Ένας από τους πιο διεστραμμένους και ζοφερούς κατά συρροή δολοφόνους όλων των εποχών, είναι ο Άλμπερτ Φις, γνωστός ως το «Βαμπίρ του Μπρούκλιν».
Ο σατανικός παιδόφιλος και κατά συρροήν δολοφόνος, ομολόγησε τη δολοφονία τριών παιδιών και τον κανιβαλισμό δύο, αλλά καυχήθηκε στις αρχές ότι είχε κακοποιήσει ή φάει ένα παιδί «σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ». Ισχυρίστηκε μάλιστα, ότι ο αριθμός των θυμάτων του μπορεί να φτάνει τα 100.
Λίγο πριν από την εκτέλεσή του, το 1936 σε ηλικία 65 ετών, έγραψε στον δικηγόρο του εκθέτοντας λεπτομερώς τα ανατριχιαστικά εγκλήματά του.
Ο δικηγόρος Τζακ Ντέμπσεϊ ήταν τόσο αηδιασμένος που αρνήθηκε να τα μοιραστεί, περιγράφοντάς τα ως «την πιο βρώμικη σειρά αισχροτήτων» που είχε διαβάσει ποτέ. Ο Φις βίαζε, σκότωνε και έτρωγε παιδιά, αντλώντας σεξουαλική ευχαρίστηση από τον πόνο και πιστεύοντας ότι του μιλούσε ο Θεός.
Ποιος ήταν ο δολοφόνος Άλμπερτ Φις
Γεννημένος στην Ουάσιγκτον DC το 1870, ο πατέρας του ήταν 75 ετών όταν γεννήθηκε και πέθανε όταν ήταν μόλις πέντε ετών, οπότε ο νεαρός Άλμπερτ στάλθηκε σε ένα κρατικό ορφανοτροφείο.
Εκεί, στο St John's Home for Boys στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, τον χτυπούσαν τακτικά, ενώ τα παιδιά ενθαρρύνονταν ακόμη και να βλάψουν το ένα το άλλο. Ήταν σε αυτό το σκληρό ίδρυμα που ο Άλμπερτ ανακάλυψε την αγάπη του για τον πόνο, που θα διαμόρφωνε τα μελλοντικά του ειδεχθή εγκλήματα. Απολάμβανε τις τιμωρίες και τις συσχέτιζε με ευχαρίστηση, η οποία αργότερα μετατράπηκε σε σεξουαλική ικανοποίηση. Όταν η μητέρα του τον έφερε στο σπίτι από το ορφανοτροφείο το 1880, είχε ήδη υποστεί βαθιά ζημιά.
Δύο χρόνια αργότερα, ξεκίνησε μια σχέση με ένα μεγαλύτερο έφηβο αγόρι που τον εισήγαγε στις σεξουαλικές πρακτικές της κατανάλωσης ανθρώπινων απορριμμάτων, γνωστές ως ουρολαγνία και κοπροφαγία.
Έπαθε εμμονή με τον σεξουαλικό ακρωτηριασμό και έβαζε τακτικά βελόνες στη βουβωνική χώρα και στην κοιλιά του, μαστιγώνοντας τον εαυτό του με ένα κουπί με καρφιά. Μια μεταγενέστερη ακτινογραφία της λεκάνης του, αποκάλυψε 29 βελόνες κολλημένες στη σάρκα του.
Το 1890, σε ηλικία 20 ετών, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου οι σεξουαλικές του ορέξεις μετατράπηκαν σε εγκλήματα. Άρχισε να κακοποιεί νεαρά αγόρια, παρασύροντάς τα από τα σπίτια τους πριν τα βιάσει και τα βασανίσει, χρησιμοποιώντας συχνά ένα κουπί με καρφιά.
Το 1898, παντρεύτηκε μια γυναίκα την οποία του είχε συστήσει η μητέρα του, αποκτώντας τελικά έξι παιδιά μαζί της. Αν και δεν υπάρχουν αναφορές ότι κακοποίησε τα παιδιά του, συνέχισε να βιάζει και να βασανίζει άλλα παιδιά όλο αυτό το διάστημα.
Το 1910, ξεκίνησε μια σαδομαζοχιστική σχέση με τον Τόμας Κέντεν, αφού τον γνώρισε ενώ εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής στο Ντέλαγουερ. Μια μέρα, παρέσυρε τον Κέντεν σε μια εγκαταλελειμμένη αγροικία προτού τον κλειδώσει μέσα, υποβάλλοντάς τον σε δύο εβδομάδες νοσηρών βασανιστηρίων.
Ο Φις ακρωτηρίασε το σώμα του θύματός του, του έκοψε το μισό πέος, ενώ πριν φύγει του έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 10 δολαρίων. Αργότερα όταν θυμήθηκε το περιστατικό, δήλωσε πως «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κραυγή του ή το βλέμμα που μου έριξε».
Το 1917, η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αφού δεν μπορούσε να αντέξει πια τη βαριά ψυχική του ασθένεια. Αυτό τον οδήγησε στο να γίνει χειρότερος ο αυτοτραυματισμός του, καθώς γέμιζε με μαλλί καλυμμένο με υγρό την πλάτη του και του έβαζε φωτιά.
Ο Φις είχε εμμονή με τον κανιβαλισμό και πίστευε ότι ο Θεός και οι Άγιοι του μιλούσαν και τον πρόσταζαν να βασανίζει και να τρώει μικρά παιδιά. Ξεκίνησε τη δράση του με την αναζήτηση ευάλωτων παιδιών που πίστευε ότι δεν θα έλειπαν σε κανέναν, όπως ορφανά με διανοητική αναπηρία ή άστεγα μαύρα παιδιά.
Η δολοφονία της 10χρονης Γκρέις
Μια μέρα, τον Μάιο του 1928, καθώς έψαχνε σε εφημερίδες τις διαφημίσεις νεαρών ανδρών που αναζητούσαν δουλειά, συνάντησε έναν Έντουαρντ Μπαντ. Ο νεαρός έψαχνε για δουλειά σε μια φάρμα ή στην εξοχή και ο Φις σχεδίαζε αρχικά να «προσλάβει» τον Έντουαρντ και να τον βασανίσει στο εξοχικό του στο Westchester της Νέας Υόρκης. Αλλά ενώ επισκεπτόταν τους Μπαντ στο σπίτι τους στο Μανχάταν με το ψεύτικο όνομα, Φρανκ Χάουαρντ, απέκτησε εμμονή με τη μικρότερη αδερφή του Έντουαρντ, τη 10χρονη Γκρέις.
Με το πρόσχημα ότι θα την πήγαινε στο πάρτι γενεθλίων της ανιψιάς του, έπεισε τους γονείς της Γκρέις να αφήσουν το παιδί τους να πάει με έναν εντελώς άγνωστο. Δεν θα την έβλεπαν ποτέ ξανά.
Σύμφωνα με μια χλευαστική επιστολή που εστάλη στη μητέρα του κοριτσιού Ντέλια, ο Φις ομολόγησε τις πράξεις του. Είπες πως ξεγυμνώθηκε για να μην λερωθούν με αίμα τα ρούχα του και κρύφτηκε σε ένα υπνοδωμάτιο στον επάνω όροφο του σπιτιού του, ενώ το κοριτσάκι μάζευε αγριολούλουδα στον κήπο και μετά την κάλεσε να πάει μέσα.
Στη φρικτή επιστολή, που στάλθηκε το 1934 έξι χρόνια μετά τη δολοφονία, έγραφε: «Την έπνιξα μέχρι θανάτου, μετά την έκοψα σε μικρά κομμάτια για να πάρω το κρέας στα δωμάτιά μου, να το μαγειρέψω και να το φάω… Χρειάστηκε εννέα μέρες για να φάω ολόκληρο το σώμα της».
Μέσω της επιστολής, η αστυνομία κατάφερε τελικά να εντοπίσει τον Φις σε ένα δωμάτιο όπου είχε υπογράψει με το όνομά του, αφού έλαβε μια περιγραφή από τους Μπαντ για τον «Φρανκ Χάουαρντ».
Η δολοφονία του 4χρονου Μπίλι
Αλλά αντί να καλύψει τα ίχνη του, ο δολοφόνος, ομολόγησε ακόμη πιο φρικτά εγκλήματα. Συγκεκριμένα τη δολοφονία ενός τετράχρονου αγοριού στο Μπρούκλιν, με το όνομα Μπίλι Γκάφνεϊ. Ο Μπίλι εξαφανίστηκε ενώ έπαιζε με έναν γείτονα του, τον Φεβρουάριο του 1927. Το παιδί αργότερα περιέγραψε τον Φις ως «μπαμπούλα», έναν αδύνατο άνδρα με γκρίζα μαλλιά και γκρίζο μουστάκι.
Το αγόρι δεν εθεάθη ποτέ ξανά, αλλά μετά τη σύλληψη του Φις, ένας άνδρας ήρθε στην αστυνομία ισχυριζόμενος ότι είχε δει τον μικρό σε ένα καρότσι την ίδια μέρα που ο Μπίλι εξαφανίστηκε.
Όπως ανέφερε, είχε δει τον «νευρικό γέρο» να προσπαθεί να ηρεμήσει ένα αγοράκι που καθόταν δίπλα του και έκλαιγε για τη μητέρα του. Στη συνέχεια, ο άνδρας απομάκρυνε το μικρό αγόρι από το καρότσι. Ο Φις παραδέχτηκε ότι απήγαγε και δολοφόνησε τον Μπίλι, και ήπιε το αίμα του αγοριού, περιγράφοντας το έγκλημα του με απαίσιες λεπτομέρειες.
Ο στραγγαλισμός του μικρού Φράνσις ΜακΝτόνελ
Ένα τρίτο θύμα, ο Φράνσις ΜακΝτόνελ, εξαφανίστηκε ενώ έπαιζε με τον αδερφό του και τους φίλους του στο Staten Island το 1924. Το σώμα του βρέθηκε λίγο αργότερα στραγγαλισμένο από τις δικές του τιράντες. Λίγο πριν την εκτέλεσή του, ο Φις ομολόγησε ότι παρέσυρε τον Φράνσις στο δάσος, στη συνέχεια του επιτέθηκε και τον στραγγάλισε. Παραδέχτηκε ότι θα είχε τεμαχίσει το αγόρι, αλλά τράπηκε σε φυγή αφού νόμιζε ότι άκουσε κάποιον να πλησιάζει.
Στη δίκη του Φις το 1935, η ομάδα υπεράσπισής του δήλωσε ότι είναι αθώος λόγω παραφροσύνης. Όμως το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Καθώς περίμενε τη σειρά του να εκτελεστεί στη διαβόητη φυλακή Sing Sing της Νέας Υόρκης, ο Φις έγραψε μια σειρά από σημειώσεις για την πλήρη έκταση της αχρειότητας του. Ισχυρίστηκε ανατριχιαστικά ότι «είχε σκοτώσει ή φάει ένα παιδί σε κάθε πολιτεία».
Αν και αυτό δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ επίσημα, πιστεύεται ότι σκότωσε τουλάχιστον εννέα ανθρώπους, αν και ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων του δεν θα γίνει ποτέ γνωστός.