Σχεδόν 4.000 αυτόχθονες Καναδοί γνωρίζουν τη γλώσσα Heiltsuk -ίσως την πιο σπάνια διάλεκτο του κόσμου-, αλλά μόλις 7 μπορούν και τη μιλούν.
Πριν από πολλούς αιώνες, η γλώσσα Híɫzaqv αντηχούσε σε μια περιοχή με βαθιά φιόρδ, άγρια νησιά, ανεμοδαρμένες παραλίες και πυκνά δάση.
Και μετά, για περισσότερο από έναν αιώνα, τα ίδια αυτά εδάφη που σήμερα βρίσκονται στα βορειοδυτικά του Καναδά... ξαφνικά σιώπησαν.
Οι πόλεμοι με τα γειτονικά έθνη και τις αντίπαλες φυλές, οι ασθένειες και η βίαιη αφομοίωση από τις αποικιακές κυβερνήσεις έφεραν τον αυτόχθονα πληθυσμό των Heiltsuk (και τη γλώσσα του) στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Ο άλλοτε ακμάζων πληθυσμός έπεσε από 40.000 σε λιγότερους από 200 ανθρώπους.
Σήμερα, σχεδόν 4.000 ζουν στην περιοχή. Αλλά υπάρχουν μόλις 7 άνθρωποι που μιλάνε τη γλώσσα των Heiltsuk - την πιο σπάνια διάλεκτο του κόσμου.
«Μια βαθιά πολύπλοκη γλώσσα»
«Η Híɫzaqv είναι μια βαθιά πολύπλοκη γλώσσα. Μας διδάσκει τόσα πολλά για το πώς να σχετιζόμαστε μεταξύ μας. Μας διδάσκει να σχετιζόμαστε με τη Γη. Μιλάει για ένα ολόκληρο πλαίσιο του πώς να υπάρχουμε στις πατρίδες μας» δήλωσε στην Guardian ο Jess H̓áust̓i, ποιητής και μέλος του έθνους των Heiltsuk (Haíɫzaqv). «Αν αυτό χαθεί, δεν θα έχουμε πλέον τον γλωσσικό οδηγό μας. Η απώλεια θα είναι βαθιά».
Η εμπειρία των Heiltsuk να βλέπουν τη σταδιακή κατάρρευση της γλώσσας τους τους άφησε να παλεύουν με μια βαθιά, σχεδόν υπαρξιακή θλίψη. Και όμως, στην παράκτια κοινότητα, που είναι φωλιασμένη στα βουνά, υπάρχει ακόμη και σήμερα μια ζωντανή αίσθηση ελπίδας.
Πριν από τη δημιουργία του σημερινού Καναδά σε περισσότερα από 3,8 εκατ. τετραγωνικά μίλια της Βόρειας Αμερικής, 58 διαφορετικές ιθαγενικές γλώσσες ομιλούνταν σε όλη την επικράτεια.
Δεκαετίες εχθρικών κυβερνητικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένης της βίαιης απομάκρυνσης των παιδιών των ιθαγενών από τις οικογένειές τους και ενός συστήματος σχολείων που προσπάθησε να εξοντώσει τον πολιτισμό των ιθαγενών και των αυτοχθόνων, ανάγκασαν πολλούς να ξεχάσουν τη γλώσσα τους.
Ένας από τους πολλούς που αρνήθηκαν να ξεχάσουν
Ο Sol Mamakwa, εκλεγμένος βουλευτής του Οντάριο, φοίτησε στα νιάτα του σε σχολείο εσωτερικής εκπαίδευσης και τιμωρήθηκε επειδή μιλούσε τη μητρική του γλώσσα στο σχολείο, μια γλώσσα που αποτύπωνε τη στενή σχέση του λαού του με τη γη, τα ζώα και τις εποχές.
«Εκεί μαθαίνεις τη γλώσσα. Στις όχθες του ποταμού, οι γονείς σου διδάσκουν τα ονόματα των ψαριών ή των φυτών και την ιστορία αυτών των ονομάτων. Δεν το μαθαίνεις ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους μιας σχολικής αίθουσας», λέει ο ίδιος.
Πέρυσι, έγινε ο πρώτος βουλευτής που στάθηκε ενώπιον των νομοθετών του Τορόντο και εκφώνησε μια ομιλία στην διάλεκτό του, τα Anishininiimowin. Την παρακολούθησαν περισσότεροι από 100 καλεσμένοι, πολλοί από τους οποίους ήρθαν αεροπορικώς από τις γεωγραφικά απομακρυσμένες κοινότητες που εκπροσωπεί.
«Για τους ηγέτες των κοινοτήτων που ήταν εκεί, ήταν πολύ συγκινητικό γι' αυτούς. Είχαν δάκρυα στα μάτια τους - όχι εξαιτίας αυτών που είπα, αλλά επειδή άκουγαν τη γλώσσα τους σε ένα μέρος όπου δεν έπρεπε ποτέ να ομιλείται», είπε.
Ο αποικιοκρατικός μηχανισμός που απομάκρυνε τα παιδιά από τις οικογένειές τους και προσπάθησε να εξοντώσει τον πολιτισμό και τη γλώσσα έχει διαλυθεί σταδιακά με την πάροδο των ετών.
Όμως ο Mamakwa, ο οποίος βίωσε τη σταδιακή διάβρωση της δικής του γλωσσικής ικανότητας ζώντας στο Τορόντο, έχει εστιάσει την προσοχή του στα εναπομείναντα συστήματα που διαβρώνουν την ικανότητα να μιλάει κανείς τις διαλέκτους και τις γλώσσες που έμαθε παιδιόθεν.
Μια κρίση πολιτισμού
Στην Bella Bella, τη μεγαλύτερη κοινότητα στην επικράτεια των Heiltsuk, οι προσπάθειες να αποκατασταθεί η χαμένη γλωσσική επάρκειά τους συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό.
Για τους ανθρώπους αυτούς, η γλώσσα τους ήταν το... soundtrack σε κάθε τους αλληλεπίδραση.
«Ήταν το ηχητικό υπόβαθρο όταν ήσουν έξω στη βάρκα, όταν είχες βγει να συλλέξεις μούρα, να μαζεψεις φύκια και να μαγειρέψεις αυτό το φαγητό, μαζί, ως οικογένεια», λέει ο Hausti και προσθέτει:
«Βρίσκομαι ακόμα σε πολύ πρώιμα στάδια του δικού μου ταξιδιού εκμάθησης για να επανασυνδεθώ με τη γλώσσα, αλλά μπορώ ακόμα να ακούσω τη μουσική, τα λόγια τους, μπορώ να ακούσω το βάθος των συναισθημάτων που είχαν».
Νέοι πόροι έχουν διοχετευτεί στη γλωσσική διατήρηση και την εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της συγκέντρωσης τεράστιων όγκων πληροφοριών από τους μόλις επτά ομιλητές που μιλούν τη γλώσσα αυτή με ευχέρεια.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν και αυτά τη δική τους μετασχηματιστική επίδραση, διαδίδοντας τις προσπάθειες αυτές και τη μέχρι πρότινος χαμένη γλώσσα εκεί όπου υπάρχουν αυτοί που τη μιλάνε.
«Η γλώσσα μας αναπτύσσεται. Αναδύονται λέξεις και αναδύονται έννοιες που αποτυπώνονται στη γλώσσα μας, οι οποίες είναι νέες, για να αντικατοπτρίζουν τη νέα πραγματικότητα στην οποία ζούμε και τον νέο τρόπο με τον οποίο ζούμε και εργαζόμαστε και είμαστε μαζί», δήλωσε ο H̓áust̓i. «Η γλώσσα δεν είναι μονολιθική. Είναι κάτι που πάντα εξελίσσεται».
Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες καταγραφής και διατήρησης της συσσωρευμένης γνώσης των 7 εναπομεινάντων ομιλητών της περιοχής που την μιλούν άπταιστα, έχει αφήσει στους Heiltsuk ένα σύνολο εργαλείων και πόρων που ίσως να μην ήταν διαθέσιμα πριν από δεκαετίες.
«Είναι δύσκολο και τρομακτικό να χάνεις τους ομιλητές που μιλούν με ευχέρεια. Και όμως έχω τόση ελπίδα ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί νέοι ομιλητές που αναλαμβάνουν αυτή τη δουλειά με έναν πραγματικά βαθύ, ουσιαστικό τρόπο. Η γλώσσα θα αλλάξει. Αλλάζει ήδη τώρα που μιλάμε. Αλλά πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα τη μεταφέρουν», δήλωσε ο H̓áust̓i.