετόχων. «Δεν ξέρουμε πώς να δώσουμε φωνή στους επενδυτές με τον σωστό τρόπο», λέει ο Landemore. «Υπάρχει μια απαίτηση εκ μέρους των επενδυτών να είναι [οι εταιρείες] λιγότερο στενά επικεντρωμένες στο κέρδος, αλλά δεν ακούγεται».
Φυσικά, οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν εγγυώνται ιδιαίτερα ηθικά αποτελέσματα - κοιτάξτε οποιονδήποτε αριθμό χωρών που ψηφίζουν αυταρχικά καθεστώτα.
Αλλά η Engelhorn, η κληρονόμος που λέει ότι μόλις... αποχωρίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιάς της, πιστεύει ότι μια νέα προσέγγιση στη λήψη αποφάσεων αξίζει μια προσπάθεια.