Πώς περιγράφει την Αθήνα του '60 η σπουδαία Αμερικανίδα συγγραφέας Πατρίτσια Χάισμιθ, η οποία το 1959 επισκέφθηκε την Ελλάδα, έμεινε στο Σύνταγμα, ταξίδεψε στο Ναύπλιο, εντυπωσιάστηκε από την Κνωσό και συμπεριέλαβε τις αναμνήσεις της στα μυθιστορήματά της;
Στις 4 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται 28 χρόνια από το θάνατο της Πατρίτσια Χάισμιθ.
Ένα νέο ντοκιμαντέρ, που ρίχνει φως στην αινιγματική προσωπική ζωή της σπουδαίας Αμερικανίδας συγγραφέως, αποτελεί την ιδανική αφορμή για να διαβάσουμε το μυθιστόρημά της «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου» (εκδ. Άγρα), μια απολαυστική νουάρ ιστορία που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του 1960.
Η μητρική απόρριψη, ο Φρόιντ και το παιδικό τραύμα που έγινε noir λογοτεχνία
Εκατόν δύο χρόνια από τη γέννηση της Χάισμιθ, στις 19 Ιανουαρίου 1921, τα βιβλία της όχι μόνο συνεχίζουν να διαβάζονται, αλλά αποτελούν μια απολαυστική κατάβαση στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής. Ταυτόχρονα, η προσωπική ζωή της Αμερικανίδας συγγραφέως, η οποία για πολλά χρόνια αποτελούσε ένα αίνιγμα, με χίλιες δυο μυθολογίες να ακολουθούν τη φήμη της, αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα πεδίο για βιογράφους, σκηνοθέτες και δημοσιογράφους, οι οποίοι θέλουν να φωτίσουν κρυφές πτυχές που εξηγούν πολλά για την ίδια, ως προσωπικότητα, αλλά και το έργο της.
Συγκεκριμένα, ένα νέο ντοκιμαντέρ, το οποίο προβλήθηκε αρχικά στις Νύχτες Πρεμιέρας και στη συνέχεια βγήκε στις αίθουσες στις 11 Ιανουαρίου 2023, με τίτλο «Ερωτευμένη Χάισμιθ» (Loving Highsmith), προσεγγίζει τη ροπή της συγγραφέως να ερωτεύεται εύκολα, αναζητώντας στις περιστασιακές ερωμένες της τη ζεστασιά μιας ψυχρής, απορριπτικής μητέρας, που την έκανε να νιώθει παράταιρη, παρίας, αλλόκοτη.
Η ταινία της Ελβετής σκηνοθέτιδας Εύα Βίτια, η οποία βασίζεται σε μαρτυρίες όσων τη γνώριζαν, αλλά και στα ημερολόγια (τα πολλά σημειωματάρια που χρησιμοποιούσε καθημερινά η Χάισμιθ συγκεντρώνοντας τις σκέψεις, τις αναμνήσεις και τις ιδέες της), φανερώνουν ένα άτομο καταπιεσμένο απόλυτα από τη δεσποτική μητέρα του.
Η Πατρίτσια Χάισμιθ (Mary Patricia Plangman), γεννημένη το 1921 στο Τέξας, μεγάλωσε σε μια εποχή ακόμα πολύ συντηρητική και δυσκολευόταν να αποδεχτεί την ομοφυλοφιλία της, γεγονός που, σύμφωνα με τους κατοπινούς βιογράφους της, αποτέλεσε το «κλειδί» για την κατανόηση του έργου της.
Η μητέρα της Χάισμιθ, η Μαίρη Κόατς Πλάνγκμαν, μια εντυπωσιακή, αλλά όχι επιτυχημένη αρτίστα της εποχής της, δεν ήθελε να αποκτήσει παιδί. Έβλεπε την εγκυμοσύνη σαν εμπόδιο για τις καλλιτεχνικές της φιλοδοξίες. Ανακαλύπτοντας την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της προσπάθησε να αποβάλει πίνοντας νέφτι. Το έμβρυο επέζησε, αλλά όχι και ο γάμος των γονιών της. Δέκα ημέρες πριν γεννηθεί η Πατρίτσια, ο πατέρας της έφυγε από το σπίτι και η μητέρα της, τρία χρόνια μετά, το 1924, μη μπορώντας να αναθρέφει ένα παιδί ολομόναχη, ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά με τον καλλιτέχνη Στάνλεϊ Χάισμιθ, και πήγε με την κόρη της να ζήσουν μαζί του στη Νέα Υόρκη.
Η Πατρίτσια πήρε το επώνυμο του πατριού της, αλλά το ζευγάρι, όταν η μικρή άρχισε να μεγαλώνει, δεν την ήθελε και την έστειλε, όταν ήταν 12 ετών, πίσω, στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, να ζήσει με τη γιαγιά της. Η μικρή Πατρίτσια δεν ξεπέρασε ποτέ αυτή την απόρριψη.
Ο χρόνος αυτός ήταν ένας εφιάλτης, η πιο άσχημη περίοδος της ζωής της, όπως είχε αποκαλύψει η ίδια, αν και ήταν πολύ γόνιμος δημιουργικά, αφού αυτό το διάστημα αγάπησε το διάβασμα.
Η γιαγιά της, δεινή βιβλιοφάγος, είχε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία κάθε είδους, από μυθιστορήματα μέχρι βιβλία για τον Φρόιντ και τις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις του. Για πρώτη φορά, η Πατρίτσια Χάισμιθ ήρθε σε επαφή με το φροϊδικό σύμπαν, προσπαθώντας να κατανοήσει την πολύπλοκη, αντιφατική σχέση που είχε με τη μητέρα της: από τη μια τη λάτρευε και αποζητούσε με πάθος την αποδοχή της και από την άλλη τη μισούσε θανάσιμα.
Για τους μελετητές του έργου της, αυτή η σχέση λατρείας/απέχθειας με τη μητέρα της και η κλιμακούμενη αντιπάθεια για τον πατριό της ήταν ο πυρήνας του έργου της, αλλά και η αιτία που η Χάισμιθ επέλεξε τη νουάρ λογοτεχνία για να εκφραστεί δημιουργικά.
Όχι τόσο το έγκλημα ως πράξη, αλλά οι ψυχολογικές προεκτάσεις αυτού, όλα εκείνα τα συναισθήματα, οι ψυχικές διεργασίες που οδηγούν κάποιον να σκοτώσει, άρχισαν να τραβούν το ενδιαφέρον της Πατρίτσια.
Τα βιβλία της καταξιώθηκαν όχι ως μονοεπίπεδες αστυνομικές ιστορίες σε στιλ whodunit, οι οποίες εξαντλούνται στην πλοκή και την εύρεση του δολοφόνου, αλλά αποτελούν το παράδειγμα μιας εξαιρετικής πολυεπίπεδης λογοτεχνίας που, χρησιμοποιώντας το μανδύα της αστυνομικής ιστορίας, έχει ως στόχο να αναδείξει τις κοινωνικές πτυχές του εγκλήματος, αλλά κυρίως την ψυχοσύνθεση του εγκληματία.
Οι ήρωές της είναι από τη μεριά του θύτη, όχι του ντετέκτιβ που ερευνά, είναι παραβατικές προσωπικότητες, άτομα που εγκληματούν, απατεώνες που κερδοσκοπούν, χαμαιλέοντες που αλλάζουν ταυτότητες, υιοθετώντας νέους εαυτούς για να κρυφτούν από το νόμο ή για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.
Ο Χίτσκοκ, ο κινηματογράφος, η φήμη και το απωθημένο της Ελλάδας
Τη δεκαετία του '40, η Χάισμιθ σπούδασε δημιουργική γραφή και λογοτεχνία στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης. Παράλληλα, εργαζόταν ως κειμενογράφος για βιβλία κόμικ.
Το πρώτο της βιβλίο, το «Ξένοι στο τρένο» (Strangers on a train), μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, γεγονός που της άλλαξε τη ζωή. Ακολούθησε η κινηματογραφική μεταφορά του «Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ», από τον Ρενέ Κλεμάν, με τίτλο «Γυμνοί στον ήλιο» (Plein soleil ή Purple Noon). Η Πατρίτσια Χάισμιθ στο βιβλίο του Ρίπλεϊ ερωτεύεται τη Μεσόγειο και αρχικά επισκέπτεται τον ιταλικό νότο, έχοντας ως απωθημένο να έρθει στην Ελλάδα.
Το 1959 κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. Αποβιβάζεται από το πλοίο στον Πειραιά και ακολουθώντας μια διαδρομή, την οποία αργότερα, το 1964, θα καταγράψει στο μυθιστόρημά της «Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου», ανακαλύπτει έναν τόπο που θα στοιχειώσει το φαντασιακό της. Ο ήλιος, το αττικό φως μέσα στα αρχαία μνημεία, τα παλιά καφέ γύρω από το Σύνταγμα, η Ομόνοια της εργατικής τάξης, τα φτηνά ξενοδοχεία του Κέντρου, η παρακμή των πιο λαϊκών συνοικιών, αλλά και η λάμψη μιας πόλης που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται χάρη στο Σχέδιο Μάρσαλ, γίνονται το τέλειο σκηνικό για ένα απολαυστικό νουάρ μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί.
Η Αθήνα του 1960 μέσα από τα μάτια της Πατρίτσια Χάισμιθ
Η Χάισμιθ δανείζεται τις δικές της ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την άφιξή της στην Αθήνα, αλλά και από την εκδρομή της στην Κνωσό, για να χτίσει τη μυθιστορηματική πλοκή στα «Δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου».
Οι ήρωές της σε αυτό το μυθιστόρημα, ο 40χρονος Αμερικανός απατεώνας Τσέστερ Μακ Φάρλαντ και η νεαρή γυναίκα του, Κολέτ, επισκέπτονται την Αθήνα, για να ξεφύγουν από τις ΗΠΑ, όταν μια καλοστημένη χρηματοπιστωτική απάτη, που έχει στήσει εκείνος με μετοχές από εταιρείες-φάντασμα, σκάει και τον βάζει σε κίνδυνο. Με έναν Μπλε Ταξιδιωτικό Οδηγό στο χέρι, το ζευγάρι τριγυρνά στην Αθήνα κάνοντας τουρισμό, μακριά από την πατρίδα τους, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα και να καταλαγιάσει το σκάνδαλο.
Το βιβλίο ξεκινά με τον Τσέστερ να ξυπνά στην κουκέτα του στο πλοίο «Σαν Τζιμινιάνο», ακούγοντας έναν «ανησυχητικό ήχο γδαρσίματος». Από το φινιστρίνι της καμπίνας του βλέπει κολλητά έναν πορτοκαλοκόκκινο τοίχο, σαν βράχο, πάνω στον οποίο είναι χαραγμένα «διάφορα ορνιθοσκαλίσματα, γρατσουνιές και αριθμοί. Νίκος 1957, ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ. Ύστερα ένα Πητ '60 που του φάνηκε αμερικανικό». Ξυπνώντας για τα καλά, συνειδητοποιεί ότι μάλλον το πλοίο, που τρίζει τρομακτικά, δεν έχει πέσει στα βράχια, αλλά περνά σύρριζα από τη διώρυγα του Ισθμού. Ο Τσέστερ ντύνεται βιαστικά και ανεβαίνει στο κατάστρωμα για να δει την πρώτη του εικόνα από την Ελλάδα:
«Οι πλευρές του Ισθμού έμοιαζε να έχουν ύψος τουλάχιστον τεσσάρων ορόφων. Σκύβοντας στην κουπαστή, ο Τσέστερ είδε σκοτάδι και στις δύο άκρες του καναλιού. Ήταν αδύνατον να διακρίνει το μήκος του, αλλά θυμόταν πόσο έπιανε στο χάρτη, μισή ίντσα, και τον υπολόγιζε για τέσσερα μίλια περίπου. Ο ζωτικός αυτός υδάτινος δίαυλος είχε φτιαχτεί από ανθρώπινα χέρια. Είδε τα σημάδια από τις αξίνες και τους κασμάδες που ήταν ακόμα ορατά στον πορτοκαλί βράχο -ή μήπως επρόκειτο για σκληρή άργιλο; Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά στο χείλος του βράχου και είδε πιο πάνω τ' αστέρια να τρεμοπαίζουν στον ελληνικό ουρανό. Σε λίγες ώρες θα αντίκριζε την Aθήνα».
Ο Τσέστερ, όπως κάθε Αμερικανός εκείνης της εποχής, έβλεπε την Ευρώπη και ειδικά την Ελλάδα σαν ένα απέραντο -όπως εύστοχα την έχει περιγράψει ο Τζορτζ Στάινερ- λούνα παρκ, γεμάτο αρχαία αίγλη, μύθους, αλλά και σύγχρονες μεσογειακές μικρές απολαύσεις: ούζο, μεζέδες κάτω από το ήλιο, κολύμπι σε διάφανα νερά, πεζοπορίες σε απάτητα βουνά και μια απέραντη άχρονη σιωπή στα νησιά του Αιγαίου, που φάνταζαν στα μάτια τού επισκέπτη σμιλεμένα σαν άσπρα κυκλαδικά ειδώλια πάνω στον άγονο βράχο.
Έχοντας στο μυαλό του ότι, όταν δέσει το καράβι στο λιμάνι, θα μπορέσει να δει από το κατάστρωμα την Ακρόπολη στο βάθος, ο Τσέστερ απογοητεύεται βλέποντας από ψηλά ένα σμήνος από αχθοφόρους να χυμάει πάνω στις βαλίτσες των επιβατών που μόλις αποβιβάστηκαν για λίγα κέρματα. Σκόνη, μουντάδα, οχλαγωγία, ένα κανονικό ενοχλητικό χάος τού φαίνεται ο Πειραιάς και από την Ακρόπολη δεν υπάρχει ούτε ίχνος.
Ο Τσέστερ και η γυναίκα του επιβιβάζονται σε ένα ταξί, αφού έχουν αποφύγει με δυσκολία τρεις-τέσσερις αχθοφόρους που έχουν πιαστεί σχεδόν στα χέρια για το ποιος θα τους φορτώσει, με το αζημίωτο, τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο.
Το ξενοδοχείο που επιλέγουν καλοβαλμένοι τουρίστες σαν αυτούς, που από τα ρούχα φαίνονται πλούσιοι, είναι η Μεγάλη Βρετάννια. «Η λευκή πρόσοψη της Μεγάλης Βρετάννιας απέπνεε έναν αέρα επισημότητας, αλλά και αποστείρωσης, σε αντίθεση με τα πιο χαμηλά και βρόμικα κτίρια γύρω της στην πλατεία Συντάγματος. Υπήρχε κάποιο κυβερνητικό κτίριο στα δεξιά, με την ελληνική σημαία να κυματίζει και δύο στρατιώτες με φούστες και λευκές κάλτσες να στέκονται φρουροί».
Το ζευγάρι των Αμερικανών, θέλοντας κάτι πιο διακριτικό, για να μη δίνει στόχο στις Αρχές που πιθανόν να τους παρακολουθούν, αν στην Αμερική το FBI έχει φτάσει στα ίχνη του Τσέστερ και έχει εκδώσει σήμα σε όλο τον κόσμο καταζητώντας τον, επιλέγει ένα πιο μικρό ξενοδοχείο στη σκιά της Μεγάλης Βρετάννιας...
Ο Τσέστερ και η Κολέτ αποβιβάζονται στην πόρτα του ξενοδοχείου «Κing's Palace». Ένα κτίριο, «όχι πολυτελές, αλλά πρώτης κλάσεως», όπως το περιγράφει η Πατρίτσια Χάισμιθ, το οποίο βρίσκεται στο πλάι της Μεγάλης Βρετάνιας.
Το «Κing's Palace», στη γωνία Πανεπιστημίου και Κριεζώτου, όπως αναφέρει ο ελληνικός Τύπος της εποχής, ήταν στη δεκαετία του '60 μια κοσμοπολίτικη επιλογή για τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους τουρίστες που ήθελαν ένα μοντέρνο κατάλυμα, το οποίο δεν θα είχε την κλασική αίγλη της Μεγάλης Βρετάνιας, αλλά δεν θα ήταν και σαν τα φτηνά, απρόσωπα και σκοτεινά μικρά ξενοδοχεία που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή του Κέντρου, στα στενάκια πέριξ του Συντάγματος, αλλά και γύρω από την Ομόνοια. Εκεί, στη πολύβουη εμπορική Λεωφόρο Αθηνάς αλλά και στην Πειραιώς, χτυπούσε η καρδιά της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με την Πλατεία Συντάγματος, που ήταν πιο κοσμική και αριστοκρατική.
Το «King's Palace» είχε ανοικοδομηθεί σε δέκα ορόφους, εκεί όπου κάποτε, στον προηγούμενο αιώνα, βρισκόταν το νεοκλασικό αρχοντικό του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Το νέο ξενοδοχείο, το οποίο μπορεί να μην εντυπωσίασε καθόλου την Πατρίτσια Χάισμιθ, στις 29 Οκτωβρίου του 1959, όταν εγκαινιάστηκε, ήταν ένα μοντέρνο κτίριο που είχε σχεδιαστεί από τον γνωστό αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη (1893-1969). Στο music hall Coronet γίνονταν τα κοσμικά σουαρέ και οι δεξιώσεις της εποχής. Στη συνέχεια αυτό το κτίριο, επί ΠΑΣΟΚ, στέγασε τα γραφεία της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, στην οποία ανήκε και το King's Palace.
Την άλλη Αθήνα, την πιο φτωχική, με τα απρόσωπα βρώμικα φτηνά ξενοδοχεία και τα λαϊκά σπίτια, αλλά και την πιο μποέμ εκδοχή της πόλης με τα φιλολογικά café, όπου οι διανοούμενοι πήγαιναν να πιουν τον καφέ τους και να συζητήσουν για ποίηση, θέατρο, φιλοσοφία και να κάνουν λογοτεχνικά κουτσομπολιά, τη βλέπουμε στο μυθιστόρημα της Χάισμιθ μέσα από τα κεφάλαια που αφορούν στον τρίτο ήρωα του μυθιστορήματος, τον 25χρονο, επίσης Αμερικανό τουρίστα, Ράινταλ Κίνερ. Ο νεαρός αυτός, γιος ενός καθηγητή Αρχαιολογίας του Χάρβαρντ, έρχεται στην Ελλάδα για τουρισμό, μένοντας για μήνες σε φθηνές πανσιόν με τα λεφτά από μια μικρή κληρονομιά από τη γιαγιά του. Κάνει παρέα με την κόρη του διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου, πηγαίνει για καφέ και διάβασμα στο Mπραζίλιαν, το θρυλικό café της Βουκουρεστίου, στο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, στο σημερινό City Link, δίπλα στο Athénée. Ο Ράινταλ Κίνερ θα γίνει άθελά του μάρτυρας ενός εγκλήματος και θα μπλεχτεί σε ένα τρίγωνο με το ζεύγος Μακ Φάρλαντ.
Όταν ένα πρωί ο Κίνερ βλέπει τον Τσέστερ στο διάδρομο του «King's Palace» να προσπαθεί να κρύψει το πτώμα ενός Έλληνα αστυνομικού, χωρίς δεύτερη σκέψη τον βοηθά παρορμητικά να μεταφέρει το νεκρό άνδρα σε μια αποθήκη. Ο Τσέστερ είχε μόλις σκοτώσει τον αστυνομικό που ερευνούσε μετά από ένταλμα των αμερικανικών αρχών την υπόθεση απάτης με τις μετοχές. Ο Κίνερ χωρίς να σκεφτεί τι και πώς τον βοηθά και γίνεται συνένοχος.
Στην πορεία, οι τρεις Αμερικανοί θα αρχίσουν μία κούρσα διαφυγής, παίζοντας κρυφτό με την ελληνική αστυνομία, αλλάζοντας διαβατήρια, ξενοδοχεία, πόλεις. Καθώς ψάχνουν καταφύγιο στην Κρήτη, ο 25χρονος Κίνερ ερωτεύεται την Κολέτ και τα πράγματα παίρνουν μια άλλη τροπή, ξεφεύγοντας από τον έλεγχο.
Το μυθιστόρημα της Χάισμιθ, εκτός από την εξαιρετική πλοκή που κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση μέχρι το τέλος, χτίζει σταδιακά το ψυχογράφημα των τριών ηρώων, αλλά και αποτυπώνει ανάγλυφα και λεπτομερώς την Ελλάδα του 1960, την Αθήνα, μια πόλη με δύο πρόσωπα μέσα στην καρδιά του Γενάρη: την κοσμοπολίτικη Αθήνα αλλά και την Αθήνα του νουάρ, τη σκοτεινή, τη σκονισμένη, τη φτωχική, που γίνεται το σκηνικό για εγκληματικές δραστηριότητες, στη σκιά των αρχαίων μνημείων.