Η Βρετανία γύρισε την πλάτη της στο κλάμπινγκ, με σχεδόν 400 κλαμπ να έχουν βάλει λουκέτο μόνο στην Αγγλία. Ήρθε λοιπόν το τέλος του χορευτικού ηδονισμού;
Σε ένα παλιό εργοστάσιο στη βιομηχανική καρδιά του Σέφιλντ εκατοντάδες άνθρωποι παραληρούν κάτω από τα νέον φώτα του κλαμπ Hope Works την τελευταία του νύχτα, πριν κλείσει οριστικά. Μια νεαρή κοπέλα έχει ντυθεί στα μαύρα για να υποδηλώσει την απώλεια του «αγαπημένου της μέρους».
«Πρόκειται για ένα νυχτερινό ορόσημο του Σέφιλντ», λέει ένας νεαρός. «Είναι ο λόγος που πολλοί άνθρωποι έρχονται εδώ για να σπουδάσουν», προσθέτει ένας άλλος.
Ο ιδιοκτήτης του κλαμπ, ο Liam O'Shea, πιστεύει ότι χώροι νυχτερινής διασκέδασης όπως αυτός είναι «το ζωτικό υπογάστριο της αστικής ζωής». «Εκεί οι άνθρωποι βρίσκουν τον εαυτό τους», λέει. «Είναι το μέρος όπου οι άνθρωποι βρίσκουν τη "φυλή" τους».
Ο O'Shea, ο οποίος αποκαλεί τον εαυτό του παιδί της «γενιάς του rave των '90s», ξεκίνησε το Hope Works επειδή ήθελε να συνεχίσει αυτό το αρχικό πνεύμα του raving περασμένων δεκαετιών. Μόνο που δεν πήγαν όλα κατ' ευχήν κα το Hope Works έκλεισε οριστικά τις πόρτες του τον Φεβρουάριο, μετά από 13 χρόνια λειτουργίας.
400 κλαμπ έκλεισαν μόνο στη Βρετανία
Τα τελευταία πέντε χρόνια, περίπου 400 κλαμπ έκλεισαν στη Βρετανία - μιλάμε για το 35% του συνολικού αριθμού των κλαμπ της χώρας.
Στο Λονδίνο, το γραφείο του δημάρχου της αγγλικής πρωτεύουσας δρομολογεί μια ειδική ομάδα εργασίας για να βοηθήσει στην τόνωση της νυχτερινής ζωής και στη διάσωση των χώρων που κινδυνεύουν να κλείσουν.
«Για την κατάσταση αυτή ευθύνεται ένα πολύπλοκο πλέγμα παραγόντων που ασκεί πίεση στον συγκεκριμένο τομέα», λέει μιλώντας στο BBC ο Tony Rigg, σύμβουλος της μουσικής βιομηχανίας και επικεφαλής του προγράμματος στο Πανεπιστήμιο του Lancashire.
Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορεί να παίζουν ρόλο: η αύξηση του κόστους ζωής, το μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα και οι μεταβαλλόμενες επιλογές τρόπου ζωής.
Όμως, τα λουκέτα αυτά προκαλούν και ευρύτερα ερωτήματα. Ορισμένοι εμπειρογνώμονες έχουν προτείνει, για παράδειγμα, ότι ο μόνιμος αντίκτυπος από τις καραντίνες εξαιτίας του Covid-19 μπορεί να έχει οδηγήσει τους ανθρώπους να βγαίνουν έξω λιγότερο από ό,τι κάποτε.
Αν αυτό ισχύει, θα μπορούσε το κλείσιμο τόσων πολλών κλαμπ να υποδηλώνει μια ευρύτερη πολιτιστική αλλαγή, ιδίως μεταξύ της Γενιάς Ζ;
Μήπως η πανδημία άλλαξε μια γενιά;
Για αρκετά χρόνια κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι νέοι δεν μπόρεσαν να βιώσουν τη νυχτερινή ζωή με τον ίδιο τρόπο που είχαν οι προηγούμενες γενιές, οπότε ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι έκτοτε υπήρξαν αλλαγές στον τρόπο που κοινωνικοποιούνται.
Μια πρόσφατη μελέτη της Ένωσης Βιομηχανιών Νυχτερινής Διασκέδασης (NTIA) της Βρετανίας σε περισσότερα από 2.000 άτομα ηλικίας 18 έως 30 ετών διαπίστωσε ότι το 65% βγαίνει έξω λιγότερο συχνά από ό,τι τον προηγούμενο χρόνο.
Η ψυχολόγος Dr Elizabeth Feigin της Dr Elizabeth Consultancy λέει ότι η Gen Z καθοδηγείται από διάφορους παράγοντες. Μέρος αυτού φαίνεται να είναι η αυξανόμενη συνείδηση γύρω από την υγεία, τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική, ενώ επίσης «βλέπουμε να μειώνεται η κουλτούρα της κατανάλωσης αλκοόλ».
«Καθαροί» από αλκοόλ και ναρκωτικά
Μια έρευνα της YouGov σε νέους 18 έως 24 ετών δείχνει ότι η Gen Z εξακολουθεί να είναι η πιο νηφάλια ομάδα συνολικά, με 4 στους 10 να μην πίνουν καθόλου αλκοόλ.
Η Dr Meg Jay, συγγραφέας του βιβλίου «The Defining Decade», υποστηρίζει ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που οδηγούν σε αυτή την αλλαγή. «Παρόλο που κάποιοι μπορεί να φανταστούν ότι οι νέοι βγαίνουν λιγότερο έξω μετά την πανδημία, δεν νομίζω ότι ισχύει κάτι τέτοιο. Απλώς υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σχετικά με τους κινδύνους των ουσιών, καθώς και μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γύρω από τον υγιεινό τρόπο ζωής».

Κοινωνικοποιούνται λιγότερο, ή απλώς διαφορετικά;
Όταν ίσχυε η καραντίνα της διετίας 2020-21, η Dr Jay θυμάται ότι κάποιοι νεαροί πελάτες έλεγαν ότι θα έπρεπε να βρουν νέους τρόπους για να διασκεδάσουν. «Είχα πελάτες που μου έλεγαν πόσο πιο ευτυχισμένοι ήταν καθώς περνούσαν λιγότερο χρόνο νιώθοντας μεθυσμένοι, με χανγκόβερ ή απένταροι και περισσότερο χρόνο νιώθοντας υπεύθυνοι για τη ζωή τους».
Φυσικά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν επίσης ρόλο στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι κοινωνικοποιούνται. Για ορισμένους, «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η ανταλλαγή μηνυμάτων με τους φίλους αρκούν ως μέσο κοινωνικοποίησης για τη νέα γενιά».
Αυτό ισχύει και για τον Rigg. «Έχουμε μια τεράστια εξάρτηση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που μας έχει απομακρύνει από πιο κοινωνικές ασχολίες», υποστηρίζει.
Όμως η Dr Feigin πιστεύει ότι «η κοινωνική επικοινωνία έχει επιδεινωθεί από την πανδημία και έπειτα. Νομίζω όμως ότι ήδη μειωνόταν λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της τεχνολογίας». Και επισημαίνει σχετικά:
«Γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τους νέους να κοινωνικοποιηθούν πρόσωπο με πρόσωπο. Νομίζω ότι βλέπουμε υψηλότερα ποσοστά κοινωνικού άγχους και υψηλά ποσοστά μοναξιάς».

Το τέλος των μεγάλων κλαμπ;
Δεν είναι όλοι πεπεισμένοι ότι αυτός είναι ο λόγος για το κλείσιμο των κλαμπ. Ο Michael Kill, διευθύνων σύμβουλος της Night Time Industries Association, πιστεύει ότι τα οικονομικά και η κατάσταση της οικονομίας παίζει μεγάλο ρόλο. «Η πραγματικότητα είναι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να το αντέξουν όλο αυτό ως εβδομαδιαίο έξοδο».
Σε μια μελέτη της NTIA, το 68% των ανθρώπων ανέφεραν ότι το τρέχον οικονομικό κλίμα έχει μειώσει το πόσο συχνά βγαίνουν έξω.
«Το clubbing έχει γίνει πολυτέλεια», λέει η Sherelle Thomas, DJ στο BBC 6 Music και ο Rigg συμφωνεί και επαυξάνει υποστηρίζοντας ότι έρχεται μια «τέλεια καταιγίδα» για τα κλαμπ, ως αποτέλεσμα των νέων οικονομικών προκλήσεων.
«Εάν τα κλαμπ δεν μπορούν να "απορροφήσουν" τις οικονομικές προκλήσεις και έτσι αποφασίσουν να ανεβάσουν και άλλο τις τιμές τους, αυτό θα μπορούσε να τα καταστήσει λιγότερο προσιτά και μια λιγότερο ελκυστική πρόταση», υποστηρίζει ο Rigg - και όλα αυτά σε μια εποχή που οι καταναλωτές επιβαρύνονται με αυξανόμενα έξοδα διαβίωσης.
Το 2024, η εταιρεία στην οποία ανήκαν μεγάλα νυχτερινά κλαμπ όπως το Pryzm και το Atik, δύο γνωστές αλυσίδες νυχτερινών κέντρων διασκέδασης, τέθηκε σε καθεστώς διαχείρισης. Έκλεισε 17 και πούλησε άλλους 11 χώρους (στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν κλαμπ και μπαρ), αναφέροντας ως λόγο για το κλείσιμο τις «μεταβαλλόμενες συνήθειες των νέων φοιτητών».
Ο Russell Quelch, διευθύνων σύμβουλος της Neos, η οποία διαχειρίζεται τους εναπομείναντες χώρους, πιστεύει ότι οι φοιτητές έχουν πλέον απείρως λιγότερα χρήματα από ό,τι παλαιότερα. «Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται πραγματικά για το πώς ξοδεύουν τα χρήματά τους», υποστηρίζει. «Πάνε οι μέρες που οι φοιτητές έβγαιναν έξω τέσσερις ή πέντε νύχτες την εβδομάδα».

Τα μέρη που αντιστέκονται στην ύφεση
Το Acapulco στην πόλη του Halifax έχει δει χιλιάδες ανθρώπους στην πίστα του από τότε που άνοιξε το 1961. Θεωρείται ότι είναι το παλαιότερο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αλλά ο ιδιοκτήτης του, ο Simon Jackson, έχει παρατηρήσει κάποιες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι πηγαίνουν στα κλαμπ. Κάποιοι έρχονται πριν αρχίσει κανονικά η νύχτα και βιντεοσκοπούν τον εαυτό τους να χορεύει για να το ανεβάσουν μετά στο TikTok, εξηγεί.
Υπάρχουν επίσης και κάποια άλλα μοντέλα clubbing που σημειώνουν κάποια επιτυχία.

Members only
Το Gut Level, ένα ΛΟΑΤΚΙ+ πρόγραμμα στο Σέφιλντ που διοργανώνει βραδιές σε κλαμπ χωρίς φυλετικούς αποκλεισμούς, βασίζεται σε ένα μοντέλο μέλους με μειωμένες τιμές για όσους έχουν χαμηλό εισόδημα.
«Η μουσική σκηνή διοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από άντρες και ίσως δεν σκεφτόταν τόσο πολύ την ασφάλεια ανθρώπων όπως οι γυναίκες και τα queer άτομα», τονίζει η συνιδρύτρια Katie Matthews.
Στη συνέχεια, υπάρχει η πτυχή της ασφάλειας καθώς πολλοί άνθρωποι λένε ότι έχουν βιώσει σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής εξόδου.
«Μιλάμε για την ασφάλεια των μελών μας», λέει η Katie Matthews καθώς στο Gut Level οι άνθρωποι πρέπει να εγγραφούν εκ των προτέρων και όλοι γνωρίζουν τους πάντες εκεί μέσα.
Τελικά, όμως, πολλά κλαμπ που συνεχίζουν να ευδοκιμούν το κάνουν επειδή είναι χτισμένα γύρω από την ίδια την κοινότητα. Ο DJ Ahad Elley (γνωστός ως Ahadadream), ο οποίος μετακόμισε στο Ηνωμένο Βασίλειο από το Πακιστάν σε ηλικία 12 ετών, πιστεύει ότι αυτή είναι ο λόγος της επιτυχίας και της διαχρονικότητας πολλών κλαμπ.
«Για μερικούς ανθρώπους είναι σχεδόν το μόνο μέρος που έχουν όπου μπορούν να πάνε και να νιώσουν την αίσθηση του ανήκειν και της πραγματικής κοινότητας», λέει.

Γιατί η διατήρηση των λεσχών έχει σημασία
Η Cat Rossi έχει περάσει χρόνια ερευνώντας τη δημιουργική σημασία των νυχτερινών κέντρων, με την ιδιότητά της ως ιστορικού του σχεδιασμού και καθηγήτρια αρχιτεκτονικής στο University for the Creative Arts Canterbury. «Από την αυγή του πολιτισμού είχαμε την ανάγκη να βγαίνουμε έξω, να χορεύουμε και να είμαστε μαζί για όλη τη νύχτα», λέει.
«Οι κοινωνικές συναθροίσεις αποτελούν βασικό μέρος του κοινωνικού μας ιστού. Και νομίζω ότι τα νυχτερινά κέντρα είναι πραγματικά υποτιμημένα ως αυτές οι εξαιρετικά δημιουργικές μορφές αρχιτεκτονικής και σχεδιασμού, αλλά και τα νυχτερινά κέντρα και η κουλτούρα των κλαμπ γενικότερα είναι αυτές οι τεράστιες μηχανές δημιουργικότητας».
Πολλές εταιρείες μόδας έχουν γεννηθεί σε κλαμπ, επισημαίνει, καθιστώντας τα μέρος ενός «μεγαλύτερου δημιουργικού οικοσυστήματος» μαζί με τα θέατρα, τις όπερες και τα τηλεοπτικά στούντιο.
Το βερολινέζικο Berghain
Το 2016, ένα γερμανικό δικαστήριο χαρακτήρισε επίσημα το Berghain, ένα διάσημο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης του Βερολίνου, ως «πολιτιστικό ίδρυμα», γεγονός που του έδωσε το ίδιο φορολογικό καθεστώς με τις όπερες και τα θέατρα της πόλης.
Την επόμενη χρονιά, η Ζυρίχη αναγνώρισε την techno κουλτούρα ως μέρος της «άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς» της σε συνεργασία με την Unesco.
Είναι ένα συναίσθημα που μοιράζονται κάποιοι και στη Βρετανία. Όπως το θέτει ο Kill: «Τα κλαμπ είναι ένας βρετανικός θεσμός. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό».
«Το κλειδί για τη διατήρησή του και τη διασφάλιση του μέλλοντος των νυχτερινών κέντρων είναι η εξέλιξη», υποστηρίζει ο Rigg.
«Τα νυχτερινά κέντρα πρέπει να εξελιχθούν για να διατηρήσουν τη σημασία τους λόγω των πολιτισμικών αλλαγών στη συμπεριφορά και να τροποποιήσουν, επίσης, το επιχειρηματικό μοντέλο για να μετριάσουν ορισμένες από τις άλλες οικονομικές πιέσεις».